Αφιέρωμα στον ξενόφερτο άγιο Βαλεντίνο, ένα αφήγημα με ήρωα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη;
Και δη ερωτικο;
Για έναν συγραφέα που τον αποκαλεσαν: ο Αγιος των ελληνικων γραμματων
και τον θυμούνται καθε Χριστουγεννα και Πασχα;
Είναι δυνατόν;
Ναι - είναι!
Γιατί αν ρωτήσετε εμένα θα σας πω, πως σπανιότατα έχω βρει και στο ξυπνιο μου και στον υπνο μου,
κάτι τόσον ερωτικο, όσον τα κεκαλυμμένα ερωτικά του μπαρμπ' Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη
Για τη γιορτή των αρκουδιών και των αρκουδιάρηδων του ερωτα λοιπον,
κάτι γνήσια ερωτικό.
Όπως τουλαχιστον εννοώ εγώ τον Ερωτα...
Η αγρύπνια του κυρ' Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη
Όχι, δεν το βάσταγε η ψυχή του να κλειστεί πάλιν εντός των τεσσάρων τοίχων της αθλίας εκείνης κάμαρας, η οποία έσταζεν από παντού. Επροτίμει να καθίσει εκεί εις την αυλήν, σιμά εις το μαγγάνιον του φρέατος, όπου αργά την νύχταν, μακράν από τα πονηρά βλέμματα των ανδρών, έβγαινε κρυφίως η κυρά του σπιτιού και ένιπτε τα τρυφερά πόδια της, με μόνον λαθραίον βλέμμα, το φέγγος της σελήνης.
Ο κυρ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης ενοικίαζε το λιλιπούτειον εκείνο δώμα, αντί ευτελούς αντιτίμου, από την κυρά Ευρυδίκη, το πάλαι ποτέ αρχόντισσα εν τη νήσω των Κυθήρων αλλά τωρινή ξεπεσμένη των Αθηνών, μη έχουσα άλλο τι να τη συντηρεί εν ζωή, πέραν αυτής της χθαμαλής οικίας, όπου διέμεναν "στο νοίκι" τέσερεις ή πέντε μπεκιάρηδες, μοναχικοί και πτωχοί ανθρώποι όπως και ο ίδιος
Ωραία γυναίκα ακόμα, με την προτέραν της αρχοντιά εγγεγραμμένην εις την κίνησιν του κορμιού της, η Ευρυδίκη φρόντιζε ενίοτε και δια τες βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της, μιας και όλοι τους, ούτε οικογένειαν είχαν, ούτε αδελφάς, ούτε μανάδες, ούτε ερωμένας, παρά έσερναν τη μαγκουφιά τους εις τους δρόμους των Αθηνών, μοναχικοί και έρημοι από την θηλυκήν παρουσίαν, άδειοι από την ζεστασιάν του κρεβατιού...
Τους μαγέρευε ενίοτε ή αναλάμβανε τη μπουγάδαν και το σίδερον ή κανόνιζε ώστε οι κάμαρες τους να είναι πάντα καθαρές, εξασφαλίζοντας έτσι και ένα ακόμη ταπεινό έσοδον, για να τα βγάνει πέρα.
Μόνη κι εκείνη όπως οι νοικαραίοι της, η Ευρυδίκη, ήταν γι αυτούς ταυτόχρονα και μάνα και αδερφή και όνειρον και νοσταλγία...
Στάθηκεν ο μπαρμπ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης σιμά εις τες γλάστρες με τα γεράνια και τα κρινάκια της Ευρυδίκης και ανάσαινε αχόρταγα την ευωδιάν της Ανοίξεως, κατάκοπος πλέον από τη σχεδόν ολονύχτια ψαλμωδία εις τον Άγιον Ελισσαίον [1], το ιδιωτικό εκκλησάκι της οικογένειας Χωματιανού/Λογοθέτη, το οποίον όμως η οικογένεια άνοιγε μετά ορθοδόξου ευλαβείας και ταπεινοφροσύνης εις τους πιστούς, για να λειτουργηθούν υπό τον παπα-Νικόλαον τον Πλανάν.
Ημέρα Σαββάτου της Αναστάσεως.
Βιαστικοί οι άλλοι χριστιανοί εγκατέλειψαν γρήγορα την θείαν λειτουργίαν για να σπεύσουν είς την οικογενειακήν εστίαν, να απολαύσουν τα κόκκινα αυγά, την μαγειρίτσαν και την κουλούραν, που μετά πάσης ευλαβείας τους είχε έτοιμην από της εσπέρας, ο γερο-Μίχας, ο πιο διάσημος φούρναρης των Αθηνών.
Και ο εξάδερφος του ο Αλέξανδρος ο Μωραϊτίδης και ο αγαπητός του Ζαχαρίας Παπαντωνίου αλλά και οι άλλοι ομότεχνοι του, συγγραφείς και παραμυθάδες, ο Γιάννης ο Βλαχογιάννης, ο Παύλος ο Νιρβάνας, ο Λέων ο Μελάς, που εκκλησιάζονταν άπαντες στον Άγιο Ελισσαίο, τιμώντας την κολλυβάδικη [2] παράδοση και την αγιοσύνη του παπα Νικόλαου του Πλανά.
Όμως όλοι τους έφυγαν βιαστικοί για να χαρούν το αναστάσιμο τραπέζι με τις οικογένειες τους και έμεινεν σχεδόν μόνον αυτός με τον παπα Νικόλαον, να τελέψουν καθώς τους άρμοζε τις θείες ιερουργίες.
Κι όχι πως δεν του είχαν προτείνει και αυτουνού να τους συντροφέψει ες τον αναστάσιμον δείπνον.
Και ο εξάδερφος τον είχε καλεσμένον και ο Ζαχαρίας, ως και μια μακρινή του εξαδέλφη, η οποία είχε εγκατασταθεί προσφάτως εις τας Αθήνας, εγκαταλείποντας την όμορφην Σκιάθον.
Αλλά πως να τους το πει;
Και πως να τους το εξηγησει;
Εκείνη την νύχτα δεν ήθελε άλλους κοντά του. Ας ήσαν και αγαπητά πρόσωπα. Εκείνη την αναστάσιμη νύχτα, σαν μια φωνή να του ψιθύριζε μέσα του: Αλέξανδρε έλα σε μένα!
Να ήταν άραγε αγγέλου αυτή η φωνή;
Να ήταν φωνή περιπαθούς οράματος, από αυτά που λέγουν ότι καταταλαιπωρούν τους μοναχικούς και τους σαββατογεννημένους;
Εν πάση περιπτώσει, η φωνή ήτο γλυκυτάτη και επιτακτική, σαν να είχε λάβει έξαφνα ήχον η ψυχή του.
Και αποφάσισε να την ακούσει.
Χωρίς φυσικά να γνωρίζει ποία ήτο εκείνη που τον καλούσε να έρθει κοντά της...
Να όμως που τώρα γύριζε πάλι στην κάμαρα του και δεν υπήρχε εκεί ψυχή ζώσα. Όλοι οι άλλοι μπεκιάρηδες, κάπου είχαν βρει συντροφιά για το δείπνο της αναστάσεως και για την επομένην ημέραν της λαμπρής.
Μόνον εκείνος επέστρεφε στα ίδια βήματα, στα ίδια όνειρα, στην ίδια μοναξιά.
Κι είχε σιγήσει και η φωνή μέσα του.
Σιωπή και ερημιά.
Πόσο καλύτερα αισθάνονταν στην εκκλησιά, αναμεσα σε τόσους ανθρώπους. Λες και εκεί ήταν το δικό του το σπίτι και εδώ η εξορία του.
- Που είσαι τώρα λοιπόν; Ορίστε, ήρθα σε σένα... Εσύ όμως που βρίσκεσαι;
Τον έπιασαν οι γέλωτες.
Και κάθισε βαρύς στην πεζούλα της γέρικης ελιάς, που κοσμούσε την αυλή του σπιτιού της Ευρυδίκης....
Φαίνεται όμως ότι το αιθέριον εκείνο πλάσμα εις το οποίον προφανώς θα ανήκε η μυστηριώδης εσωτερική του φωνή, εισήκουσε το παράπονον του. Και ίσως μη αντέχοντας τη βαρύτητα της μοναξιάς ενός ανθρώπου ξεγελεσμένου από τους πάντες, έστερξε να ξαναφανερωθεί.
Κι ο κυρ' Αλέξανδρος άκουσε πάλιν τη μυστηριώδη και θελκτικήν φωνή, να ψιθυρίζει το όνομα του.
- Αλέξανδρε... Αλέξανδρε...
Σίγουρος ότι το αγγελικόν πλάσμα ήτο δημιουργημα της δικής του φαντασίας, έστρεψε το βλέμμα προς τα έσω.
Όμως η φωνή επέμεινε να τον ονοματίζει και δη, σαν να ήταν πλάι του
- Βρε Αλέξανδρε, σε σένα μιλώ. Δεν με ακούς;
Ο αγγελοχτυπημένος συγγραφέας, εμορμύρισε σχεδόν από μέσα του ωσαν πλάσμα των δασών και των ορέων.
- Σ΄ακουω, το λοιπόν... Αλλά πως να απαντήσει κανείς στον ίδιον του τον εαυτόν;
- Μπα σε καλο σου, κυρ' Αλέξανδρε... Εδώ είμαι εγώ καλέ... Τι κοιτάς τους ιβίσκους;
Εστράφη τότε προς τον έξω κόσμον και είδε σιμά του την Ευρυδίκη, περιβεβλημένην την ασθήταν των αστεριών. Του εφάνη πιο αγγελικόν το όραμα τούτο, παρά οι στρατιές των χερουβείμ, που έψαλλε μέχρι προτινος εις την αγρύπνιαν του Αγίου Ελισσαίου.
Και εκατάπιε την γλώσσαν του.
Η Ευρυδίκη έσκασε στα γέλια. Κι ύστερα κάθισε πλάι του.
- Αλλοπαρμένο σε βρίσκω, όπως πάντα... Θα φταίνε φάινεται τα ταξίδια σου τα μακρινά...
- Συγχώρεσε με Ευρυδίκη, της δικαιολογήθηκε. Ακουω ακόμα στ' αυτιά μου τες φωνές των αγγέλων
- Δεν πειράζει... Κι εγώ εδώ ολομόναχη, σαν να μου φάνηκε πως άκουα παράξενες φωνές...
- Τα κάμει αυτά η μοναχικότης
- Ναι, τα κάμει...
Έμειναν κι οι δυο τους σιωπηλοί επ' ολίγον, ανασάινοντας αχόρταγα τις ευωδιές μιας ανάστασης...
- Πως και δεν πήγες στον ξάδερφο σου, για μαγειρίτσα;
- Δεν ήθελα
- Ούτε κι εγώ ήθελα να πάγω οπουδήποτε. Ξέρεις, συλλογιέμαι καμιά φορά, πως αν είναι να αγαπάς τη ζωή σου, θα την αγαπάς πάντα. Και στις δύσκολες στιγμές και στις εύκολες στιγμές. Κι εγώ αγαπάω τη μοναξιά μου. Θα ήταν σαν να την πρόδιδα, αν της ξέφευγα μια τέτοια ειδικά ημέρα…
Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε να διακρίνει καλύτερα το πρόσωπο της γυναίκας, που του διέφευγε εις την πλανευτικήν εκείνην θαμπάδα του φεγγαρόφωτος.
Του έκαμε εντύπωσιν η αριστοκρατικότητα αλλά και η βαθειά θηλυκότητα των κινήσεων της. Και τα λόγια της, ο ήχος της φωνής της… Ήταν σαν να άκουε, ψάλτης αυτός, την ψαλμωδία της σελήνης…
- Εγώ αντιθέτως, σήμερα αναζητούσα την συντροφιά… όχι όμως των ανθρώπων…
Κόμπιασε. Πώς να της εξηγήσει για εκείνη τη φωνή, την εσώτερη. Θα τον αποκαλούσε και με το δίκιο της: «αγγελιασμένον», όπως έλεγαν ενίοτε τους αλαφροϊσκιωτους στο χωριό του.
- Όχι των ανθρώπων; Τότε τίνος, καλέ μου Αλέξανδρε...
Δεν της απάντησε. Δεν είχε τι να της απαντήσει…
Η Ευρυδίκη του έπιασε τρυφερά το χέρι.
- Έλα, ψιθύρισε. Έχω φτιάξει μια μαγειρίτσα αλλά δεν είχα όρεξη να τη φάω. Έβαψα και λίγα αυγά…
Ο κυρ’ Αλέξανδρος ένιωσε σαν να έκαιγε το χέρι του η μεγάλη λαμπάδα της αναστάσεως. Ωστόσο δίστασε να ακολουθήσει τη γυναίκα, που του έδειχνε τη φτωχική της κάμαρα, στο βάθος της εσωτερικής αυλής, πλάι στο πλυσταριό.
- Έλα, τον ξεθάρρεψε εκείνη… Μόνοι μας είμαστε. Ποιος θα μας δει; Λείπουνε όλοι!
- Ε, τότε να ρθω…
- Αυτό σου λέω κι εγώ…
Έφαγαν τη μαγειρίτσα, που την έβανε να την ξαναζεστάνει η Ευρυδίκη, στο καμινέτον του οινοπνεύματος, τσούγκρισαν και το κόκκινο αυγό, ήπιαν και ένα καρτούτσο, τσιριγώτικο κρασί, που της το είχε φέρει κάποιος εξάδερφος της, από τα μέρη της.
Κι ανάσαιναν ο ένας την άλλην.
Κι όταν πια γέρασε η νύχτα και κόντευε να ξημερώσει, κι ακόμα λέγανε… λέγανε… ο Αλέξανδρος για τη Σκιάθο και η Ευρυδίκη για τα Κύθηρα, σηκώθηκε αυτός και στράγγιξε την τελευταίαν γουλιά, από το δικό της ποτήρι. Γιατί, δεν έφτανε το θάρρος του, να στραγγίξει τα χείλη της.
- Να φεύγω τώρα… Καταχράστηκα τη φιλοξενία σου…
- Μην το ξαναπείς αυτό, κυρ’ Αλέξανδρε… Γράψε μόνον αν θες, κάτι γι αυτή την παράξενη νύχτα… Ίσως ούτε εγώ, ούτε κι εσύ, να έχουμε άλλοτε την ευκαιρία να ζήσωμε ένα όνειρο…
- Ναι θα γράψω… εμορμύρισε αυτός… Ολόγυρα στη λίμνη… Είναι σαν να έχω διαβάσει κιόλας τα λόγια από την ψυχή σου…
- Ολόγυρα στη λίμνη, λοιπόν… Θα το περιμένω… Ολόγυρα στη λίμνη της μοναξιάς μας, Αλέξανδρε…
- Ολόγυρα στη λίμνη του έρωτος Ευρυδίκη, που δεν θα τον ξεδιψάσουμε ποτέ…
Αυτό μόνον ετόλμησε να είπη και τράβηξε ευθύς για την κάμαρα του.
- Στάσου!
Η φωνή της ήτανε πια χωρίς καμία αμφιβολία, η φωνή εκείνη που ηχούσε στα έσω αυτιά του.
- Στάσου… Μην κλείσεις αμέσως την πόρτα σου…
Κοντοστάθηκε αμήχανος στο κατώφλι της κάμαρας του.
Η νύχτα μέτραγε ελάχιστη πλέον ώρα, για να παραχωρήσει την θέσιν της εις το λυκόφως. Όμως το σκότος ήτο ακόμη βαθύ και μια χλωμή αντανάκλαση της βυθισμένης σελήνης, έκαμε την αυλίτσα της Ευρυδίκης, να φαντάζει μυστηριακή και ατελεύτητη ωσάν το σύμπαν ολάκερον…
Η γυναίκα πλησίασε αργά προς το πηγάδι, όπου τόσες μοναχικές νύχτες, την είχε παρακολουθήσει μυστικά, να γυμνώνει τα πόδια της, για να τα πλύνει στο φώς του φεγγαριού.
Τράβηξε νερό με το μαγγάνι και ανασήκωσε τη φούστα της ως απάνω από τα γόνατα.
Η φωτεινότητα της σάρκας της συναγωνίζονταν τις χλωμές ανταύγειες των αστεριών.
Όταν πια τελείωσε αυτό το τελετουργικό λουτρό, άφησε πάλιν τη μακριά φούστα να της σκεπάσει τα πόδια.
Δεν σήκωσε όμως το βλέμμα της να τον κοιτάξει.
Πέρασε μόνον πλάι του, ψιθυρίζοντας του μια κατακόκκινη ευχή – σαν τα μάγουλα της, που εξαιτίας της αιδούς, είχανε λάβει το κόκκινο χρώμα της αυγής.
- Χριστός ανέστη, Αλέξανδρε
- Αληθώς ανέστη, Ευρυδίκη…
Κλείσανε κι οι δυο τις πόρτες στα καμαράκια τους κι αφέθηκαν να τους αναλάβει ο μεγάλος ξεναγός των ονείρων…
Λευτέρης Πανούσης
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωσις 1.
Ο ναός του Αγίου Ελισσαιου στην Πλάκα αποτελεί ζωντανό [ακόμα] κομμάτι της ιστορίας των Αθηνων.
Βρίσκεται στην οδό Αρεως 14, στο ρημαγμενο αρχοντικο Λογοθετη. Καποτε ιερουργουσε εκει ο αγιος Νικολαος Πλανας, με δεξιον ψαλτη τον Παπαδιαμαντη και αριστερον τον Αλεξανδρο Μωραϊτίδη.
Λειτουργουνταν τακτικα στο ναϋδριο, ο Ζαχαριας Παπαντωνίου, ο Παύλος Νιρβάνας και άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες και διανοούμενοι της εποχής.
Οι αγρύπνιες του Αγιου Ελισσαίου ήσαν γνωστές στους πιστούς των Αθηνών, για τις εξαίρετες ψαλμωδιες, που γινονταν με το αυστηρο τυπικο της Ορθοδοξης εκκλησιας, απαλλαγμενες απο καθε δυτικη επιρροη...
Σημείωσις 2
Το άδικο προσωνύμιο "κολλυβάδες" δόθηκε από τους θρησκευτικούς αντιπάλους τους, στους οπαδούς των σπουδαίων μεταρρυθμιστών της ορθοδοξίας του 18ου αιώνα όπως ο Νικόδημος ο αγιορείτης, που εξέφρασαν τη μεταρρύθμιση τους κυρίως μέσω της περίφημης φιλοκαλίας.
Κολλυβάδες τους ονόμασαν επειδή είχαν αρνηθεί να γινονται μνημοσυνα την Κυριακη, διατηρωντας το παραδοσιακο ορθοδοξο τυπικο, της τελεσης των μνημοσυνων ημερα Σαββατου.
Ωστοσο το εργο τους ηταν σημαντικο και η Φιλοκαλια ακομα διαβαζεται απο τον χριστιανικο κοσμο, ολων των δογματων.
Τοσο ο Παπαδιαμαντης, οσο και ο πατερας Νικολαος Πλανας, που λειτουργουσε τοτε τον άγιο Ελισσαιο ανηκαν σ' αυτη την κινηση των μεταρρυθμιστων, που ηθελαν να απαλλαξουν την ορθοδοξια απο οποιαδηποτε επιρροη ξενοφερτων, κυριως δυτικών, στοιχείων...
http://panusis.blogspot.com/2021/02/blog-post_14.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου