Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕΝ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Γράφει ο Νίκος Ματθαίου, 


Ελάχιστα ζητήματα αποτυπώνουν τόσο καθαρά την αντίθεση ανάμεσα στην στοχευμένη κρατική στρατηγική του χθες και στην χαοτική, αποσπασματική πολιτική του σήμερα, όσο το αγροτικό. Εκεί όπου άλλοτε εφαρμόστηκε μία κεντρικά οργανωμένη αλλά αναπτυξιακή πολιτική που κυριολεκτικά ανέστησε μία κατεστραμμένη ύπαιθρο, οι σημερινοί διαχειριστικές – και, φυσικά, όλοι των τελευταίων δεκαετιών – επέλεξαν να μετατρέψουν τον αγροτικό τομέα σε ένα μελανό σημείο που διαρκώς σπρώχνουν «κάτω από το χαλί». Συνεχής εγκατάλειψη, μηδενικός σχεδιασμός, πρόχειρα επιδόματα και μία συνολική πορεία που οδήγησε στην αποδυνάμωση των παραγωγών και στην εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές. 


Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να θωρακίσει τον πρωτογενή τομέα, έχει οδηγήσει τους αγρότες σε μία πρωτοφανή κατάσταση οικονομικής ασφυξίας. Το κόστος παραγωγής εκτινάχθηκε χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντιστάθμιση, τα καύσιμα, λιπάσματα και ζωοτροφές αυξήθηκαν έως και 40% μέσα σε 2 χρόνια, ενώ οι επιδοτήσεις καταβάλλονται με καθυστερήσεις που αποσταθεροποιούν πλήρως την παραγωγή. Η κυβέρνηση επέτρεψε την πλήρη εξάρτηση από τις εισαγωγές, καταρρακώνοντας την εγχώρια αγορά και αφήνοντας τις τιμές παραγωγού να συμπιεστούν σε επίπεδα που δεν καλύπτουν ούτε τα βασικά. Ταυτόχρονα, οι περιβόητες εξαγγελίες περί «πράσινης μετάβασης» χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για να φορτωθούν στους αγρότες νέα κόστη και κανονισμοί, χωρίς καμμία πραγματική υποστήριξη ή υποδομή. Το αποτέλεσμα είναι ένας πρωτογενής τομέας αποδυναμωμένος, χωρίς στρατηγική, όπου οι παραγωγοί νοιώθουν εγκαταλελειμμένοι από ένα κράτος που φαίνεται να αδιαφορεί για την ίδια του την αυτάρκεια.


Χαρακτηριστικότερο όλων, η κυβέρνηση δεν έλαβε απολύτως κανένα προληπτικό μέτρο για την ευλογιά των αιγοπροβάτων, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και των περιφερειακών κτηνιατρικών υπηρεσιών από τις αρχές του 2024, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι η πρώτη οργανωμένη ζώνη επιτήρησης δημιουργήθηκε μόλις αφότου είχαν ήδη χαθεί χιλιάδες ζώα και είχαν επιβεβαιωθεί δεκάδες εστίες στο Ανατολικό Αιγαίο. 


Πρέπει, φυσικά, να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και να μην αποποιούμε πάσα ευθύνη από τους ίδιους τους αγρότες – δεν είναι όλοι ούτε αδιάφθοροι, ούτε ανεύθυνοι. Η αλήθεια είναι πως επί δεκαετίες, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ελλάδα μετατράπηκαν σε μηχανισμούς πελατειακής διαχείρισης και συχνά διαφθοράς – με υποχρεωτική συμμετοχή σε κομματικά δίκτυα, διασυνδέσεις με κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις και επιβεβαιωμένα σκάνδαλα καταχρήσεων. Ο αγροτικός πολιτισμός, η παραγωγή, ακόμη και η εμπιστοσύνη στις συλλογικές δομές έχουν φθαρεί – στην θέση τους ανέτειλε ο ανδρεϊκός Νεοέλληνας, που επιβιώνει από ανεπαρκείς επιδοτήσεις, γραφειοκρατία και κατακερματισμένες υποδομές. 





Για να γίνει αντιληπτή η έκταση της σημερινής παρακμής, επιστρέφουμε στην περίοδο που την χώρα διακυβερνούσε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και εξετάζουμε ποια κατάσταση παρέλαβαν και τι παρέδωσαν. 

 

Η μετάβαση από αγροτική σε βιομηχανική οικονομία ήταν ένας κύριος στόχος των Κυβερνήσεων Παπαδοπούλου. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε εγκατάλειψη των ήδη δεινοπαθούντων αγροτών, οι οποίοι μετά βίας επιβίωναν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. 


Η εικόνα αυτή δεν ήταν απλώς κοινωνική, αλλά βαθιά οικονομική. Από το 1945 έως το 1967, η αγροτική παραγωγή κυμαινόταν σε επίπεδα που μετά βίας επαρκούσαν για την εσωτερική αγορά, ενώ η χώρα είχε ήδη αρχίσει να εξαρτάται από εισαγωγές βασικών προϊόντων. Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις ακολούθησαν κατά κανόνα αποσπασματικά μέτρα επιβίωσης, αντι για στρατηγική ανασυγκρότησης.


Η απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές σχεδόν κατέστρεψε την ύπαιθρο και όλες οι αγροτικές οικογένειες είχαν αναγκασθεί να λάβουν υπέρογκα δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα για να διασωθούν. Το πρόβλημα έγινε ακόμη πιο έντονο λόγο της ανεξέλεγκτης πιστωτικής πολιτικής της εποχής: δάνεια με υψηλά επιτόκια, ελάχιστη περίοδος χάριτος και μία κρατική μηχανή ανίκανη να παρακολουθήσει την πραγματική οικονομική κατάσταση των αγροτών. Το χρέος διογκώθηκε όχι μονάχα εξαιτίας της φτώχειας, αλλά και λόγω της άνισης «ανάπτυξης» της δεκαετίας του ’50 και των κακοσχεδιασμένων αποφάσεων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων.


Κατά την δεκαετία του '60, το αγροτικό εισόδημα δεν ηδύνατο να καλύψει το αγροτικό χρέος. Στο προσκήνιο εισήλθαν οπορτουνιστές που αγόρασαν αγροτικά προϊόντα σε πολύ κάτω του κόστους τιμές και η – αγροτική, ως επί το πλείστον – ελληνική οικονομία διολίσθαινε σε βαθιά κρίση, την οποία βίωσε με ιδιαίτερη δριμύτητα την περίοδο 1964-1967, εν μέρει – αλλά όχι μόνο – λόγω του αγροτικού προβλήματος. 


Η απόπειρα της Κυβερνήσεως Παπανδρέου να ρυθμίσει το αγροτικό χρέος ήταν βεβιασμένη και ανοργάνωτη. Η αντιμετώπιση του προβλήματος από την Ένωση Κέντρου ήταν κυρίως επικοινωνιακή, καθώς η περιβόητη «ρύθμιση χρεών» του 1964 ανακοινώθηκε χωρίς σαφή χρηματοδότηση, χωρίς μηχανισμό ελέγχου και χωρίς πρόβλεψη για το τι θα γίνει με τους υπερχρεωμένους παραγωγούς. Το αποτέλεσμα ήταν μία τρύπα στο νερό, που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τον πρωτογενή τομέα. 


Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προέβη στην ανακοίνωση ενός αιφνιδιαστικού μέτρου: στις 30 Μαρτίου 1968, ανακοίνωσε την διαγραφή των αγροτικών χρεών. Η ενέργεια κυρώθηκε με τον Α.Ν. 454/1968 (ΦΕΚ 136) και προέβλεπε διαγραφή: 


- Όλων των οφειλών από το 1945 έως το 1962, καθώς και όλων των χρεών που είχαν ρυθμιστεί από το 1964 κι έπειτα. 

- Όλων των βραχυπροθέσμων και μεσοπροθέσμων δανείων για αγροτικές εργασίες. 

- Όλων των οφειλών από δάνεια που είχαν λάβει οι πληγέντες από την κομμουνιστική εξέγερση. 

- Όλων των οφειλών από δάνεια των επαναπατρισθέντων από το Ανατολικό Μπλοκ. 

- Όλων των χρεών των αγροτικών συνεταιρισμών μέχρι 21/4/1967, συμπεριλαμβανομένων όλων όσων είχαν ρυθμιστεί από το 1965 κι έπειτα και όλων των ληξιπροθέσμων δόσεων μέχρι 30/3/1968. 


Ως ανώτατο όριο θεσπίσθηκαν οι 100.000, καθώς το μέτρο δεν προέβλεπε την βοήθεια των μεγαλογαιοκτημόνων, αλλά στα τεράστια μικρομεσαία αγροτικά στρώματα. Συνολικά, χαρίσθηκαν 7.764.650.000 δρχ. (7.480.000.000 σε αγρότες και 384.000.000 σε συνεταιρισμούς). Χάρις σε αυτό το μέτρο, σχεδόν 650.000 αγροτικές οικογένειες σώθηκαν από την πτώχευση. 

Όμως, το μέτρο αυτό είχε και συνέχεια ως προς την επιδραστικότητά του. Συνέβαλε στην αύξηση της αγροτικής αγοραστικής δύναμης, που κατά συνέπεια αύξησε την παραγωγικότητα των καλλιεργειών, περιόρισε τις μεταναστευτικές ροές προς τα αστικά κέντρα και οδήγησε στην άνθηση της ελληνικής υπαίθρου. 


Τα αποτελέσματα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα εάν συγκριθούν με την σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα, οι Έλληνες αγρότες καταγράφουν από τα χαμηλότερα καθαρά εισοδήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χιλιάδες κτήματα μένουν ακαλλιέργητα, η χώρα εισάγει πλέον πάνω από το 60% των οσπρίων και το 50% του χοιρινού που καταναλώνει, ενώ το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί λόγω της ανηλεούς φορολογίας. Η σημερινή κυβέρνηση – όπως και οι προηγούμενες – απέτυχε να διαμορφώσει ένα σταθερό μοντέλο στήριξης, αφήνοντας τον αγροτικό κόσμο να συρρικνώνεται.


Ο Παπαδόπουλος, όμως, εκ φύσεως μεταρρυθμιστής, προέβη και στην αναδιάρθρωση των σχέσεων κράτους – αγροτών. Το προηγούμενο σύστημα, όπου το κράτος καθόριζε «τιμές ασφαλείας» και συγκέντρωνε τα αγροτικά προϊόντα, ήταν περίπλοκο και δεν βοηθούσε στην ανάπτυξη. Αντ' αυτού, θεσπίστηκε ένα νέο, πιο σύγχρονο μοντέλο: το κράτος έδινε άμεσες οικονομικές ενισχύσεις στους αγρότες και ταυτόχρονα παρενέβαινε στην αγορά όταν χρειαζόταν, ώστε να στηρίζει τις τιμές βασικών εξαγώγιμων προϊόντων. 


Με αυτές τις αλλαγές, το αγροτικό εισόδημα βελτιώθηκε ουσιαστικά, ενώ οι αγρότες απέκτησαν κίνητρα να στραφούν σε πιο δυναμικές και αποδοτικές καλλιέργειες. Επιπλέον, το Ν.Δ. 370/1973 εισήγαγε και τον θεσμό της τυποποιήσεως των αγροτικών προϊόντων. Καθιερώθηκαν συγκεκριμένοι κανόνες για το πώς πρέπει να είναι ένα προϊόν (μέγεθος, καθαρότητα, ποιότητα κλπ.) και θεσπίστηκε η ενιαία και προκαθορισμένη συσκευασία των προϊόντων, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής – και κυρίως ο ξένος αγοραστής – να γνωρίζει ακριβώς τι αγοράζει και ότι πληροί συγκεκριμένα ποιοτικά στάνταρ. 


Οι δείκτες της αγροτικής αναπτύξεως λένε όλη την αλήθεια: 


- Την περίοδο 1961-1966, η Αγροτική Τράπεζα χρηματοδότησε δάνεια ύψους 44.953.000.000 δρχ. Την περίοδο 1967-1972, το ποσό αυτό υπερδιπλασιάσθηκε, φτάνοντας τις 98.844.000.000 δρχ. 

- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου γεωργικού κεφαλαίου επίσης διπλασιάσθηκαν, έναντι μάλιστα ολόκληρης της 14ετίας 1953-1966. Οι δημόσιες επενδύσεις ειδικά, από 1.550.000.000 δρχ. το 1967, έφθασαν τις 4.034.000.000 δρχ. το 1972. 


Οι ακαθάριστες επενδύσεις γενικότερα στον πρωτογενή τομέα καθ' όλη την μεταπολεμική ελληνική ιστορία έχουν ως εξής: 


- 1953-1963: 3.214.500.000 δρχ.

- 1964-1966: 5.771.300.000 δρχ. 

- 1967-1973: 7.848.600.000 δρχ. 

- 1975-1981: 7.218.000.000 δρχ. 

- 1982-1989: 5.467.400.000 δρχ. 


Και στην αγροτική πολιτική, όπως και σε κάθε άλλη οικονομική στατιστική, οι Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου επιδεικνύουν τις καλύτερες επιδόσεις. Η ετήσια αύξηση της αγροτικής παραγωγής έφτασε από 3,4% το 1966, σε 9,1% το 1970. Παράλληλα, εκτοξεύτηκε και η αγροτική αποταμίευση: οι καταθέσεις στην Αγροτική Τράπεζα από 3.200.083.000 δρχ. το 1967, έφτασαν τις 6.426.374.000 δρχ. το 1972. Ενώ το αγροτικό εισόδημα είχε μέσο ετήσιο ρυθμό αυξήσεως 10%, αριθμό πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. 


Όλα αυτά, οδήγησαν την Υποεπιτροπή Γεωργικής Πολιτικής του ΟΟΣΑ να παραχωρήσει επαίνους στις Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου για την αγροτική πολιτική τους.


Αντιθέτως, από την δεκαετία του ’80 έως σήμερα, ο πρωτογενής τομέας υπήρξε θύμα εναλλασσόμενων λανθασμένων πολιτικών: από τις πελατειακές επιδοτήσεις του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, μέχρι τα αποτυχημένα κακέκτυπα μεταρρυθμίσεως του Σημίτη, τις χαμένες ευκαιρίες της περιόδου Σαμαρά και την πλήρη απουσία στρατηγικής της τελευταίας δεκαετίας. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, μάλιστα, έχει επιδεινώσει όλες τις παθογένειες: αφορολόγητο που συρρικνώνεται, κόστος παραγωγής που εκτοξεύεται, μηδενική προστασία εγχώριας παραγωγής και παντελή έλλειψη σχεδίου αυτάρκειας.


Η σύγκριση του τότε με το τώρα δεν έχει μονάχα ιστορική σημασία. Εξυπηρετεί το να αναδειχθεί μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: επί Παπαδόπουλου εφαρμόστηκε μία σαφής, μετρήσιμη και αποτελεσματική στρατηγική που έσωσε την ελληνική ύπαιθρο – σήμερα, εφαρμόζεται ένα άναρχο μείγμα μέτρων που οδηγεί στην μαρασμό. 


Σε εκείνη την άλλη Ελλάδα, ο αγρότης θεωρείτο θεμέλιο της οικονομίας. Στην Ελλάδα του ’74 και του σήμερα, ο αγρότης αντιμετωπίζεται ως βάρος. Κι αν θέλουμε πραγματικά να μιλάνε για ανάπτυξη, αυτοδυναμία και εθνική στρατηγική, τότε το αγροτικό δεν μπορεί να είναι μία μόνιμη τροχοπέδη για κάθε κυβέρνηση, αλλά πυλώνας πολιτικής – ακριβώς όπως υπήρξε τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου