Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Κατά τήν διάρκεια τῶν 1129 ἐτῶν βίου τοῦ Κράτους πού συμβατικά ἀποκαλοῦμε «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία», οἱ «Βυζαντινοί» οὐδέποτε αὐτοπροσδιορίσθηκαν ἔτσι. Ὁ ὅρος ἴσχυε μόνο γιά τούς κατοίκους τῆς Πρωτεύουσας (Βασιλεύουσας) πού ἱδρύθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «Κατ’ αὐτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντίων πόλις ἦτο ἡ Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δέ ὁ κάτοικος αὐτῆς».[1]
Ἀπό τούς Λατίνους Romani στούς Ἕλληνες “Ρωμαίους”
Ὅταν τό ἔτος 212, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Καρακάλας ἀπένειμε μέ νόμο τήν ἰδιότητα τοῦ “Ρωμαίου πολίτου” σέ ὅλους τούς ἐλευθέρους ὑπηκόους τῆς Αὐτοκρατορίας ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καταγωγῆς, ὁ ὅρος “Ρωμαῖος” ἔπαυσε νά ἀποτελῆ ἐθνικό αὐτόπροσδιορισμό του λαοῦ ἀπό τό Λάτιον πού εἶχε ἕδρα τήν Ρώμη. “Ρωμαίοι” πλέον ὀνομάσθηκαν ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι κάτοικοι τῆς Αὐτοκρατορίας, εἴτε ἦσαν Λατίνοι, εἴτε Ἕλληνες, Γαλάτες, Αἰγύπτιοι, Σύριοι κ.ο.κ. Ὁ ὅρος ἀπεθνικοποιήθηκε καί ἔλαβε πολιτική σημασία. Παράλληλα, ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα ἤδη ἀπώλεσε παντελῶς τό ἐθνικό νόημά του καί ἄρχισε νά προσλαμβάνη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδωλολάτρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας καί νά «διαγράφεται σιγά - σιγά ἀπό τά πάτρια καί τίς μνῆμες» .[2]
Μέ τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως - «Νέας Ρώμης» στό ἑλληνικό Βυζάντιο τό 324, τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας διαχωρίσθηκε διοικητικά ἀπό τό δυτικό. Ἡ ἐπικράτειά του ταυτίσθηκε μέ τήν Αὐτοκρατορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά βασίλεια τῶν ἐπιγόνων του. Δηλαδή μέ τόν Ἑλληνιστικό Κόσμο. Τόν 5ο αἰώνα ἐπῆλθε ἡ κατάλυσις τῆς Ρώμης καί τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά γερμανικά φύλα.
Ἔκτοτε τό ἀνατολικό τμῆμα ἔμεινε ἡ μόνη “Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία” καί οἱ Ἕλληνες ἤ ἐξελληνισμένοι ὑπήκοοί του, οἱ μόνοι «Ρωμαῖοι». Ὅπως τό διετύπωσε ὁ Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος, ἐπρόκειτο γιά αὐτοκρατορία «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή, ὕστατη κατάληξη τόσο τῆς ἑλληνικῆς ὅσο καί τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας…».[3]
Παρά τόν ὁλοκληρωτικό ἐξελληνισμό τοῦ Κράτους οἱ Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες παρέμειναν πεισματικά προσκολημένοι στήν διατήρησι τοῦ “ρωμαϊκοῦ κεκτημένου”. Ὁ Ἡράκλειος καί οἱ διάδοχοί του ὑπέγραφαν σέ ἄπταιστα ἑλληνικά «Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Καί γιά τήν κρατική ἐπικράτεια ἐπικράτησε ὁ ἐξελληνισμένος ὅρος «Ρωμανία» ἀπό τό ἀρχικό λατινικό «Romania».
Καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ Nikolae Iorga «ἐκείνη τήν ἐποχή γεννήθηκε τό ἑλληνικό κράτος, διότι οἱ ρωμαϊκές ἀναμνήσεις ὁλοένα καί χάνονταν καί ἀπέμενε μόνο τό ὄνομα ὡς εἰρωνεία».[4] Ἐπεξηγεῖ ὁ Διον. Ζακυθηνός: «Σύμφωνα πρός τήν θεμελιώδη περί κράτους καί οἰκουμένης θεωρίαν των, οἱ Βυζαντινοί ὑπελάμβανον ἐαυτούς διαδόχους ἀμέσους τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καί συνεχιστᾶς τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως».[5]
Ἡ “ὡραία ἐκδίκηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στόν Ρωμαῖο κατακτητή”
Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου τοῦ Βασιλέως «τῶν Ρωμαίων», ἀπηχοῦσε τήν κεντρική κρατική ἰδεολογία τοῦ νομίμου κληρονόμου τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκουμενικῆς ἰδέας πού μεταβιβάσθηκε ἀπό τήν Ρώμη στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο.
Ἐπρόκειτο βέβαια γιά ξεκάθαρα πολιτικό καί ὄχι ἐθνικό προσδιορισμό, ἀφοῦ καί κατά τόν H. G. Wells: «Τό κράτος αὐτό ἦταν ἑλληνικό καί ὄχι λατινικό. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἔλθει καί εἶχαν παρέλθει».[6] Κατά τήν ἐπιτυχή λοιπόν διατύπωσι τοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Καραγιαννόπουλου τό Κράτος αὐτό «ἀποτελεῖ τήν ὡραία ἐκδίκηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στόν Ρωμαῖο κατακτητή: Graecia capta, ferum victorem cepit.[7] Τά λόγια τοῦ ποιητῆ εἶναι σωστά, κυριολεκτοῦν ὅμως κυρίως γιά τό Βυζάντιο».[8]
Κατά τόν Veyne οἱ Ἕλληνες οἰκειοποιήθηκαν τό ὄνομα «Ρωμαῖος» ὅταν ἡ Αὐτοκρατορία ἐξελληνίσθηκε πολιτιστικά καί πολιτικά.[9] Ὅπως προσπάθησαν νά τό οἰκειοποιηθοῦν οἱ Φράγκοι τοῦ Καρόλου Α’ (800) καί τοῦ Ὄθωνος Α’ (962) πού στέφθηκαν «Imperatores Romanorum» (Αὐτοκράτoρες Ρωμαίων) καί ὁ δεύτερος ἵδρυσε τήν «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία». Ἀκόμη καί οἱ Βούλγαροι τοῦ Συμεών[10] ἤ οἱ Σελτζούκοι[11] τό σφετερίσθηκαν.
Ὅσο Ρωμαῖοι ἦσαν οἱ Γερμανοί Καρολίδες καί Ὀθωνίδες τῆς “Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας”, ἄλλο τόσο ἦσαν οἱ Ἕλληνες τῆς “Βυζαντινῆς” Αὐτοκρατορίας. Γι΄αὐτό ἀπό τό ἔτος 812 ὁ τίτλος «Βασιλεύς τῶν Ρωμαίων» ἀπό περιστασιακός, γίνεται μόνιμος καί συστηματικός, ὥστε νά διακρίνη τούς βυζαντινούς Αὐτοκράτορες ἀπό τούς “σφετεριστές” Φράγκους ἡγεμόνες τῆς Δύσεως. Μάλιστα, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου: «Τήν ἀντιπαράθεσιν τῶν ὅρων Ἕλληνες - βάρβαροι, συμβολίζουσαν εἰς τόν ἀρχαῖον ἑλληνικόν κόσμον τήν ἀντίθεσιν πολιτισμοῦ καί ἀπαιδευσίας ἐν εὐρείᾳ ἐννοία, διεδέχθη εἰς τόν βυζαντινόν κόσμον ἡ ἀντίθεσις Ρωμαῖοι - βάρβαροι».[12]
Ρωμαϊκή κατ’ ὄνομα, Ἑλληνική κατ’ οὐσίαν
Ὁ αὐτοπροσδιορισμός λοιπόν τῶν βυζαντινῶν ὡς «Ρωμαίων» δέν ἦταν ἐθνικός ἀλλά ἰδεολογικοπολιτικός. Αὐτό ἀδυνατεῖ νά ἀντιληφθῆ ὁ A. Kaldellis, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ τό Βυζάντιο, «ἔθνος - κράτος τῶν Ρωμαίων»[13], γεγονός πού, κατά τήν καθηγήτρια Averil Cameron: «ὑποστηρίζει ἐριστικά ἀλλά ὄχι καί πειστικά» καί τοῦ ἁπαντά ἡ ἴδια ὅτι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός «θά ἐξέπληττε τούς ἴδιους τούς Βυζαντινούς».[14]
Παρατηρεῖ ὁ Georg Ostrogorsky: «Ὅσο καί ἄν τό Βυζάντιο γαντζωνόταν στήν ρωμαϊκή κληρονομιά γιά λόγους ἰδεολογικούς ἀλλά καί ἰμπεριαλιστικούς, δέν παύει ν’ ἀπομακρύνεται ὁλοένα στό κύλισμα τῶν αἰώνων ἀπό τίς ἀρχικές ρωμαϊκές τοῦ βάσεις, ἐνῶ ὁ ἐξελληνισμός του στήν κουλτούρα καί στή γλῶσσα συνεχίζεται θριαμβευτικά».[15]
Ὅπως μάλιστα προσθέτει ἡ Averil Cameron, παρότι οἱ βυζαντινοί «συνέχισαν νά αὐτοαποκαλούνται Ρωμαίοι… ἡ πλειονότητά τους ἦταν Ἕλληνες καί ἡ ἄκρως ἐκλεπτυσμένη γλῶσσα τῆς λογοτεχνίας καί τῆς διοίκησής τους ἦταν τά ἑλληνικά… Τό ἐκπαιδευτικό τους σύστημα βασιζόταν σχεδόν ἀποκλειστικά σέ ἑλληνικά πρότυπα».[16]
Τό ἴδιο ἐπισημειώνει ὁ Sylvain Gouguenheim γράφοντας ὅτι: «ἡ ὀνομασία “Ρωμαίοι” παραπέμπει σέ ἕνα πολιτικό πρόγραμμα καί σέ μία πολιτική κληρονομιά, πού υἱοθέτησαν οἱ ἡγέτες μίας αὐτοκρατορίας πού εἶχε καταστεῖ ἑλληνική λόγω γλώσσας καί κουλτούρας».[17]
Ἔτσι, κατά τόν Edwin Pears ἐνῶ ἡ Αὐτοκρατορία παρέμενε «Ρωμαϊκή κατ’ ὄνομα», δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθῆ «σέ πόσο μεγάλο βαθμό ἡ Νέα Ρώμη καί τά ἐδάφη τῆς εἶχαν ἐξελληνιστεῖ». Καί συνεχίζει: «Ὡς ἐκ τούτου, δέν εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι γιά τή Δύση στή διάρκεια ὀλόκληρου τοῦ Μεσαίωνα ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἡ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία, ὅπως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία».[18]
Ἡ ἐθνολογική ἐξέλιξις τοῦ ὅρου “Γραικός” (4ος - 9ος αιώνας)
Ἡ ὀνομασία «Γραικός» θεωρεῖται ἀρχαιότερη τοῦ «Ἕλληνος» καί ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ὅτι τά πανάρχαια χρόνια τήν Ἑλλάδα κατοικοῦσαν «οἱ καλούμενοι τότε μέν Γραικοί νῦν δ’ Ἕλληνες».[33]
Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν τούς Ἕλληνες ὡς «Graeci» -λατινική ἐκδοχή τοῦ «Γραικοί»- ὀνομασία πού ἐπικράτησε στήν Δύσι μέχρι σήμερα. (Ἀπό αὐτήν προέρχεται καί τό σημερινό ἀγγλικό «Greeks», τό γαλλικό «Greks» κ.λπ. πού κατά λέξι σημαίνουν «Γραικοί» καί κατ’ οὐσίαν «Ἕλληνες»).
Ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Ἠσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα τό ὄνομα “Γραικός” παρέμενε ταυτόσημο μέ τό ὄνομα “Ἕλλην”.[34]
Καί ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἔγινε συνώνυμος τοῦ «εἰδωλολάτρη» ἀντικαταστάθηκε στήν ἐθνολογική σημασία του ἀπό τόν ὅρο «Γραικός». Ὅταν ὁ Πρίσκος ρωτᾶ κάποιον ἀπό τό περιβάλλον τοῦ Ἀττίλα πῶς μιλᾶ «τήν Ἑλλήνων φωνήν», τότε «γελάσας ἔφη Γραικός μέν εἶναι τό γένος».
Τόν 8ο αἰώνα, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις τῆς θυγατρός τοῦ Καρλομάγνου νά παντρευθῆ τόν Κωνσταντῖνο ΣΤ’, ἦταν -κατά τόν Θεοφάνη- νά διδαχθῆ τά «τῶν Γραικῶν γράμματα καί τήν γλῶσσαν».[35]
Οἱ ἀναφορές τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, τοῦ Προκοπίου, τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, τοῦ Λέοντος Χοιροσφάκτου, τοῦ Γεωργίου Κεδρηνοῦ κ.ἄ. ἐπιβεβαιώνουν τόν Ν. Σβορῶνο πού γράφει ὅτι οἱ βυζαντινοί «χρησιμοποιοῦν ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα τόν ὅρο Γραικός, παλαιό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, ὅταν θέλουν νά δηλώσουν τήν ἑλληνική τους ἐθνότητα καί νά διακριθοῦν ἀπό τούς μή ἑλληνικούς πληθυσμούς τῆς Αὐτοκρατορίας».[36] Καί ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ὅταν ἔπρεπε νά γίνη ἀκριβεστέρα διάκρισις μεταξύ Ἑλλήνων καί ἄλλων πολιτῶν Ρωμαίων, ἐχρησιμοποιεῖτο τό παλαιόν ὄνομα Γραικός».[37]
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα ὡστόσο, ὁ ὅρος «Γραικός» ἀρχίζει νά περιπίπτει σέ ἀχρηστία, ὡς ἀντίδρασι ἀπέναντι στούς δυτικούς πού ἀπόκαλούσαν ἔτσι τούς βυζαντινούς.[38] Ἐνδεικτική ἡ ὀργή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ὅταν ὁ πάπας τόν ἀποκάλεσε «Graecorum Imperatorem» (968). Τοῦτο δέν ὀφειλόταν σέ ἄρνησι τῆς ἐθνικότητός του, ἀλλά στήν πολιτική καπήλευσι τοῦ ρωμαϊκοῦ τίτλου ἀπό τόν Όθωνα Α’.
Ἡ Αὐτοκρατορία κατά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου Β΄τό 1025
Πῶς χαρακτήριζε ἐθνολογικά ὁ τότε γνωστός κόσμος τούς “βυζαντινούς”
Σύσσωμος πάντως, ὁ τότε γνωστός κόσμος χαρακτήριζε τούς βυζαντινούς ἀποκλειστικά μέ ἑλληνικά ἐθνικά ὀνόματα:
- Λατινογερμανοί: Ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα ὁ Παύλος ὁ Διάκονος ἀποκαλεῖ τόν Μαυρίκιο «primus ex Grecorum genere in imperio confirmatus est»[39] Ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς τοῦ ποιήματος «De mutata Romae fortuna» (9ος αἰ.) τούς ἀναφέρει ὡς «Graecos» καί τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «rura Pelasga colunt», («γῆ τῶν Πελασγῶν»).[40] Τόν 10ο αἰώνα ὁ Λιουτπράνδος τῆς Κρεμώνας γράφει γιά «Imperatores Graecorum» (Ι 6, ΙΙ 26) ἀλλά καί «Regnum Argirorum» (ΙΙΙ 26) (Βασίλειο Ἀργείων). Τόν 11ο αἰώνα ὁ χρονικογράφος Ἀδάμ τῆς Βρέμης ἀποκαλεῖ τό Βυζάντιο «Graecia»[41], τό «Annales Barences» μιλάει γιά «Grecis» καί «Graecorum», ὁ βενεδικτίνος Amatus Casinensis τούς ἀποκαλεῖ «Grex» καί «Greci». Οἱ δυτικοί ἱστοριογράφοι τοῦ 11ου καί 12ου αἰῶνος ἀναφέρονται στήν Θεοφανῶ ὡς «Imperatrix Greca»[42] ἡ ὁποία κατέφθασε ἀπό τήν «Grecia».[43]
- Ἄραβες: Οἱ ἄραβες ἱστορικοί καί γεωγράφοι τοῦ 10ου αἰῶνος Yahya ibn Said al-Antaki («Histoire de Yahya d’ Antioche»), Ibn al-Qalanisi («Χρονικό τῆς Δαμασκοῦ»), Al-Maqdisi «The Best of Classification for the Knowledge of Regions»), ἀλλά καί τῶν 11ου - 13ου αἰῶνος, ὅπως Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί AbulFeda («History of Humanity»), θεωροῦν τούς βυζαντινούς καί τήν χώρα «Rum» (Ρωμιοί) ἀλλά κυρίαρχο εἶναι καί τό ὄνομα «Yunani - Yunanistan» (Ἴωνες - Ἰωνία).
- Ἀρμένιοι καί Σύριοι: Οἱ Ἀρμένιοι ἱστορικοί τοῦ 11ου αἰῶνος Στέφανος ὁ Ταρωνίτης («Histoire Universelle») καί Aristagues de Lasdiverd μιλοῦν γιά ἑλληνική αὐτοκρατορία καί βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Σύριοι χρονικογράφοι Μιχαήλ Α’ Ἀντιοχείας καί Ματθαῖος Ἐδέσσης γράφουν γιά «ἑλληνική περιοχή» καί «χώρα τῶν Ἑλλήνων».
Σλαῦοι καί Ρῶσσοι: Τό σλαυϊκό «Νεστοριανό Χρονικό» ἀπόκαλεῖ τους βυζαντινούς «Greki» καί ὁ δαλματός ἱστορικός Johannes Lucius ἀναφέρεται στούς «Graecos Imperatores».[44] Ὁ Stever Runciman θά γράψη χαρακτηριστικά: «Οἱ Σλαῦοι συγγραφεῖς μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἐπειδή ἦταν κυρίως ἑλληνική»[45] Οἱ Ρῶσοι ἀποκαλοῦσαν τούς βυζαντινούς «Gretchniki».[46]
Νορμανδοί - Σκανδιναυοί: Τόν 11ο αἰώνα, ὁ Νορμανδός χρονογράφος Guillelmus Apuliensis ἀποκαλεῖ τούς βυζαντινούς «Graecis» καί «Danais» (Δαναούς!)[47] καί ὁ σκανδιναυός Snorri Sturluson ἀναφέρει τό Βυζάντιο ὡς «Grikkland» («Heimskringla»), ἐνῶ οἱ Σκανδιναυοί ἀποκαλοῦσαν τήν Μεσόγειο «Grikklandssalti» (ἑλληνική θάλασσα).[48] Ὁ σύγχρονος Ornolfur Thorsson ἀποκαλεῖ τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «Greece» («Viking Voyages to the East in Written Accounts»).
Συνεπῶς ὅλος ὁ τότε γνωστός κόσμος ἀποκαλοῦσε τούς βυζαντινούς, τήν χώρα καί τούς βασιλεῖς τους ὄχι μονάχα «Γραικούς», ἀλλά καί «Ἴωνες», «Ἀργείους», «Δαναούς», «Πελασγούς». Τό γεγονός αὐτό ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μερικῶν ὅτι ὁ ὅρος «Γραικός» σήμαινε ἁπλῶς τόν «ἑλληνόφωνο» και αποδεικνύει ότι τούς θεωροῦσαν ξεκάθαρα ἑλληνικῆς καταγωγῆς.
Ἡ σταδιακή ἐπαναφορά τοῦ ὄρου “Ἕλλην” μέ ἐθνολογική σημασία (9ος - 12ος αἰώνας)
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.)
Τον 10ο αἰώνα θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό»[50], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.), μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[51]
Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[52] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)
Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μακεδονικῆς δυναστείας ἀναπτύχθηκε κατά τόν Sylvain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πατριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας»,[53] ἐνῶ ἡ πνευματική ἀνασύνδεσις μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «ἐξοικειώνει τούς λογίους μέ τόν ἑλληνισμό, ἀπόκαθαρμένον ἀπό τήν προκατάληψη τῆς εἰδωλολατρείας» καί ὁδηγεῖ στήν «ἐπαναφορά τῶν ὅρων Ἕλλην, Ἑλληνίς μέ τήν ἐθνολογική τους σημασία».[54] Τό ἴδιο παρατηρεῖ καί ὁ Sylvain Gouguenheim[55]
Οι ρίζες του νεοελληνικού πρωτοεθνικισμού (13ος - 15ος αιώνας)
Σέ ἐπόμενο ἅρθρο μας, θά ἐξετάσουμε τό πῶς, ἀρχικά ἡ πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος καί κυρίως ἡ ἅλωσις τῆς Πόλεως ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, θά σημάνουν πλήρως τήν ἐπαναφορά του ὅρου «Ἕλλην». (Νικήτας Χωνιάτης, Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Ἰωάννης Γ’ Βατάντζης, Πλῆθων Γεμιστός, Λαόνικος Χαλκοκονδύνης, Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος κ.α.)
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι -μετά την Άλωσι της Πόλεως από τους Φράγκους το 1204 - στην Επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ το 1237 ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, παρότι υπογράφει ως «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων…», του γράφει ξεκάθαρα:
«στο δικό μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και με αυτήν ως πηγή παντού ανέβλυσαν σταγόνες (αυθ. κείμενο: “τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει, καί, ὡς ἐκ πηγῆς ταύτης πανταχοῦ ρανίδες ἀνέβλυσαν”)…
….μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας, κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος (σ.σ. των Ελλήνων) η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο… Διότι ποιος απ’ όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;
Σαφώς οι γενάρχες της βασιλείας μου… όλοι από γένη ελληνικά κατάγονται, (αυθ. κείμενο: “ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας”) αυτοί λοιπόν του δικού μου γένους (σ.σ. του ελληνικού), επί εκατοντάδες ετών κατείχαν την αρχή της Κωνσταντινουπόλεως (αυθ. κείμενο: “οὗτοι γοῦν οἱ ἐκ τοῦ ἐμοῦ γένους, εἰς πολλάς ἐτῶν ἐκατοστύας τήν ἀρχή κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως”)…»
Πρόκειται για ύμνο ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησίας που διακηρύττει ότι οι Έλληνες είναι οι νόμιμοι «κληρονόμοι και διάδοχοι» του τίτλου «των Ρωμαίων» που τους κληροδοτήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και έκτοτε επί αιώνες η Κωνσταντινούπολις άρχεται «ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν»!
ΠΗΓΗ: Ε.ΠΟ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου