Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 565 πέθαινε σέ ἡλικία 83 ἐτῶν ὁ Ἰουστινιανός Α’ ὁ ἐπονομασθείς καί Μέγας…
Ἡ ἐξουσία του ἀρχίζει τό 527, ὅταν ὀνομάσθηκε αὔγουστος καί συναυτοκράτωρ ἀπό τόν ὑπέργηρο θείο του Ἰουστῖνο ὁ ὁποίος εἶχε διαδεχθεῖ τόν ἐξαίρετο Αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο Α’ τον Δίκορο, ἕναν καθαρόαιμο Ἕλληνα ἀπό τό Δυρράχιο τῆς Ἠπείρου. Ὁ Vasiliev γράφει: «Ἡ ἐποχή τοῦ Ἀναστασίου ὑπῆρξε πολύ σημαντική γιά τή μεγαλόπνοη πολιτική τοῦ δευτέρου διαδόχου του, Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου».[1] Ὁ Ἰουστινιανός Α’ ἀνέλαβε ἀποκλειστικός Αὐτοκράτωρ τήν 1η Αὐγούστου 527. Καταγόταν ἀπό τό Ταυρίσιο τῆς Δαρδανίας πού ἀνῆκε στήν ὑπαρχία Ἰλλυρικοῦ. Αὐτό προξενεῖ τό σύνηθες λάθος νά χαρακτηρίζεται ἀπό κάποιους ἱστορικούς “Ἰλλυριός”.[2] Γεγονός πού δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, διότι ἡ ἐπαρχία τοῦ Ἰλλυρικοῦ περιελάμβανε ὅλη τήν Ἑλληνική Χερσόνησο μέχρι τήν Παννονία. Οἱ ἱστορικοί τῆς περιόδου ἐκείνης τόν χαρακτηρίζουν Θράκα, γεγονός πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τά ὀνόματα τῆς οἰκογενείας. Στήν ἀξιόλογη μελέτη του, ὁ Ἐμμ. Καρακώστας ἀναφέρει: «αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τό ὄνομα τοῦ πατέρα του Σαββατίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα κατ’ ἐξοχήν θρακικό ὄνομα».[3] Τό ἴδιο ἀναφέρεται καί στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ὅπου θεωροῦνται ὡς «οἰκογένεια ἐκρωμαϊσμένων Θρακῶν χωρικῶν».[4]
Ἡ σύζυγος του Θεοδώρα, ἔγινε ἡ πιό ἐμβληματική Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου καί μία ἀπό τίς διασημότερες γυναῖκες στήν παγκόσμια Ἱστορία. Κόρη τοῦ ἀρκτοτρόφου Ἀκακίου, καταγόταν -κατά τόν Νικηφόρο Κάλλιστο- ἀπό τήν Κύπρο. Εἶχε δύο ἀδελφές μέ τά ἑλληνικότατα ὀνόματα Κομιτῶ καί Ἀναστασία. Παρότι κατά το παρελθόν της ἠθοποιός σέ ἄσεμνες παραστάσεις καί “ἑταίρα”, κατά τόν Vasiliev: «Παρέμεινε πιστή σύζυγος καί ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποθέσεις τοῦ Κράτους, ἐπιδεικνύοντας μία ἐξαιρετική ὀξυδέρκεια καί ἀσκώντας μεγάλη ἐπιρροή σέ ὅλες τίς πράξεις τοῦ Ἰουστινιανοῦ».[5]
Κατά τόν Ἀγαθία, ὁ Ἰουστινιανός ὑπῆρξε «αὐτοκράτωρ ὀνόματί τε καί πράγματι».[6] Καί κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο «ἤξερε νά καθορίζει μεγάλους σκοπούς καί νά ἐπιδιώκει τήν πραγματοποίησή τους μέ σύστημα, ὑπομονή καί ἐπιμονή».[7]
Κοιμόταν ἐλάχιστα -γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε ἀκοίμητος- καί ἐργαζόταν ἀκατάπαυστα. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Ἄμαντος «Ἦτο μεγαλεπήβολος, ὡς φαίνεται ἀπό τά ἀτελεύτητα καί μεγάλα ἔργα του, κτίσματα, πολέμους κ.λπ., ἀλλά καί ματαιόδοξος…».[8] Ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος τόν παραβάλη μέ τόν μετέπειτα βασιλέα τῆς Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΔ’ διότι «ἀμφότεροι ὑπῆρξαν ἐξ’ ἴσου φίλεργοι, ἐξ’ ἴσου καρτερικοί, ἐξ’ ἴσου κενόδοξοι».[9]
Ὁ G. Ostrogorsky γράφει: «Ὁ Ἰουστινιανός ἦταν ὁ τελευταῖος ρωμαῖος αὐτοκράτορας τοῦ βυζαντινοῦ θρόνου».[10] Ἡ τελευταία αὐτή φράσις ἁρμόζει πιστεύουμε ἀπόλυτα στήν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ.
Ὁ Ἰουστινιανός ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος λατινόφωνος Αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου. Ὄχι μόνο στήν γλῶσσα, ἀλλά καί στήν συνείδησι.[11] Τό ὅραμά του ἦταν ἡ ἀναβίωσις τῆς παλαιᾶς λατινικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐπανένωσις τῆς Ρωμαϊκῆς Οἰκουμενης. Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl: «Γεμάτος ἀπό τίς ἀναμνήσεις τοῦ ρωμαϊκοῦ μεγαλείου, ὁ Ἰουστινιανός ὀνειρεύτηκε νά ἀνασυστησει τή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ὅπως ἦταν ἄλλοτε».[12]
Ὅμως, κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «ἠδιαφόρει διά τάς θυσίας εἴτε αὔται συνίσταντο εἰς ἐρήμωσιν χωρῶν, ἀφανισμόν τῶν ἀνθρώπων, οἰκονομικήν ἐξάντλησιν τῶν ὑπηκόων ἤ τόν οἰκονομικόν μαρασμόν τῆς αὐτοκρατορίας». Παράλληλα -ὅπως τονίζει ἡ ἴδια- τό ὅραμα αὐτό δέν ὑπῆρξε προσωπική του προσπάθεια «Οὐδέν πολεμικόν μέτωπον ἐπεσκέφθη, οὐδέ ἠσχολήθη μέ τήν διεξαγωγήν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων».[13]
Πρός στιγμήν τά κατάφερε. Στό τέλος τῆς βασιλείας του, ἡ Ἰταλία, ἡ Σικελία, ἡ Δαλματία, ἡ Σαρδηνία, ἡ νοτιοανανατολική Ἱσπανία, οἱ Βαλεαρίδες νῆσοι καί τμῆμα τῆς βορείου Ἀφρικῆς εἶχαν ἐπανενωθεῖ ὑπό τό σκῆπτρο του. To Ρωμαϊκό Imperium φαινόταν νά ἀναβιώνη, ἀπό τίς Στῆλες τοῦ Ἡρακλέους μέχρι τόν ποταμό Εὐφράτη.
Τό ὅραμά του ὅμως κατέρρευσε λίγα χρόνια μετά τόν θάνατό του. Ἡ ἑλληνιστική Ἀνατολή εἶχε ὁριστικά ἀποκοπεῖ ἀπό τήν λατινική καί ἐκγερμανισμένη Δύσι. Οἱ διαφορές ἦταν φυλετικές, γλωσσικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές καί πολιτικές:
Στήν Ἀνατολή κυριαρχοῦσε ἡ κρατική συνοχή, ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ὁ ἑλληνιστικός πολιτισμός καί τό ἑλληνικό, ἑλληνίζον ἤ ἐξελληνισμένο στοιχεῖο.
Στήν Δύσι κυριαρχοῦσε ἡ κρατική πολύδιασπασις, ἡ λατινική γλῶσσα καί τό βάρβαρο γερμανικό στοιχεῖο. Γι΄αὐτό ὁ Vasiliev χαρακτηρίζει -ἴσως καθ’ ὑπερβολή- τίς ἐκστρατεῖες του «περιττές καί ὀλέθριες»[14], ἐνῶ ὁ Peter Sarris γράφει ὄτι κληροδότησε «μία αὐτοκρατορία πού, ἄν καί ἐκτενέστερη, ἦταν πολύ εὔθραυστη καί δημοσιονομικά ἀσταθής».[15]
Ὁ ἴδιος ὁ Ἰουστινιανός δέν μπόρεσε νά ἁγνοήση τόν ἑλληνικό παράγοντα. Σέ Ἕλληνες στήριξε τό ἀνορθωτικό του ἔργο: Ἕλλην τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ νομοθέτης Τριβωνιανός, Ἕλλην τῆς Καππαδοκίας ὁ Ἰωάννης Καππαδόκης, Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας οἱ ἀρχιτέκτονες Ἀνθέμιος καί Ἰσίδωρος, Ἕλληνας τῆς Θράκης ὁ στρατηγός Βελισσάριος κ.ο.κ. Καί παρά τήν προσκόλλησί του στήν λατινική παράδοσι, στά ἑλληνικά ἀναγκάσθηκε νά ἐκδώση τήν καθημερινή νομοθεσία του (“Νεαρές”).
Ἡ “ἑνωτική” θρησκευτική πολιτική τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καρκινοβατοῦσα ἀνάλογα μέ τίς συνθῆκες μία πρός τήν ὀρθοδοξία καί μία πρός τόν μονοφυσιτισμό, «ἀντί νά φέρει τή συμφιλίωση καί τήν εἰρήνη ὁδήγησε στή διαίρεση τοῦ λαοῦ», κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο.[16] «Ἀσυνεπής, ἀντιφατική καί παραπαίουσα» κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου[17], διεύρυνε τό χάσμα μέ τίς μονοφυσιτικές ἐπαρχίες τῆς Συρίας καί Αἰγύπτου προετοιμάζοντας τήν εὔκολη ἀραβική κατάκτησί τους λίγες δεκαετίες ἀργότερα. Διεύρυνε τό χάσμα καί μέ τήν Δύσι. Ἡ ἀνατολική καί ἡ δυτική Ἐκκλησία εἶχαν ἀκολουθήσει ἐντελῶς διαφορετικούς δρόμους.
Κατηγορήθηκε ὅτι προέβη σέ διώξεις “ἐθνικῶν”. Περισσότερο ὅμως ἐστράφη κατά τῶν Ἰουδαίων, τῶν Μανιχαίων καί τῶν Σαμαρειτῶν. Οι τελευταίοι μάλιστα ἀντέδρασαν στά μέτρα του Ἰουστινιανοῦ μέ ἔνοπλη ἐξέγερσι στήν Παλαιστίνη.
Κατηγορήθηκε ἐπίσης γιά ἀναστολή λειτουργίας τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε παρακμάσει μέ ἀνατολίζοντες διδασκάλους πού δίδασκαν θεουργία, ἀστρολογία καί νεοπλατωνισμό μέ ἀνατολίτικες ἰδέες. Ἐνδεικτικό εἶναι ὅτι οἱ πέντε ἀπό τούς ἑπτά τελευταίους διδασκάλους της δέν ἦσαν Ἕλληνες (Ὁ Σχολάρχης Δαμάσκιος ἦταν Σύριος, ὁ Σιμπλίκιος ἦταν Κίλικας, ὁ Εὐλάμιος ἦταν Φρύγας, ὁ Διογένης ἦταν Φοίνικας καί ὁ Ἰσίδωρος ἦταν Γαζαῖος).
Ἡ ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ θεωρεῖται ἕνα διάλειμμα πού -κατά τόν Charles Diehl- προσπάθησε νά ἐκτρέψη μία ἀναπόφευκτη ἱστορική πορεία «διακόπτωντας τήν φυσική ἐξέλιξη τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας»[18]. Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄποψις τοῦ Ἰω. Καραγιαννοπούλου, ὅτι: «ἡ ἀποκατάσταση τοῦ imperium στή δυτική Μεσόγειο συνεπαγόταν τόσα καί τέτοια ἐμπορικά καί οἰκονομικά πλεονεκτήματα, πού ἦταν τελείως ἀδύνατο νά παραβλέψει ὁποιαδήποτε βυζαντινή κυβέρνηση».[19]
Ἀνεξαρτήτως αὐτῶν, ὀρθῶς ἡ Ἱστορία τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου, διότι -ὅπως γράφει ὁ Ι. Καραγιαννόπουλος- ὑπῆρξε «ὁ δημιουργός του Corpus juris civilis, ὁ ἐμπνευστής τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ ἀναδιοργανωτής τοῦ κράτους, ὁ πολιτικός τῆς Reconquista”».[20]
Κατά τόν Steven Runciman «Ἔκαμε τόν κόσμο πιό ὡραῖο καί τοῦ ἔδωσε τόν πιό ἐξαιρετικό κώδικα νόμων».[21]
Τά ὅσα γράφει ὁ G. Ostrogorsky εἶναι πολύ ἀληθινά:
«Τό προσωπικό μεγαλεῖο τοῦ Ἰουστινιανοῦ φαίνεται καθαρά πρό πάντων στήν εὐρύτητα τῶν πολιτικῶν του ἐπιδιώξεων καί στήν ἐξαιρετικά πολύπλευρη δραστηριότητά του. Οἱ ἀναμφισβήτητα πολλές καί ἐνοχλητικές ἀδυναμίες τοῦ χαρακτήρα του ὠχριοῦν μπροστά στήν καθολικότητα τοῦ μυαλοῦ του.
Εἶναι βέβαια ἀλήθεια ὅτι ὄχι ὁ ἴδιος ἀλλά ὁ Βελισσάριος καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ Ναρσῆς ἡγήθηκαν στούς μεγάλους ἀνακτητικούς πολέμους, ὅτι ὄχι ὁ ἴδιος ἀλλά ὁ Τριβωνιανός ἐπέτυχε τήν μεγάλη κωδικοποίηση τοῦ δικαίου καί ὅτι ὄχι ὁ ἴδιος ἀλλά ὁ ἔπαρχος τῶν πραιτωρίων Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης εἰσήγαγε τά σπουδαῖα διοικητικά μέτρα.
Πλήν ὅμως ὁ Ἰουστινιανός ἦταν ὁ ἐμπνευστής ὅλων αὐτῶν τῶν μεγάλων ἔργων τῆς ἔνδοξης βασιλείας του».[22]
ΠΗΓΗ: Ε.ΠΟ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου