Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017



Γιατί το γαλλικό σχέδιο για το χρέος δεν είναι λύση


Του Βασίλη Γεώργα
Η γαλλική πρόταση για το χρέος που επιχειρεί να συνδέσει την εξόφληση τοκοχρεολυσίων με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι αυτή τη στιγμή μια από τις επικρατέστερες να προσφέρει τη «διέξοδο» που επιδιώκουν όλες οι πλευρές για να ολοκληρωθεί η συμφωνία με την Ελλάδα.
Ακούγεται δελεαστική, αλλά στην περίπτωση που πράγματι επιλεγεί ως βάση της συζήτησης για να επιτευχθεί μια συμφωνία για το χρέος το 2018, είναι μια μελλοντική παγίδα για την Ελλάδα γιατί επί της ουσίας συνιστά μια ανώμαλη λύση.
Αν πάμε σε μια τέτοια ρύθμιση που θα προβλέπει ότι όσο περισσότερο αναπτύσσεται η οικονομία τόσο περισσότερα θα πληρώνει η χώρα για την εξόφληση του χρέους, αυτό σημαίνει στην πράξη ότι οι πιστωτές αφαιρούν από την Ελλάδα -αντί να δίνουν- κίνητρα για να ανακάμψει η οικονομία.
Παρότι ελάχιστες λεπτομέρειες είναι γνωστές, η ιδέα και μόνο να αποδεχθούμε ένα σχήμα σύνδεσης της αποπληρωμής του χρέους με την ανάπτυξη χωρίς να έχουν διασφαλιστεί οι προϋποθέσεις για ανάκαμψη της οικονομίας, είναι σαν να στέλνουμε το μήνυμα ότι οι επόμενες κυβερνήσεις και οι μελλοντικές γενιές θα πρέπει θα κάνουν ότι μπορούν για να μην «έρθει ποτέ η ανάπτυξη με την ελπίδα ότι μόνον έτσι θα ενεργοποιούνται οι ρήτρες ελάφρυνσης του χρέους.
Η πρόταση αυτή, όπως τουλάχιστον είναι διατυπωμένη, δεν συνιστά επίσης ούτε καθαρή λύση. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι ανοίγει το δρόμο σε θετικές εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους, για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση ή ότι διευκολύνει την έξοδο στις αγορές.
Βρίσκεται, όμως, στο τραπέζι, την έχει υιοθετήσει επίσημα πλέον η ελληνική κυβέρνηση, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των δανειστών, και αν μπορεί κανείς να κάνει μια υπόθεση, αυτή είναι πως εφόσον υιοθετηθεί, θα χρησιμεύσει αποτελεσματικά ώστε να κλωτσήσουμε όλοι μαζί το ντενεκεδάκι πιο μακριά, μέχρι οι πιστωτές κάποια στιγμή να τα «γυρίσουν» και να ρίξουν κάποια άλλη ιδέα στο τραπέζι.
Ο μηχανισμός των αντικινήτρων
Στην προκειμένη περίπτωση ο συμβιβασμός που εισηγούνται οι Γάλλοι είναι η δημιουργία ενός κοινά αποδεκτού αυτόματου μηχανισμού ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη του τον κινητό μέσο όρο του ΑΕΠ των προηγούμενων ετών (π.χ ανά πενταετία) για να ρυθμίζει τις δαπάνες εξόφλησης του χρέους.
Με βάση την εξέλιξη αυτού του κινητού μέσου όρου, προτάθηκε να υπολογίζεται το ύψος των ετήσιων τοκοχρεολυσίων της χώρας ώστε οι ακαθάριστες χρηματοοικονομικές ανάγκες να μην ξεπερνούν ποτέ το όριο του 15% του ΑΕΠ, δηλαδή σε σημερινά λεφτά περίπου τα 25-30 δισ. ευρώ.
Το όριο αυτό των ετήσιων πληρωμών (μετά το 2038 ανεβαίνει στο 20%) έχει θεσπιστεί ως ταβάνι προκειμένου το χρέος να μπορεί να χαρακτηρίζεται τεχνικά βιώσιμο για την οικονομία με βάση τις αποφάσεις του Eurogroup του περσινού Μαΐου.
Η πρόταση εδράζεται θεωρητικά στην λογική ότι είναι προτιμότερο η Ελλάδα να επιτυγχάνει υψηλή ανάπτυξη ώστε να τροφοδοτεί μέσω αυτής τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και να πληρώνει τόκους, παρά να καταφεύγει διαρκώς σε νέες φορολογικές επιβαρύνσεις για να εξοφλεί το χρέος της.
Στην πράξη ο μηχανισμός αυτός θα ενεργοποιεί αυτομάτως μια σειρά από ήδη προκαθορισμένα μέτρα για το χρέος (π.χ επιμήκυνση ωριμάνσεων, αναβολή τόκων κλπ) όταν -λόγω χαμηλότερης ανάπτυξης της οικονομίας- τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει η χώρα στους πιστωτές της μετά το 2018 θα ξεπερνούν το όριο του 15% του ΑΕΠ. Στον αντίποδα αν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν υψηλότερος του προβλεπόμενου, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να εξοφλεί υψηλότερα ποσά (μέχρι το 20% του ΑΕΠ) ώστε να μειώνεται ανάλογα το χρέος.
Η πρόταση των Γάλλων προβάλλεται ως γέφυρα ώστε να ξεπεραστούν οι αποκλίσεις μεταξύ των μακροπρόθεσμων προβλέψεων της ευρωπαϊκής πλευράς των δανειστών και του ΔΝΤ και να ενισχυθούν οι πιθανότητες εκπόνησης θετικών αναλύσεων για τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι μεν Ευρωπαίοι εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο εφόσον η Ελλάδα επιτύχει μέσους ρυθμούς ανάπτυξης 1,3% ως το 2060, ενώ το ΔΝΤ έχει χαμηλώσει τον πήχη στο 1%, και θεωρεί ότι χωρίς πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης δεν ανακόπτεται η δυναμική αύξησης του χρέους για τα επόμενα 40 χρόνια.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έσπευσε χθες να χαρακτηρίσει την αποδοχή της συγκεκριμένης πρότασης από το Eurogroup «κλειδί» για να επέλθει συμφωνία, επιβεβαιώνοντας ότι για την κυβέρνηση θα αποτελέσει κεντρικό αίτημα στο αυριανό Eurogroup.
Ο αυτοματοποιημένος τρόπος υπολογισμού των τοκοχρεολυσίων αλλά και συνολικά η «ιδέα» της διασύνδεσης των αποπληρωμών με το ΑΕΠ, είχε γίνει δεκτή με σκεπτικισμό σε πρώτη φάση από τους δανειστές για δύο λόγους: βασικό επιχείρημα του Βερολίνου ήταν ότι δημιουργεί «ηθικό κίνδυνο» και παρέχει πιθανό κίνητρο στις ελληνικές κυβερνήσεις να επιδιώκουν χαμηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με τους στόχους ώστε να εκβιάζουν την ενεργοποίηση μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Από το ΔΝΤ το επιχείρημα για είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει την βιωσιμότητα του χρέους από τη στιγμή που δεν μπορεί να οδηγήσει σε συγκεκριμένες παραδοχές επί τη βάσει των οποίων θα συνταχθεί θετική έκθεση βιωσιμότητας.
Η πρόταση Σόιμπλε
Η μόνη αντίπαλη πρόταση που υπήρχε εξ αρχής στο τραπέζι ήταν εκείνη του Βερολίνου που απέρριψε η ελληνική κυβέρνηση αλλά πρακτικά έχουν αποδεχτεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και όλοι οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Μια πρόταση η οποία αποτελεί το επόμενο βήμα αποσαφήνισης των μέτρων του Μαΐου 2016 χωρίς όμως να εξειδικεύει λεπτομερώς το εύρος της επιμήκυνσης των δανείων του EFSF, και η οποία θεωρεί βιώσιμο το χρέος εφόσον η Ελλάδα επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παραπέμπει, όμως, σε κάθε περίπτωση τη λήψη των τελικών αποφάσεων στο 2018 διατηρώντας τον όρο «αν χρειαστεί».
Όποιος κι αν είναι ο συμβιβασμός για το θέμα του χρέους μεταξύ της γαλλικής και της γερμανικής πρότασης, αυτός πιθανόν θα συνοδεύεται από τη συμφωνία μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ αναφορικά με τη συμμετοχή του δεύτερου στο πρόγραμμα χωρίς χρηματοδότηση. Όσες φραστικές τροποποιήσεις και αν γίνουν στο κείμενο συμφωνίας του Eurogroup της 15ης Μαΐου ώστε να καταστεί εφικτή η επικοινωνιακή διαχείρισή του «συμβιβασμού» απέναντι στις αγορές, δεν προκύπτει επίσης από πουθενά ότι ανοίγει ο καθαρός διάδρομος που επεδίωκε η κυβέρνηση.
Ο Τσίπρας, η λύση για το χρέος και το νέο μνημόνιο
Υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες πλέον ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να περάσει πάνω από τον πήχη των προσδοκιών στο αυριανό Eurogroup. Η «συνολική λύση» που επεδίωξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ καθυστερώντας επί μήνες τη 2η αξιολόγηση στο όνομα της εναλλαγής αφηγημάτων, είναι κάτι που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στο τραπέζι όπου τα χαρτιά είναι εξ αρχής ανοιχτά και μοιρασμένα από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ενδείξεις, η Ελλάδα θα φύγει από τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών με συμφωνία, αλλά χωρίς την «καθαρή λύση» για το χρέος, χωρίς δυνατότητα ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο QE για αρκετούς μήνες ακόμη, χωρίς τη χρηματοδοτική «εγγύηση» του ΔΝΤ που διαφωνεί για την βιωσιμότητα του χρέους, χωρίς «δημοσιονομικό χώρο» για την οικονομία, χωρίς δεκανίκια για την έξοδο στις αγορές και με μόνο κέρδος αυτό που έπρεπε να είχε ήδη γίνει από πέρυσι: Την εκταμίευση ακόμη μιας δόσης 7 έως 9 δισ. ευρώ, από την οποία όμως πολύ μικρό μέρος θα διατεθεί για τις ανάγκες της οικονομίας που διανύει τον τρίτο χρόνο στασιμότητας.
Οτιδήποτε περισσότερο από αυτό θα είναι επωφελές, αλλά θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο αν συγκριθεί με τις ευκαιρίες που σπαταλήθηκαν και το χρόνο που χάθηκε όλους αυτούς τους μήνες κυλώντας σε βάρος των φορολογούμενων και της οικονομίας.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα προκύψει μετά από την καθοριστική συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Πέμπτης.
Τα όσα είπε σε δραματικούς τόνους ο Πρωθυπουργός στο χθεσινό υπουργικό συμβούλιο, επιβεβαίωσαν ότι η κατάσταση είναι πλέον εξαιρετικά κρίσιμη όχι μόνο για την κυβέρνησή του, αλλά συνολικά για τη χώρα.
Ο ίδιος σύμφωνα με τις διαρροές που έγιναν από το Μαξίμου, ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι η χώρα οδεύει κατ ευθείαν σε νέο μνημόνιο εφόσον το Eurogroup δεν προχωρήσει σε αποσαφήνιση των μέτρων για το χρέος.
Η ακριβής τοποθέτησή του ήταν ότι «χωρίς διευθέτηση του χρέους αναστέλλεται επ΄ αόριστον η αυτόνομη έξοδος στις αγορές και μαζί η έξοδος από τα μνημόνια και την κρίση, ενώ η οικονομία και η ανάπτυξη δεν θα μπορέσουν να προχωρήσουν»
Είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση βγάζει το κακό σενάριο από το συρτάρι και παραδέχεται ότι αν το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί, θα υπάρξουν σοβαρές επιπλοκές.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τις αποφάσεις των χωρών της ευρωζώνης ώστε να τις φέρει στα μέτρα των δικών του επιδιώξεων. Μπορεί, όμως να κάνει τα πράγματα να δείχνουν καλύτερα ή χειρότερα ανάλογα με το πώς θα διαχειριστεί τις αποφάσεις που θα λάβει η υπόλοιπη ευρωζώνη.