Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική Αριστερά (μέρος Γ΄)


 Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Η στροφή των Λαϊκών Μετώπων

Μπροστά στον αυξανόμενο φόβο της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην άνοδο του φασισμού, στο 6ο συνέδριο του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο του 1935, καθώς ολοκληρώνεται η στροφή προς τα Λαϊκά Μέτωπα –και μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα της 1ης Μαρτίου του 1935–η αυτοδιάθεση των Μακεδόνων εγκαταλείπεται και μεταβάλλεται σε «παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων στις μειονότητες». Εντούτοις, στην ίδια απόφαση σημειώνεται πως πρόκειται απλώς για τακτική υποχώρηση:

…Η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειές μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το Μακεδονικό Ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια, που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πραχτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνο έτσι ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση[1].

Αξίζει να επιμείνουμε λίγο περισσότερο σε αυτό το τελευταίο εδάφιο. Πράγματι, κατά τις εκτεταμένες ανταλλαγές των πληθυσμών στη Μακεδονία, αποχώρησαν εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι και σχεδόν εκατό χιλιάδες Βούλγαροι ή βουλγαρίζοντες Σλάβοι και στα ίδια εδάφη εγκαταστάθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία. Συνεπεία αυτών των διασταυρούμενων μετακινήσεων, η ελληνική Μακεδονία κατέστη σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής εθνικά και οι εναπομείνασες γλωσσικές ή εθνοτικές μειονότητες (η εβραϊκή και η σλαβική κυρίως) αντιπροσώπευαν μόλις το 10% του πληθυσμού. Έτσι, το αίτημα της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας- Θράκης» δεν ήταν πλέον απλώς αναχρονιστικό και εξωπραγματικό, από εθνοτική άποψη, αλλά στην πραγματικότητα «το σχίσιμο των άτιμων συνθηκών των ανταλλαγών των πληθυσμών» ήταν πλέον εντελώς ανέφικτο, διότι δεν αφορούσε απλώς συνθήκες αλλά παγιωμένες πραγματικότητες ανεπιστρεπτί. Διότι η αναίρεσή τους θα προϋπέθετε ανάμεσα στα άλλα την επανεγκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών στη… Μικρά Ασία και τον Πόντο και την επιστροφή των τουρκικών πληθυσμών στη Μακεδονία – και ένα τόσο εξωπραγματικό αίτημα κανείς δεν τολμούσε να προβάλει στα 1935. Επομένως, το «σκίσιμο» των άτιμων συνθηκών «μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια», για να βρει «ο Μακεδονικός Λαός την πλέρια εθνική του αποκατάσταση», θα απαιτούσε τηνεθνοκάθαρση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας, και πριν απ’ όλα των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων! Προφανώς, το ΚΚΕ επιμένει εδώ στο σχίσιμο των «άτιμων συνθηκών», για να καλύψει την εγκατάλειψη της θέσης περί αυτοδιάθεσης και εθνικού αποχωρισμού την οποία προέβαλλε για πάνω από δέκα χρόνια.

Όμως, αυτός ο «τακτικός» και «τακτικιστικός» χαρακτήρας της νέας του θέσης, για αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων, δεν αναιρούσε τον «στρατηγικό» χαρακτήρα του «μακεδονισμού» του, που θα επανεμφανιστεί πλησίστιος στη συνέχεια, όταν θα το επιβάλουν νέες «τακτικές» ανάγκες, τόσο κατά τον Εμφύλιο όσο και κατά το 2018, με τον αμερικανοκίνητο (sic) πλέον μακεδονισμό του… ΣΥΡΙΖΑ των Τσίπρα-Κοτζιά.

Όπως τονίσαμε, την ίδια ακριβώς εποχή, το 1934, η Κομμουνιστική Διεθνής είχε κάνει το οριστικό βήμα της εγκατάλειψης του «βουλγαρικού δρόμου» για την έξοδο στο Αιγαίο και θα ολοκληρώσει την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες υιοθετώντας για πρώτη φορά τη θεωρία του Μακεδονικού Έθνους[2]. Αυτή η θέση έδινε πλέον τη δυνατότητα στη Κ.Δ. και τη Σοβιετική Ένωση να μειώσει την ένταση μεταξύ των Κ.Κ. της περιοχής, καθώς και να επιτρέψει στα Κ.Κ. της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας να ασκήσουν την λαϊκομετωπική πολιτική χωρίς να βαρύνονται με την κατηγορία της εθνικής μειοδοσίας, διατηρώντας παράλληλα το «μακεδονικό έθνος» ως εφεδρεία για μελλοντικές εξελίξεις. Έτσι, οι «πολιτικές προϋποθέσεις» που αναζητούσε ο Μισίρκωφ θα αρχίσουν να διακρίνονται στον ορίζοντα και θα γίνουν πράξη στην αμέσως επόμενη περίοδο.

Οι «πολιτικές προϋποθέσεις» του νέου μακεδονισμού

Παραδόξως, η πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις υπήρξε η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα και η κατάληψη από τις βουλγαρικές δυνάμεις ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής και της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» που έμοιαζε να ενισχύει την βουλγαρική εκδοχή, σε αντίθεση με τον «μακεδονισμό». Η Βουλγαρία, με όργανο την αποτρόπαιη «Οχράνα»[3], θα προσπαθήσει να επιβάλει τον βίαιο εκβουλγαρισμό όχι μόνο των «γραικομάνων» της Ελλάδας αλλά και των «σερβομάνων», και το μεγαλύτερο μέρος των αυτονομιστών «Μακεδόνων» θα προσχωρήσει ή θα συνεργαστεί με την Οχράνα και τους Βουλγάρους. Όταν όμως θα αρχίσει να διαγράφεται με σαφήνεια η επερχόμενη ήττα του Άξονα, ένα μέρος των Σλαβόφωνων θα συνταχθούν με τις δυνάμεις της Αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς και τους Βουλγάρους, τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στην Ελλάδα. Έτσι, και θα κερδίσουν τα αντιφασιστικά τους εύσημα και θα εμφανιστούν ως οι εκπρόσωποι του μαχόμενου «μακεδονικού έθνους» που θα επανεμφανιστεί στο προσκήνιο. Η Βουλγαρία θα ηττηθεί για μια ακόμα φορά, όπως είχε συμβεί και κατά τον πρώτο πόλεμο, και το μόνο που θα επιτύχει η Σοβιετική Ένωση, που την ανέλαβε και πάλι υπό την προστασία της, ήταν να την διασώσει από την ενσωμάτωσή της στην ενιαία Νοτιοσλαβία που επεδίωκε, ως νέος ισχυρός άνδρας των Βαλκανίων, ο Τίτο.

Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν η ήττα των Σέρβων «τσέτνικ» του Ντράζα Μιχαήλοβιτς, που υποστήριζαν την ενσωμάτωση στη Μεγάλη Σερβία της «Βαρδαρίας» –όπως αποκαλούνταν πριν από τον πόλεμο η περιοχή των Σκοπίων–, από τους Παρτιζάνους του Τίτο. Και ο Κροάτης Τίτο υποστήριζε τη δημιουργία ενός «εθνικού» μακεδονικού ομόσπονδου κράτους, σε μια ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία, που κατά τις επιδιώξεις του Τίτο θα συμπεριλάμβανε και τη Βουλγαρία. Το ομόσπονδο μακεδονικό κράτος θα αποτελούσε το Πεδεμόντιο μιας «μεγάλης Μακεδονίας» και θα συμπεριλάμβανε πιθανώς και τη «Μακεδονία του Αιγαίου», ή τουλάχιστον ένα μέρος της, αν το ΚΚΕ κατόρθωνε να επικρατήσει στον Εμφύλιο.

Έτσι μπόρεσε τελικώς να θεμελιωθεί η Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως η κοιτίδα του υπό κατασκευήν «μακεδονικού έθνους-κράτους». Το σλαβομακεδονικό ιδίωμα θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί έναντι της βουλγαρικής, της οποίας αποτελούσε οιονεί διάλεκτο, και να εκκαθαριστεί από τις ελληνικές λέξεις. Θα αλλάξουν πολλά στοιχεία όχι μόνο στη δομή και το λεξιλόγιο της νέας γλώσσας αλλά ακόμα και στο ίδιο το αλφάβητό της, έτσι ώστε να μεταβληθεί σε μια «νέα» γλώσσα. Παράλληλα, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα τεχνητό ιστορικό βάθος που θα τους διαφοροποιεί από τους Βουλγάρους. Έτσι, οι Κύριλλος και Μεθόδιος θα βαπτιστούν Σλαβομακεδόνες και θα τοποθετηθούν στο πάνθεο των ηρώων της «Μακεδονίας», μαζί με τον τσάρο των Βουλγάρων, Σαμουήλ!

Επί τη βάσει της θεωρίας σύμφωνα με την οποία οι Σλάβοι της Μακεδονίας αποτελούν τους πρώτους σλαβικούς πληθυσμούς που εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια, αυτοί, σύμφωνα με τη σκοπιανή ιστοριογραφία, συνάντησαν εκεί τους εγχώριους πληθυσμούς των αρχαίων Μακεδόνων –που δεν ήταν ελληνικό φύλο αλλά «Ιλλυριοί»– με τους οποίους και συγχωνεύτηκαν. Έτσι, η ιστορία τους πάει πολύ βαθύτερα στο παρελθόν και αποτελούν τους αυθεντικότερους κληρονόμους του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου! Η κατοχή του εδάφους προϋποθέτει εν τέλει και την κατοχή της ιστορίας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να νομίζουμε πως το αρχαιομακεδονικό κιτς του Γκρούεφσκι συνιστά μια τυχαία και απλή υπερβολή. Πρόκειται αντίθετα για μια θεματική βαθιά ριζωμένη στο εγχείρημα της κατασκευής του μακεδονικού έθνους. Γι’ αυτό, από τον 19ο αιώνα, οι πρώτοι μακεδονιστές κατέφευγαν ήδη στην αρχαιομακεδονική γενεαλογία για να αντιπαρατεθούν στους βουλγαριστές[4]. Και παρά τα λεγόμενα για τον αρχαιομακεδονισμό, ότι δήθεν αποτελεί την ιδεολογία των «σωβινιστών» του Γκρούεφσκι αποκλειστικά, αυτός αποτελεί, ήδη από τον 19ο αιώνα, και αδιαμφισβήτητα από το 1930 και μετά, το ιδεολογικό υπόβαθρο του μακεδονισμού συνολικά, και προφανώς δεν μπορεί να εξαλειφθεί με οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη συμφωνία. Εξάλλου, καθόλου τυχαία, το κράτος των Σκοπίων θα υιοθετήσει, ήδη από τη στιγμή της δημιουργίας του με ηγέτη τον «αντισωβινιστή» (!) Γκλιγκόρωφ, το αστέρι της Βεργίνας ως έμβλημά του.

Επιστρέφοντας στη στάση της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, η θέση του ΚΚΕ θα παραμένει για δεκατρία χρόνια στη γραμμή των «ίσων δικαιωμάτων», θέση η οποία θα του επιτρέψει να διανύσει την εθνικοαπελευθερωτική του περίοδο, χωρίς τα «βαρίδια» του μακεδονισμού. Μάλιστα, στη διάρκεια της Κατοχής, η σύγκρουση με τους Βουλγάρους κατακτητές, που διεκδικούσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, στο όνομα ακριβώς του «Μακεδονισμού», θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τις παλιές εμμονές. Οι κινητοποιήσεις του Ιουλίου του 1943 ενάντια στην παραχώρηση ολόκληρης της Μακεδονίας και της Θράκης στους Βουλγάρους, θα λάβουν πρωτοφανείς διαστάσεις, με μια λαϊκή συμμετοχή που υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα τρία εκατομμύρια σε ολόκληρη την Ελλάδα, με δεκάδες νεκρούς –ανάμεσά τους και την ΕΠΟΝίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου, που θα συνθλιβεί από τις ερπύστριες ενός τανκς στην Αθήνα–, και θα υποχρεώσουν τους Γερμανούς να ανακρούσουν πρύμναν και να αναιρέσουν την απόφασή τους.

Τέλος, το ίδιο το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ, δια του Μάρκου Βαφειάδη, θα υποχρεωθεί, τον Αύγουστο του 1944, να διαλύσει για αυτονομιστική υπονόμευση το σλαβομακεδονικό SNOF (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), που είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο του 1943 στην Καστοριά και είχε αποκτήσει το δικαίωμα, μετά από παρέμβαση του Τίτο, να παραμένει ως ανεξάρτητη οργάνωση, εκτός της δομής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ![5]

Το ΚΚΕ είχε συγκατατεθεί στην ίδρυση του SNOF, μετά από πρωτοβουλία και πιέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, γιατί εκτιμούσε ότι, με τον τρόπο αυτό, θα προσελκύονταν στην αντίσταση οι Σλαβομακεδόνες που είχαν παρασυρθεί από τη βουλγαρική φασιστική προπαγάνδα και είχαν προσχωρήσει στην Οχράνα. Αν και το ΚΚΕ αναγνώριζε τους δίγλωσσους της Μακεδονίας, από το 1934 ήδη, ως «Μακεδονικό έθνος», διακήρυττε ωστόσο την αρχή της ισοτιμίας των μειονοτήτων και προσπαθούσε να εντάξει το SNOF στο αντιστασιακό κίνημα του ΕΛΑΣ. Σύντομα ωστόσο, στρατιωτικοί σύνδεσμοι από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία άρχισαν να εισέρχονται στην ελληνική Μακεδονία και να προπαγανδίζουν την άποψη ότι ο «μακεδονικός» λαός στην Ελλάδα δεν πρέπει να αγωνιστεί για ισοτιμία αλλά για αυτοδιάθεση και συνένωση με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Η προπαγάνδα αυτή βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στην περιφερειακή οργάνωση του SNOF Καστοριάς, που άρχισε να απαιτεί την ίδρυση ξεχωριστών σλαβομακεδονικών ενόπλων τμημάτων και χωριστού επιτελείου. Ιδιαίτερη δραστηριότητα για την «αυτονόμηση» του SNOF είχε αναπτύξει ο Paskal Mitrevski (Πασχάλης Μητρόπουλος), γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής του SNOF Καστοριάς. Η απροκάλυπτη αυτή εθνικιστική προπαγάνδα εξανάγκασε το ΚΚΕ να διαλύσει την οργάνωση, τον Μάιο του 1944, και τον Ιούλιο του 1944 επέτρεψε την ίδρυση ξεχωριστών σλαβομακεδονικών τμημάτων στα πλαίσια του ΕΛΑΣ. Αλλά τόσο το Τάγμα Φλώρινας-Καστοριάς, με επικεφαλής τον Goce (Ηλίας Δημάκης), όσο και το Τάγμα Αριδαίας-Έδεσσας συνέχιζαν την ίδια πολιτική, με αποτέλεσμα, τον Οκτώβριο του 1944, ο ΕΛΑΣ να συγκρουστεί με το τάγμα του Goce και να το απωθήσει στη Γιουγκοσλαβία. Από τη συγχώνευση των ταγμάτων αυτών ιδρύθηκε, τον Νοέμβριο του 1944, στο Μοναστήρι, η «Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης» με αποστολή την «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου»[6].

«Κάτι χειρότερο από έγκλημα…»

Εν τούτοις, μετά τα Δεκεμβριανά, στα πλαίσια της συμμαχίας με τον Τίτο και την Κομινφόρμ, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα αποδεχτούν εκ νέου την ίδρυση μιας σλαβομακεδονικής οργάνωσης, τoυ NOF (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), που ιδρύθηκε στις 23 Απριλίου του 1945, στα Σκόπια, και το οποίο, σύμφωνα με την ηγεσία του, διέθετε, ήδη το 1945, 12 ένοπλες ομάδες στην περιοχή της Καστοριάς, 7 ομάδες στην περιοχή της Φλώρινας και 11 ομάδες στην περιοχή Έδεσσας και Γιαννιτσών[7]. To ΚΚΕ, αργότερα, μετά από συνεννόηση με τον Τίτο, ενέταξε αυτές τις ένοπλες ομάδες στον Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας (ΔΣΕ).

Καθώς το επίκεντρο του Εμφυλίου μετακινείται προς τα βόρεια και ενισχύεται η σημασία της Γιουγκοσλαβίας και της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας για τον εφοδιασμό και την εξασφάλιση μετόπισθεν για τον ΔΣΕ, το σλαβομακεδονικό τμήμα του ΔΣΕ ενισχύεται. Αυτή η ενίσχυση του ρόλου του ΝΟΦ αποτυπώθηκε και στη θεσμική αναβάθμισή του με την πραγματοποίηση του Πρώτου Συνεδρίου του, ως αυτόνομης οργάνωσης, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1948, στο χωριό  Μοσχοχώρι της Καστοριάς, και στο οποίο, πάντα σύμφωνα με τις πηγές των Σκοπίων, συμμετείχαν περίπου 500 αντιπρόσωποι του NOF καθώς και στελέχη του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού.

Στο μεταξύ, η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Γενάρη του 1949, μπροστά στη διαγραφόμενη συντριπτική ήττα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο και τη στήριξη σε καθοριστικό βαθμό σε Σλαβομακεδόνες μειονοτικούς, για την κάλυψη των αυξανόμενων κενών των αντάρτικων σωμάτων, επανήλθε και πάλι στη πατροπαράδοτη τοποθέτηση της δεκαετίας του 1920̇· πρόσκαιρα, αλλά καθοριστικά για την τύχη των συλλαμβανόμενων, σε όλη την Ελλάδα, κομμουνιστών, που αντιμετώπιζαν πλέον την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Διαβάζουμε: 

Στη Βόρεια Ελλάδα ο μακεδονικός (σλαβομακεδονικός) λαός τα ’δωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας που προκαλούν το θαυμασμό. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα με το αίμα του για να την αποχτήσει[8].

Αμέσως μετά αυτή την απόφαση στις 15 Φλεβάρη 1949, δόθηκε στη δημοσιότητα ανακοίνωση για το Μακεδονικό και της 2ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου του NOF, η οποία, διερμηνεύοντας την απόφαση της 5ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα: «Το δεύτερο συνέδριο του NOF θα είναι συνέδριο διακήρυξης των νέων προγραμματικών αρχών του NOF. Αρχών που είναι ο προαιώνιος πόθος του λαού μας. Θα διακηρύξει την ένωση της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο, ισότιμο μακεδονικό κράτος μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών λαών, που είναι η δικαίωση των πολύχρονων αιματηρών αγώνων του»[9]. Αμέσως μετά, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, και εκπρόσωποι του NOF, αναχώρησαν για τα Σκόπια με στόχο να στρατολογήσουν 5.000 Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες για την επάνδρωση της «Μακεδονικής» Μεραρχίας ενόψει της επικείμενης μάχης για την κατάληψη της Φλώρινας. Το Δεύτερο Συνέδριο του NOF έλαβε χώρα στις 25 και 26 Μαρτίου 1949, στην εκκλησία του χωριού Ψαράδες, στις Πρέσπες, και σε αυτό συμμετείχαν 700 αντιπρόσωποι του NOF, καθώς και «αντιπρόσωποι από τα μακεδόνικα χωριά της Αλβανίας και της Μακεδονίας του Πιρίν (Βουλγαρία), όπως και εκπρόσωποι του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού»[10], ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ο οποίος αναφέρθηκε στα επιτεύγματα του «μακεδονικού» λαού και την ανάγκη διαφύλαξης της ενότητας μεταξύ του ελληνικού και του «μακεδονικού» λαού για την κοινή νίκη[11].

Μάλιστα, μια μέρα μετά το Συνέδριο, στις 27 Μαρτίου 1949, το ΚΚΕ προχώρησε ακόμα πιο πέρα και δημιούργησε και αυτόνομη πολιτική οργάνωση των Σλαβομακεδόνων, την Κομμουνιστική Οργάνωση της Μακεδονίας του Αιγαίου (ΚΟΕΜ) που υπαγόταν οργανωτικά στο ΚΚΕ[12]. Ωστόσο, η δημιουργία χωριστής κομμουνιστικής οργάνωσης, το όνομα της οποίας αναφερόταν σε «Μακεδονία του Αιγαίου», δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της ηγεσίας του κόμματος.

Το ότι επρόκειτο για μια οργανωμένη και συνειδητή αλλαγή καταδεικνύεται και από την ιδεολογική «ζύμωση» που είχε προηγηθεί. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 1948, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, ένα άρθρο του αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ, Παντελή Βαϊνά, με τίτλο «Ο Δημοκρατικός Στρατός και οι Σλαβομακεδόνες», όπου τονιζόταν πως: «Μέσα στην καινούρια λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα…, ο σλαβομακεδονικός λαός θα βρει την ισοτιμία, ισονομία, ισοπολιτεία και θα βρει τον καιρό ν’ αναπτύξει τον καινούριο εθνικό του πολιτισμό»[13]. Σε αυτή την παραδοσιακή θέση απάντησε τον Δεκέμβριο του 1948, στο τεύχος 12 του περιοδικού, ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, προετοιμάζοντας τη νέα θέση του κόμματος:

Ο μακεδονικός λαός θα αποκτήσει μια ανεξάρτητη, κρατικά ενιαία και ισότιμη θέση στην οικογένεια των λεύτερων λαϊκοδημοκρατικών λαών στα Βαλκάνια… Γι’ αυτή την ανεξάρτητη κρατικά ενιαία και ισότιμη θέση παλεύει σήμερα και ο μακεδονικός λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου…[14]

Η θέση της 5ης Ολομέλειας για το Μακεδονικό εγκαταλείφθηκε από το ΚΚΕ μόλις τον Οκτώβριο του 1949. Πράγματι, όχι μόνο είχε πλέον ολοκληρωθεί η σύγκρουση με τον Τίτο, και μεγάλο μέρος των Σλαβομακεδόνων του NOF λιποτάκτησε προς τα Σκόπια –Ιούλιος 1949– αλλά και είχε λάβει οριστικό τέλος ο Εμφύλιος. Έτσι, με τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας, που έλαβε χώρα στην Αλβανία, το ΚΚΕ επανήλθε στην παλιά θέση περί ισοτιμίας, την οποία και θα διατηρήσει επί πολλά χρόνια: «Το κόμμα πρέπει να φυλάξει και να δυναμώσει παραπέρα τους δεσμούς ανάμεσα στον ελληνικό και σλαβομακεδονικό λαό, που σφυρηλατήθηκαν μέσα στον κοινό σκληρό αγώνα. Η πάλη ενάντια στην καταπίεση των Σλαβομακεδόνων, η πάλη για την ισοτιμία τους, η αναγνώριση του δικαιώματος να ζούνε λεύτεροι και αφέντες στην πατρική τους γη, δένει τους Μακεδόνες με τους Έλληνες και εμποδίζει τα κατακτητικά σχέδια του Τίτο εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας»[15]. Και σημειώνει με αφοπλιστική αφέλεια ο Ριζοσπάστης:

Στις συνθήκες του 1949, όπου ο ΔΣΕ είχε ασφυκτικό το πρόβλημα της έλλειψης εφεδρειών και μπροστά τον περίμεναν σκληρές μάχες, η θέση της 5ης Ολομέλειας για το Μακεδονικό αποσκοπούσε στη συγκέντρωση νέων δυνάμεων στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού από το χώρο των Σλαβομακεδόνων…[16].

Στην Έβδομη Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (14-18 Μαΐου 1950,) ο Ζαχαριάδης έδωσε την ακόλουθη εξήγηση για τις θέσεις του:

…Γενικότερα ήταν ότι σε ευρύτερα πλαίσια αυτό το πράγμα τότε άμεσα δεν μας εξυπηρετούσε. Αλλά το πρώτο που έμπαινε τότε μπροστά μας ήταν ότι τη μάχη στο Βίτσι εμείς έπρεπε να την κερδίσουμε. Όλα τα άλλα ήταν τότε δευτερεύοντα…. Εμείς θάπρεπε να κινητοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις του σλαβομακεδόνικου λαού, να σταματήσουμε τις λιποταξίες, την υπονομευτική και διαλυτική δουλειά που έκαμναν οι πράκτορες του Τίτο, βάζοντάς τους ένα πολιτικό εμπόδιο… Μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που εμείς ρίξαμε το σύνθημα το κέρδος θα ήταν πολύ μεγάλο αν εμείς κερδίζαμε τη μάχη του Βιτσίου κινητοποιώντας και αυτό τον παράγοντα. Πολύ μεγάλο θάταν το κέρδος μας. Χάσαμε τη μάχη. Και τώρα στην εκτίμησή μας υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. Αυτό όμως δεν πάει να πει, πως το σύνθημά μας είτανε λαθεμένο…[17].

Και ο Ζαχαριάδης είχε εν τέλει «δίκαιο». Πώς θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά όταν, στις αρχές του 1949, οι Σλαβομακεδόνες αριθμούσαν 14.000 άτομα σε σύνολο περίπου 25.000 μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού;[18] Στην πραγματικότητα, ο γραμματέας του ΚΚΕ αποτελούσε πια τον ηγέτη ενός σλαβομακεδόνικου κατά πλειοψηφία αντάρτικου στρατού, που έφθασε πλέον να έχει ως στόχο τον διαμελισμό της Ελλάδας, έστω και ως «παραχώρηση» προς τους Σλαβομακεδόνες συμμάχους![19]

Η έναρξη του Εμφυλίου, όπως έχει συχνά τονιστεί, ήταν κάτι χειρότερο από έγκλημα, ήταν στρατηγικό λάθος, και σαν τέτοιο δεν μπορούσε παρά να καταλήξει και σε έγκλημα. Διότι η δυναμική αλληλουχία των γεγονότων οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ σε αυτή την έσχατη θέση. Έχοντας χάσει τη μάχη στο εσωτερικό της χώρας, και στηριζόμενο πλέον αποκλειστικά στις «λαϊκές δημοκρατίες», στην Κομινφόρμ και σε μια ένοπλη μειονοτική ομάδα, οδηγήθηκε σε μια θέση μειοδοσίας στον βαθμό που επέμενε σε μια προ πολλού χαμένη μάχη.

Έτσι έκλεισε ένας ιστορικός κύκλος που εγκαινιάστηκε το 1924 και, μέσα σε 25 χρόνια, από την εκβιαστική εξαγγελία ενός πιεζόμενου από την Κομιντέρν μικρού κόμματος, κατέληξε σε μια ιστορική τραγωδία μεγάλης κλίμακας.

Οι ρίζες είναι πολύ βαθιές

 Και δυστυχώς δεν επρόκειτο για το τέλος της διαδρομής. Παρότι το ΚΚΕ θα ηττηθεί στον Εμφύλιο, θα παραμένει συναισθηματικά και πολιτικά έντονα προσδεδεμένο στον μακεδονισμό, αν όχι πλέον, ή κυρίως, με τη μορφή της διεκδίκησης μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης, αλλά οπωσδήποτε ως μια θετική προδιάθεση ως προς τα μειονοτικά «δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων», για την «επιστροφή» των «Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων», καθώς και για το δικαίωμα των κατοίκων των Σκοπίων να αυτοχαρακτηρίζονται Μακεδόνες.

Η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη, Έλλη Παππά, στέλεχος του ΚΚΕ, και δημοσιογράφος του παράνομου Ριζοσπάστη, περιγράφει στα απομνημονεύματά της, την έκπληξή της τόσο από την απόφαση της 5ης Ολομέλειας όσο και από την εμμονή του ΚΚΕ και των στελεχών του, δέκα χρόνια μετά, σε ανάλογες απόψεις, όπως συνάγεται από τις τοποθετήσεις του μέλους του ΠΓ του ΚΚΕ, Ρούλας Κουκούλου, πρώην συντρόφου του Νίκου Ζαχαριάδη:

…Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην απόφαση της 5ης Ολομέλειας… Βράδυ, με καλά κλεισμένα τα πορτοπαράθυρα, ακούγαμε τον σταθμό. Μετέδιδε τις αποφάσεις της Ολομέλειας… και ξαφνικά ήρθαν και η απόφαση για το μακεδονικό και η θέση για τη σλαβομακεδονική μειονότητα και η υπόσχεση για την παροχή αυτονομίας. Κι εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την αντίδρασή μου. «Αυτή η απόφαση είναι καρμανιόλα για τον αγώνα και για τους αγωνιστές», είπα…

…πειστική εξήγηση δεν δόθηκε ποτέ. Ωστόσο, έχω λόγους να πιστεύω πως το θέμα είχε κάποια άλλη διάσταση, πολύ πιο αινιγματική – κι αυτό το οφείλω στο περιστατικό με τη Χρυσούλα Καλλιμάνη. Ήταν στις φυλακές Αβέρωφ, γύρω στο 1960. Η Χρυσούλα… ήταν «Σλαβομακεδόνισσα». «Σλαβομακεδόνισσες» λέγανε στη φυλακή όλες τις δίγλωσσες Μακεδόνισσες… Όταν τις ρωτούσες για την εθνικότητά τους, απαντούσαν –πολλές θύμωναν για την ερώτηση- πως είναι Ελληνίδες, και το εννοούσαν…

Η Χρυσούλα Καλλιμάνη… είχε περάσει από δίκη. Όταν επέστρεψε φορτωμένη με την καταδίκη τns, οι υπεύθυνες της Ομάδας των Φυλακισμένων της έκαναν τις συνηθισμένες ερωτήσεις για τη στάση της… σε λίγο έτυχε ν’ ανταμώσω τη Ρούλα Κουκούλου. Ήταν φουρτουνιασμένη. «Η Χρυσούλα έκανε υποχώρηση στο δικαστήριο», μου είπε… «Τι υποχώρηση;», ρώτησα. «Είπε στο δικαστήριο πως είναι Ελληνίδα»! «Καλά, κι αυτό είναι υποχώρηση;» «Φυσικά! Αρνήθηκε την εθνικότητά της!»

Η στιχομυθία αυτή χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου…. Πώς και γιατί το Κόμμα υιοθέτησε αυτή την άποψη στη διάρκεια του εμφύλιου σηκώνει κάποιες εξηγήσεις, έστω και απαράδεκτες. Το πώς τη διατηρούσε, και μάλιστα φανατικά, έως τη δεκαετία του ’60 είναι, για μένα τουλάχιστον, αίνιγμα που δεν μπόρεσα να λύσω. Το ερώτημα είναι αν και πότε εγκατέλειψε αυτή την αντίληψη[20].

Την ίδια περίπου εποχή (30 Ιουλίου 1963), θα συμβεί ένα επεισόδιο που έλαβε ευρύτερες διαστάσεις με τον Μανόλη Γλέζο στη Μόσχα, ο οποίος, σε συνέντευξη τύπου, φέρεται να εξεφράσθη «υπέρ της λύσεως του προβλήματος των μακεδόνικων μειονοτήτων δια διαπραγματεύσεων, διετύπωσε δε την ελπίδα ότι τριμερείς βαλκανικαί διαπραγματεύσεις θα επέτρεπαν εις δεδομένην στιγμήν την ίδρυσιν μιας αυτονόμου Μακεδονίας». (Εφημερίδα Ελευθερία, 1 Αυγούστου 1963).

Ο Γλέζος φέρεται να πραγματοποίησε τις σχετικές δηλώσεις κατά την απονομή του «Βραβείου Ειρήνης Λένιν». Μετά τον σάλο που δημιουργήθηκε και την εισαγωγή του θέματος στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ακολούθησε διάψευση της σχετικής δήλωσης από τον Γλέζο αλλά και επιβεβαίωση της είδησης από το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων με επίσημη απάντηση, ενώ ακολούθησαν δηλώσεις του Γλέζου και της ΕΔΑ για κατάθεση μήνυσης κατά του Πρακτορείου. Πάντως, άσχετα με τα επακριβώς λεχθέντα από τον Γλέζο –δεδομένης και της μετάφρασης της δήλωσης αρχικά στα ρωσικά και εν συνεχεία στα γαλλικά που πιθανώς διέστρεψε τα λεγόμενά του–, η ελληνική κομουνιστική Αριστερά συνέχιζε να υποστηρίζει την ανάγκη να αναγνωριστούν τα «δικαιώματα» της σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα[21].

*****

Μετά το 1990, το Μακεδονικό Ζήτημα επανεμφανίστηκε όχι πλέον ως εσωτερικό μειονοτικό πρόβλημα αλλά ως ζήτημα εξωτερικών σχέσεων με τον κρατικό μακεδονισμό των Σκοπίων, τέτοιον που ανέκυψε μετά τη διάλυση της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Σε αυτή τη νέα ιστορική περίοδο, αρχικώς, οι παραδοσιακές αριστερές δυνάμεις, που είχαν «καεί» από τον μακεδονισμό της κομμουνιστικής Αριστεράς, θα ταυτιστούν mutatis-mutandis με το λοιπό πολιτικό σύστημα στην απόρριψη των θέσεων των Σκοπίων[22]. Έτσι, στην πρώτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, στις 18 Φεβρουαρίου 1992, υπό τον –τότε– Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην οποία συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπαnδρέου, η ΓΓ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, και η πρόεδρος του Συνασπισμού, Μαρία Δαμανάκη, υπήρξε μια πολύ γενική συμφωνία σε μια ονομασία για το γειτονικό κράτος που δεν θα περιέχει τη λέξη “Μακεδονία” ή παράγωγά της.

Εξάλλου το ΚΚΕ, τον Φεβρουάριο 1992, σε δήλωση της τότε γραμματέως, Αλέκας Παπαρήγα, τόνιζε: “Το ΚΚΕ θεωρεί αρνητική εξέλιξη την ίδια την απόσχιση του κράτους των Σκοπίων από τη Γιουγκοσλαβία. Άσχετα από τη χρησιμοποίηση ή όχι του ονόματος “Μακεδονία”, που για το ΚΚΕ έχει μόνο γεωγραφική έννοια, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να δημιουργηθεί πρόβλημα γενικής αμφισβήτησης των συνόρων στα Βαλκάνια.”

Πάντως, το ΚΚΕ δεν συμμετείχε στα συλλαλητήρια που καλούσαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα, σε αντίθεση με τον “Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου” που συμμετείχε σε αυτά με τον Λεωνίδα Κύρκο. Η Αυγή τόνιζε χαρακτηριστικά: “Με ωριμότητα, που έπεισε και τους πλέον δύσπιστους, αλλά και πατριωτικό παλμό, εκατοντάδες χιλιάδες από όλη την Μακεδονία εξέφρασαν χθες σε μια συγκέντρωση με ιδιαίτερη μαζικότητα και ενωτικό χαρακτήρα την εθνική ευαισθησία τους και την αποφασιστικότητα τους να προασπίσουν την ακεραιότητα, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του ελληνισμού (23)”.

Εξάλλου, ο Συνασπισμός είχε συμφωνήσει και με την απόρριψη του πακέτου Πινέιρο που είχε προτείνει τότε την ονομασία “Nova Macedonia”.

ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/224313

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου