Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική Αριστερά – Παραχαράσσοντας την Ιστορία (μέρος Δ΄)

 

Η επανεμφάνιση του μακεδονισμού της Αριστεράς

του Γιώργου Καραμπελιά

Εν τούτοις, στα πλαίσια της ενίσχυσης των εθνομηδενιστικών τάσεων στο εσωτερικό της Αριστεράς από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εγκαταλείπονται σταδιακώς τοποθετήσεις όπως εκείνη του Συνασπισμού των αρχών της δεκαετίας του 1990. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά το 2000, η εξωκοινοβουλευτική Άκρα Αριστερά, οι Οικολόγοι, ο Συνασπισμός, αλλά και το ΚΚΕ θα αρχίσουν να επιστρέφουν στον πατροπαράδοτο «μακεδονισμό» ξανασυναντώντας τις παλιές καλές παραδόσεις του πρώιμου ΚΚΕ. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή την επιστροφή στις ρίζες θα διαδραματίσουν διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί που θα συμπεριλάβουν την επιστροφή στον μακεδονισμό στο συνολικό εγχείρημα της «κατεδάφισης των εθνικών μύθων» το οποίο θα αναλάβει η διαρκώς ενισχυόμενη επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες εθνομηδενιστική Αριστερά[1].


Τα επιχειρήματα αυτών των νέων υπερασπιστών της «μακεδονικής ταυτότητας» στηρίζονται προνομιακά στο γλωσσικό επιχείρημα. Επιχείρημα στο οποίο κατ’ εξοχήν είχαν στηριχτεί στο παρελθόν τόσο η Κομμουνιστική Διεθνής όσο και το ΚΚΕ. Αγνοώντας δηλαδή το γεγονός ότι το «μακεδονικό ζήτημα» αποτέλεσε εν πολλοίς μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στους ελληνίζοντες «γραικομάνους» και τους βουλγαρίζοντες «εξαρχικούς», η παραδοσιακή φιλο-αυτονομιστική αντίληψη ταύτιζε τη γλωσσική διαφοροποίηση με την εθνοτική. Έτσι, με ένα μαγικό ραβδί, οι σλαβόφωνοι αναγορεύονταν αυτομάτως σε «μειονότητα» γλωσσική και εθνοτική ταυτόχρονα[2]. Επί πλέον, επιστρατεύουν προνομιακά το ζήτημα των «ανθρωπίνων μειονοτικών δικαιωμάτων», υποτιμώντας σκανδαλωδώς το γεγονός ότι, για εκατό χρόνια σχεδόν, το σχετικό ζήτημα προκάλεσε αναρίθμητες συγκρούσεις και πολεμικές αναμετρήσεις και, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί απλώς ζήτημα «δικαιωμάτων». Θα λέγαμε μάλιστα ότι το ελληνικό κράτος, παρά τα μέτρα καταστολής, ενίοτε παράλογης και αναποτελεσματικής, που εφάρμοσε εναντίον των σλαβόφωνων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεταξά και αμέσως μετά τον Εμφύλιο, δεν έφτασε ποτέ σε τακτικές «εθνοκάθαρσης» όπως ισχυρίζονται οι Έλληνες μακεδονιστές. Διαβάζουμε σε κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου:

Πριν από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, στη σημερινή ελληνική Μακεδονία ζούσαν κάπου 250 με 300.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί. Ακολούθησαν τέσσερα μεγάλα κύματα εθνοκάθαρσης (1913, 1919-25, 1945-46, 1948-49), που περιόρισαν το μέγεθος αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, χωρίς ωστόσο και να την εξαφανίσουν[3].

Είναι προφανές ότι από μια πληθυσμιακή ομάδα 250.000 ατόμων που έχει υποστεί «τέσσερα μεγάλα κύματα εθνοκάθαρσης», δεν θα είχε μείνει ούτε ρουθούνι εάν το ελληνικό κράτος εφάρμοζε όντως πολιτική «εθνοκάθαρσης». Στην πραγματικότητα όμως, παρά τις συγκρούσεις, τις ανταλλαγές πληθυσμών, τη λειτουργία της συγκεκριμένης μειονότητας ως στρατηγικής μειονότητας και τη χρήση της από γειτονικές χώρες σε πολεμικές αναμετρήσεις (η Βουλγαρία έχει εισβάλει σε τρεις περιπτώσεις στα μακεδονικά εδάφη), το ελληνικό κράτος δεν εφάρμοσε ποτέ πολιτική εθνοκάθαρσης των αντίστοιχων πληθυσμών – σε αντίθεση με ό,τι έκανε η Βουλγαρία στην Ανατολική Ρωμυλία ή η Τουρκία στη Μικρά Ασία. Και αν όντως εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και σήμερα δεκάδες χιλιάδες σλαβόφωνοι «μειονοτικοί» (ο Κωστόπουλος αναφέρεται σε 150.000!), είναι όντως απορίας άξιο, πρώτον πώς επιβίωσαν «μετά από τέσσερα μεγάλα κύματα εθνοκάθαρσης» και ακόμα περισσότερο πώς και γιατί δεν εμφανίζονται στη σημερινή Ελλάδα αυτοί οι τόσο πολυπληθείς μειονοτικοί για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους;

Αντίθετα, εδώ και δεκαετίες, ενώ μάλιστα η Ελλάδα εκδημοκρατίζεται και όλες οι πραγματικές ή ανύπαρκτες μειονότητες διεκδικούν δικαιώματα, το μακεδονικό, ως μειονοτικό ζήτημα στο εσωτερικό της Ελλάδας, μοιάζει να υποχωρεί μέχρις εξαφανίσεως, ως συνέπεια τόσο της φυγής του σκληρού πυρήνα των Σλάβων μακεδονιστών μετά τον Εμφύλιο όσο και της σταδιακής, ενίοτε ολοκληρωτικής, ενσωμάτωσης των σλαβοφώνων στον λοιπό ελληνικό πληθυσμό. Δεδομένου μάλιστα ότι –κατά τεκμήριο– οι σλαβόφωνοι που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα αποτελούσαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συνεχιστές ή απογόνους των ελληνικής συνείδησης σλαβόφωνων πληθυσμών (των «πατριαρχικών»), αυτή η ενσωμάτωση έμοιαζε ως το τελικό στάδιο μιας πορείας άρσης μιας γλωσσικής και εν μέρει εθνοτικής ιδιαιτερότητας που είχε προκαλέσει τεράστιες αναταράξεις στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Και αυτή η πορεία της ενσωμάτωσης των σλαβόφωνων πληθυσμών στο σώμα του ελληνικού έθνους καταδεικνύεται και από την αποτυχία όλων των αποπειρών για προβολή κάποιας γλωσσικής και πόσο μάλλον εθνοτικής διαφοροποίησης, που έγιναν καθ΄ όλη τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο στη Δυτική Μακεδονία[4].

Αν όμως ελλείπουν πλέον τα μειονοτικά realia, η ανακατασκευή της ιστορίας του μακεδονικού ζητήματος, στα πλαίσια της συνολικής αναθεώρησης της ελληνικής ιστορίας που επιχειρεί εδώ και τριάντα ή σαράντα χρόνια η αναθεωρητική εθνομηδενιστική διανόηση, προσλαμβάνει μια τεράστια ιδεολογική και πολιτική σημασία. Σημασία η οποία κατεδείχθη με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο με την πρόσφατη υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία προετοίμασε ο μακεδονικός αναθεωρητισμός.

Αυτός ο «ελληνικός» μακεδονικός αναθεωρητισμός, με πληθώρα δημοσιεύσεων, καλλιεργεί την αντίληψη πως ο ελληνικός εθνικισμός κατέστειλε και καταπίεσε μια εθνότητα και για να το υποστηρίξει επιστρατεύει τα πάντα. Κατ’ αρχάς, όπως προαναφέραμε, διαστρεβλώνει την ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, εγκολπούμενη τη βουλγαρική και σλαβική εκδοχή μιας διευρυμένης προς βορράν «Μακεδονίας», περιλαμβάνοντας σε αυτή και τα Σκόπια, πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου. Έτσι αυξάνεται τεχνητά ο αριθμός των σλαβοφώνων και επομένως το ποσοστό τους ως κατοίκων της Μακεδονίας.

Σύμφωνα όμως με όλες τις απογραφές, οι σλαβόφωνοι που κατοικούσαν την ελληνική Μακεδονία, ακόμα και πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, έφθαναν τις 250-260 χιλιάδες σύμφωνα με τους υψηλότερους υπολογισμούς, τους οποίους υιοθετεί και ο Κωστόπουλος εκ των οποίων οι βουλγαρόφρονες έφθαναν τις 120-130 χιλ. Αλλά και αυτών η βουλγαρική εθνική συνείδηση είναι αρκετά ασταθής και αμφίβολη, όπως καταδεικνύει και η σχετική μελέτητης Ελισάβετ Κοντογιώργη:

Η επίσημη ελληνική στατιστική του 1928, η οποία αναφέρει ότι στην Μακεδονία βρίσκονταν περίπου 82.000 Σλαβόφωνοι, φαίνεται ότι έλαβε υπόψη της μόνο αυτούς που στις προηγούμενες στατιστικές αναφέρονταν ως σχισματικοί. Το γεγονός ότι αυτοί που επέλεξαν να μείνουν στη Μακεδονία, παρόλο που μιλούσαν το σλαβικό ιδίωμα, ουδέποτε ζήτησαν να αποκτήσουν μειονοτικό σχολείο συνέβαλε στη διαμόρφωση της επίσημης θέσης της Ελλάδας στο Μεσοπόλεμο ότι οι πληθυσμοί αυτοί δεν είχαν βουλγαρική εθνική συνείδηση. Οι 77.000 ήταν πατριαρχικοί[5].

Στην πραγματικότητα, η αναμόχλευση μιας λιγότερο ή περισσότερο ισχυρής μειονοτικής συνείδησης στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας υπήρξε συνέπεια της πολιτικής υποδαύλισης του μειονοτικού ζητήματος τόσο από το ΚΚΕ, κατά την προπολεμική περίοδο, όσο και κυρίως από τους Βουλγάρους, αρχικώς στη διάρκεια της Κατοχής, και από τον Τίτο στη συνέχεια. Συναφώς δε, αποσιωπάται ή υποβαθμίζεται το γεγονός πως, ήδη από την εποχή της δημιουργίας της Εξαρχίας και του Μακεδονικού Αγώνα, στις αρχές του 20ού αιώνα, η σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων ή «Μακεδόνων» αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τη σύγκρουση ανάμεσα στους ελληνικής συνείδησης σλαβόφωνους «πατριαρχικούς» και τους σλαβόφωνους «εξαρχικούς». Γι’ αυτό και η εθνομηδενιστική ιστοριογραφία συνολικά υποβαθμίζει τη συμμετοχή των σλαβόφωνων στις μάχες εναντίον των Βουλγάρων ή των κομιτατζήδων. Και όμως, ο καπετάν Κόττας και ο καπετάν Βαγγέλης, με τους εκατοντάδες αντάρτες τους, αποτελούν εξέχουσες περιπτώσεις σλαβόφωνων Ελλήνων που συγκρούστηκαν με τους βουλγαρόφρονες κομιτατζήδες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η δε περίπτωση της Χρυσούλας Καλλιμάνη, της Ελληνίδας κομμουνίστριας την οποία αναφέρει η Έλλη Παππά, είναι απολύτως ενδεικτική της σχέσης με την πραγματικότητα που είχε η αντίληψη η οποία ταύτιζε τους σλαβόφωνους με τους Βουλγάρους ή τους σλαβικής συνείδησης πληθυσμούς.

Η υποβάθμιση αυτής της παραμέτρου όχι μόνο υποεκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων στον χώρο της Μακεδονίας αλλά και συσκοτίζει ένα ιστορικό γεγονός ευρύτερου χαρακτήρα, ότι δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος πληθυσμών ελληνικής συνείδησης –Αρβανίτες, Βλάχοι, σλαβόφωνοι, τουρκόφωνοι– είτε ήταν δίγλωσσοι είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν ελληνοφωνούσαν καν. Οι ελληνικοί πληθυσμοί, στα πλαίσια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της μειωμένης εγγραμματοσύνης, είχαν κατά ένα σημαντικό ποσοστό εγκαταλείψει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, χωρίς όμως να πάψουν να αυτοχαρακτηρίζονται ως Ρωμιοί-Έλληνες. Είναι γνωστή η αγωνιώδης και μάλλον αποτυχημένη μέχρι σήμερα προσπάθεια της εθνομηδενιστικής ιστοριογραφίας και των πολυώνυμων ΜΚΟ να βαφτίσουν μειονότητες τους Αρβανίτες, τους Βλάχους, τους σλαβόφωνους, τους Τσιγγάνους, έτσι ώστε να πληγεί το «αφήγημα του ελληνικού εθνικισμού» για την υψηλή εθνική συνοχή των Ελλήνων.

Στην ίδια κατεύθυνση ηρωοποιείται συστηματικά η «εξαρχική» σλαβική πτέρυγα και αποκρύπτονται τόσο τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει τα μέλη των κομιτάτων εναντίον των «πατριαρχικών», και γενικότερα των ελληνικών πληθυσμών, όσο και η συνεργασία τους με τις κατοχικές δυνάμεις των Βουλγάρων και των Γερμανών, από το 1912 έως το 1944. Αντίθετα, υπερπροβάλλονται οι όποιες βίαιες ενέργειες των ελληνικών σωμάτων. Ιδιαίτερα έχει συσκοτιστεί και αποσιωπηθεί το γεγονός ότι, στη διάρκεια της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής Κατοχής στη Μακεδονία, οι περισσότεροι «Σλαβομακεδόνες αγωνιστές» συνεργάζονταν με τις κατοχικές δυνάμεις μέχρι τις αρχές του 1944 και μόνο μετά τη διαφαινόμενη κατάρρευση του Άξονα άρχισαν προσανατολίζονται προς τις δυνάμεις του Τίτο και του ΕΑΜ. Έτσι, οι παλιοί Οχρανίτες και συνεργάτες των δυνάμεων Κατοχής μεταβλήθηκαν σταδιακώς σε «παρτιζάνους»[6].

Το ηροστράτειο μίσος των εθνομηδενιστών συγγραφέων και δημοσιογράφων είναι τέτοιο ώστε, εκτός από τους ύμνους προς τους «Σλαβομακεδόνες αγωνιστές», ανάλογους με εκείνους του Ζαχαριάδη το 1949, επιδίδονται σε μια συστηματική κατασυκοφάντηση των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα, και πρώτα απ’ όλα του κατ’ εξοχήν συμβόλου του, του Παύλου Μελά, ενώ αντίθετα εκθειάζεται ο «παρτιζάνικος» χαρακτήρας της ΕΜΕΟ[7].

Σε αυτό το έργο πρωτοστατεί ο γνωστός και μη εξαιρετέος Τάσος Κωστόπουλος, από τις στήλες της Ελευθεροτυπίας παλαιότερα και της Εφημερίδας των Συντακτών σήμερα. Έτσι επί παραδείγματι, ο κομιτατζής οπλαρχηγός, Βασίλ Τσακαλάρωφ, που είχε σκοτώσει δεκάδες «πατριαρχικούς» σλαβόφωνους και ελληνόφωνους, αναγορεύεται σε ήρωα, σε αντίθεση με τον «βυσματία-λουφαδόρο» Παύλο Μελά. Σε άρθρο του στη δημοσιογραφική ναυαρχίδα της κυβερνητικής Αριστεράς, την Εφημερίδα των Συντακτών, σχολιάζει ως εξής επιστολή του Παύλου Μελά στον Ίωνα Δραγούμη: «Η Νάτα απαιτεί ξεμπέρδεμα Τσακαλάρωφ, ενημερώνει λ.χ. στις 26/4/1903 από την Αθήνα ο Μελάς τον Ίωνα, υποπρόξενο τότε στο Μοναστήρι· ο λόγος για τον Βασίλ Τσακαλάρωφ, τον επίφοβο οπλαρχηγό της ΕΜΕΟ που αποτελούσε το τοπικό (και τοτεινό) ισοδύναμο του δικού μας Βελουχιώτη»[8].

Έτσι ο Τσακαλάρωφ μεταβάλλεται σε ισοδύναμο του Βελουχιώτη. Και ο αρθρογράφος δεν προσθέτει, έστω, «σε ήρωα για τους Σλαβομακεδόνες» αλλά σε «τοπικό (και τοτεινό) ισοδύναμο του δικού μας Βελουχιώτη». Δηλαδή, ο Τσακαλάρωφ δεν αποτελούσε, έστω, ήρωα για τους αντιπάλους των ελληνικών σωμάτων, που βρίσκονταν σε αγώνα ζωής ή θανάτου μαζί τους, αλλά απλώς σε «τοπικό (και τοτεινό) ισοδύναμο του δικού μας Βελουχιώτη». Και αυτό δεν είναι κάποιο lapsus calami του Κωστόπουλου αλλά εντάσσεται στη γενική εικόνα που δίνουν για την ΕΜΕΟ οι Έλληνες μακεδονιστές. Η ΕΜΕΟ δεν ήταν μια οργάνωση, αντάρτικη μεν αλλά με φιλοβουλγαρικά, χωριστικά και ανθελληνικά χαρακτηριστικά, αλλά απλώς «επαναστατική». Την ίδια , ο Ίωνας Δραγούμης και κυρίως ο Παύλος Μελάς δαιμονοποιούνται και συκοφαντούνται συστηματικά, πόσο μάλλον που, με την ευκαιρία των κινητοποιήσεων ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, το όνομα του Μελά μεταβλήθηκε κυριολεκτικώς σε σύμβολο της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων και ιδιαίτερα των νέων.

Σε ένα πρόσφατο λιβελλογράφημα, υπό τον εύγλωττο τίτλο, «Ο αληθινός Παύλος Μελάς» –το ίδιο στο οποίο εκθειάζεται ο Τσακαλάρωφ– σημειώνει:

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη δημόσια συζήτηση των τελευταίων μηνών για το Μακεδονικό. Η μορφή του είναι γνωστή στους πάντες από το σχολείο και τη δημόσια Ιστορία, σαν ενσάρκωση του κατ’ εξοχήν εθνικού ήρωα της μετεπαναστατικής Ελλάδας… Ο σχετικός μύθος χτίστηκε αμέσως μετά τον φόνο του Μελά, πριν από ακριβώς 114 χρόνια[9].

Και προχωράει σε ένα βιτριολικό κείμενο στο οποίο χαρακτηρίζει τον Μελά «βυσματία λουφαδόρο»(!), διότι… δεν σκοτώθηκε κατά τον πόλεμο του 1897, και «προβοκάτορα», διότι συμμετείχε στην «Εθνική Εταιρεία» (μαζί με τον Κωστή Παλαμά ή τον Νικόλαο Πολίτη!) και είχε συμμετάσχει στα αντάρτικα σώματα που είχαν εισέλθει στην οθωμανική Αυτοκρατορία. [«Προβοκάτορες στα σύνορα. Οι αξιωματικοί Παύλος Μελάς και Κωνσταντίνος Μαζαράκης με τους “αντάρτες” της “Εθνικής Εταιρείας”»[10]]. Ο Παύλος Μελάς και ο Ίων Δραγούμης είναι δύο Έλληνες σωβινιστές που σχεδιάζουν μια «αντεπαναστατική» «ένοπλη ελληνική επέμβαση» εναντίον των «αντιοθωμανών» επαναστατών-κομιτατζήδων, στοχεύοντας κατ’ εξοχήν στην κατάληψη της εξουσίας στην Αθήνα:

… Μελάς και Δραγούμης με μια παρέα πρώην εταίρων της «Ε.Ε.» βάζουν τα θεμέλια για την ένοπλη ελληνική επέμβαση στη Μακεδονία κατά του αντιοθωμανικού αντάρτικου των κομιτατζήδων. Η αλληλογραφία τους δεν αφήνει ωστόσο την παραμικρή αμφιβολία ότι πραγματικό κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός τους δεν ήταν τόσο ο αλύτρωτος Ελληνισμός όσο οι υπουργικοί διάδρομοι της Αθήνας[11].

Εξάλλου, ο ίδιος, στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να αποδομήσει τον «σχετικό μύθο», εδώ και χρόνια είχε δοκιμάσει να «απομυθοποιήσει» και τον θάνατο του Μελά. Σε άρθρο του υπογεγραμμένο ως «Ιός» και γραμμένο πιθανότατα εξ ολοκλήρου από τον ίδιο (Ελευθεροτυπία, 10/10/2004), κατά την εκατοστή επέτειο του θανάτου του Μελά και υπό τον προβοκατόρικο τίτλο «Το άγνωστο εθνικό θρίλερ, Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά;», προσπαθεί να καταδείξει πως, στην πραγματικότητα, ο θάνατός του δεν υπήρξε καθόλου ηρωικός. Και στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός: το ότι οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του, ακόμα και σήμερα, δεν είναι απολύτως διευκρινισμένες. Τις ίδιες περίπου ημέρες (Καθημερινή, 17/10/2004), δημοσιεύτηκε και μια σχετική μελέτη του πανεπιστημιακού Βασίλη Γούναρη[12] που περιγράφει επίσης τις ακόμα σχετικά ακαθόριστες συνθήκες του θανάτου του Μελά, και υποστηρίζει πως για να διευκρινιστούν εντελώς θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί έρευνα στα οθωμανικά αρχεία. Ο Κωστόπουλος, για να προσδώσει κάποιο κύρος στο λιβελλογράφημα του 2018, επιστρατεύει αναδρομικά και τον Γούναρη. Έτσι παραπέμπει ταυτόχρονα στο δικό του άρθρο και σε εκείνο του Γούναρη, τα οποία και παρουσιάζει ως ακολούθως:

Ο Ιός, «Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά; Το άγνωστο εθνικό θρίλερ» (εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 10/10/2004, σ. 53-55). Οι δέκα αντιφατικές εκδοχές… για τον θάνατο του ιδανικού ήρωα της εθνικοφροσύνης. Βασίλης Γούναρης, «Το μοιραίο δεκαήμερο» (εφ. Καθημερινή/ένθετο «Επτά Ημέρες», 17/10/2004, σ.14-19). Η ίδια ακριβώς υπόθεση… και ταυτόσημα, επί της ουσίας, συμπεράσματα[13].

Το πόσο «ταυτόσημα» υπήρξαν, «επί της ουσίας», τα «συμπεράσματα» συνάγεται από τις αποτιμήσεις των ίδιων των συγγραφέων: Για τον Κωστόπουλο, οι διαφορετικές και κάποτε αντιφατικές εκδοχές για τις συνθήκες του θανάτου του Μελά αποτελούν μια ακόμα ψηφίδα στην προσπάθεια της απομυθοποίησής του. Μια σειρά από συγκυρίες θα οδηγήσουν στον ταπεινωτικό θάνατο του «άκαπνου» «λουφαδόρου» και θα τον μεταβάλουν σε ήρωα: «Ό,τι δεν είχε καταφέρει εν ζωή, ο αριστοκράτης ανθυπολοχαγός το πέτυχε με την κοινωνική εμβέλεια του θανάτου του»[14].

Για τον Γούναρη, αντίθετα, οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά αποτελούν ένα μάλλον δευτερεύον αδιευκρίνιστο ιστορικό πρόβλημα σχετικά με τον θάνατο ενός αληθινού ήρωα. Καταλήγει, ολοκληρώνοντας την έρευνά του:

Όμως όλα αυτά δεν έχουν τελικά και τόση σημασία για την Ιστορία. Η θέση του καπετάν Μίκη Ζέζα ως συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα και της ανιδιοτελούς θυσίας για την πατρίδα, θέση για την οποία προετοιμαζόταν ψυχολογικά και έμπρακτα σε ολόκληρη τη σύντομη ζωή του, δεν απειλείται διόλου. Ήταν πραγματικός ήρωας.

Όπως έχω επισημάνει σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η διαστρέβλωση και παρερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τους αναγνωρισμένους εθνικούς ήρωες, και η ανάδειξη δευτερευουσών πλευρών στη ζωή και τη δράση τους, αποτελεί προνομιακή μέθοδο των εθνομηδενιστών ιστορικών και δημοσιογράφων για να τους «αποδομήσουν». Ο Λάμπρος Τζαβέλλας ήταν «όργανο» του Αλή πασά (Βάσω Ψιμούλη), ο Μακρυγιάννης «τοκογλύφος» (Νίκος Θεοτοκάς) κ.ο.κ., ο δε Κωστόπουλος αποτελεί μάλλον τον πρύτανη του είδους.

Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως όλη η εκστρατεία των μακεδονιστών της Αριστεράς, που τους επανέφερε στην παλιά καλή «μακεδονίτικη» ιδεολογία του ΚΚΕ, περιορίζεται σε ορισμένους εμμονικούς και ιδεοληπτικούς ελληνοφάγους, τύπου Κωστόπουλου και «Ιού», αλλά αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των διανοουμένων και των δημοσιολογούντων αυτού του χώρου.

*****

Ο Νίκος Κοτζιάς δίνει το σύνθημα και όλοι στις Πρέσπες τραγούδησαν το «Happy Bitrhday» στον μόνιμο διαπραγματευτή για το Μακεδονικό, Μ. Νίμιτς

Καρπός και επιστέγασμα αυτής της ιδεολογικής προετοιμασίας και της γενικότερης μεταβολής της Αριστεράς σε κατ’ εξοχήν φορέα του εθνομηδενισμού υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία και προσέφερε τη δυνατότητα στα «μακεδονικά» φληναφήματα μιας μειοψηφίας να μεταφραστούν σε επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους, συνεπικουρούμενα βέβαια από ολόκληρο το δυτικό, πολιτικό, οικονομικό, ακαδημαϊκό και μηντιακό, σύστημα.

Οι Έλληνες «μακεδονιστές», έχοντας μεταβληθεί στο δόρυ της παγκοσμιοκρατίας, κέρδισαν μια σημαντική μάχη σε βάρος του ίδιου του λαού τους. Υποπτεύομαι, εν τούτοις, ότι η νίκη τους στις Πρέσπες υπήρξε πύρρεια, από την άποψη της ιδεολογικής τους ηγεμονίας. Διότι προκάλεσε, ένα κυριολεκτικό «τσουνάμι» αντιδράσεων, που αγκάλιασε μεγάλο μέρος των νέων και μετέβαλε το «μισητό» όνομα του Παύλου Μελά σε σύμβολο ανάλογο των ηρώων του 1821. Ο εθνομηδενισμός του «μακεδονισμού» κατέστη, έστω προς στιγμήν, επίσημη κρατική ιδεολογία, και την ίδια στιγμή άρχισε η ιδεολογική του κατάρρευση. Ο Παύλος Μελάς… εκδικείται.

ΠΗΓΗ: ardin-rixi.gr/archives/224348

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου