Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική Αριστερά (μέρος Β΄)

 

Η γένεση των «Σλαβομακεδόνων» ως έθνους

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Οι υποστηρικτές μιας αυτόνομης σλαβομακεδονικής εθνότητας, σε αυτή την πρώτη περίοδο, ήταν ιδιαίτερα λιγοστοί και θα αρχίσουν να ακούγονται για πρώτη φορά μετά την αποτυχία της βουλγαρόφωτης εξέγερσης του Ήλιντεν. Τότε –αμέσως μετά–, τον Δεκέμβριο του 1903, εκδόθηκε, από τον Κρίστε Μισίρκωφ, το θεωρούμενο ως μανιφέστο των Σλαβομακεδόνων βιβλίο, Μακεδονικές υποθέσεις (Za makedonckite raboti)[1],που υποστήριζε την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ενιαία σλαβική μακεδονική γλώσσα. Μεταξύ άλλων, ο Μισίρκωφ υποστηρίζει πως οι Σλαβομακεδόνες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα του ανταγωνισμού των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ελλήνων και, επομένως, θα πρέπει να συγκροτήσουν μια αυτόνομη ταυτότητα, έστω και αν αυτή δεν είχε προϋπάρξει στο παρελθόν.


Απέναντι σε εκείνους που υποστηρίζουν πως «η Μακεδονία δεν αποτελεί ενιαίο γεωγραφικό εθνικό ή ιστορικό σύνολο» και δεν έχει επιδράσει στις τύχες των γειτονικών λαών, «αλλά υπήρξε η αρένα της πολιτικής και πολιτιστικής πάλης ανάμεσα στα διάφορα βαλκανικά έθνη», ο Μισίρκωφ απαντά με το αφοπλιστικό επιχείρημα πως «κάτι που δεν υπήρξε στο παρελθόν μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί αργότερα, αν υπάρξουν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες»[2]! Και συνεχίζει:

…Το όνομα “Μακεδόνας” χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους σλάβους Μακεδόνες ως γεωγραφικός όρος για να δηλώσουν την καταγωγή τους. Είναι μάλιστα πολύ γνωστό ανάμεσά τους και όλοι τους το χρησιμοποιούν για να αυτοπροσδιορίζονται. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα και ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μια μηχανική πολιτική διαδικασία, άρα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε η Μακεδονία να εξελιχθεί σε μια ανεξάρτητη εθνογραφική περιοχή…[3]

Τόσο ασθενείς ήταν, τότε ακόμα, οι προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του νεόκοπου «έθνους», ώστε ο ίδιος ο Μισίρκωφ, λίγα χρόνια αργότερα, το 1907, επέστρεψε στον βουλγαρισμό, ενώ το 1919, μετά τη νέα ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, έγινε και πάλι για μικρό διάστημα, μακεδονιστής[4]Δηλαδή, ο μακεδονισμός του ίδιου του Μισίρκωφ εξαρτώνταν από τις διακυμάνσεις του «πολιτικού μηχανισμού». Ωστόσο, είχε επισημάνει ένα βασικό στοιχείο για τη δημιουργία νεόκοπων «εθνών», την κατασκευή τους από την πολιτική βούληση άλλων εθνών και δυνάμεων. Έτσι, κατά τον 20ό αιώνα, θα δημιουργηθούν αρκετά «πολιτικά» έθνη, στην Αφρική, επί τη βάσει του αποικιοκρατικού χωρισμού των αφρικανικών εδαφών. Στην περίπτωση των «Σλαβομακεδόνων», αυτό θα συμβεί κατ’ εξοχήν μέσα από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων. Η αδυναμία τόσο των μεν όσο και των δε, κυρίως των Βουλγάρων, να κυριαρχήσουν οριστικά πάνω σε αυτούς τους σλαβικούς πληθυσμούς, και επί πλέον ο ανταγωνισμός με την Ελλάδα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναδυθεί, σε ένα αυξανόμενο ποσοστό των Σλάβων της ευρύτερης Μακεδονίας, μια χωριστική ταυτότητα, την οποία αρχικώς ο Στάλιν και εν συνεχεία ο Τίτο, ως οι εμβρυουλκοί του, θα μεταβάλουν σε ένα χρήσιμο «πολιτικό έθνος». Όπως τόσο εύστοχα έγραφε ο Μισίρκωφ:

Έτσι το μακεδονικό Εθνικό Αναγεννησιακό Κίνημα αναπτύσσεται ως ιστορικό φαινόμενο με γερά θεμέλια και λαμπρό μέλλον και είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα[5].

Για να συγκεντρωθούν όμως όλες αυτές οι ευτυχείς προϋποθέσεις έπρεπε αρχικώς να αποτύχει η ενσωμάτωσή τους από τον βουλγαρισμό –την πρωιμότερη και ισχυρότερη σλαβική εθνική αναφορά των σλαβόφωνων πληθυσμών– και το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών πληθυσμών της περιοχής να παραμείνει εκτός του βουλγαρικού κράτους.

Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδηφαγία και τα αλλεπάλληλα λάθη των Βουλγάρων ηγετών. Κατ’ αρχάς, μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι, θεωρώντας εαυτούς στρατιωτικά παντοδύναμους, δεν αρκέστηκαν στα εδαφικά κέρδη τα οποία είχαν αποκομίσει, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, μέχρι τη Χαλκιδική, καθώς και το σύνολο της δυτικής και της ανατολικής Θράκης, αλλά θέλησαν να αποσπάσουν από την Ελλάδα και τη Σερβία όλα τα εδάφη που είχε παραχωρήσει στους Βουλγάρους η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, καθώς και τη Θεσσαλονίκη.

Το αποτέλεσμα ήταν να στραφούν εναντίον της Βουλγαρίας όλες οι βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία), ακόμα και η Τουρκία, και η Βουλγαρία να συντριβεί κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά και την Ανατολική Θράκη, την οποία ανακατέλαβε η Τουρκία. Έτσι –εκτός από τη λεγόμενη «Μακεδονία του Πιρίν»–, η Σερβία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών οθωμανικών εδαφών, αλλά και ένα μέρος ελληνικών πόλεων (όπως το Μοναστήρι) τις οποίες ο Βενιζέλος παραχώρησε στη Σερβία, στα πλαίσια μιας πολιτικής εξευμενισμού της, ώστε να επιτύχει την ενσωμάτωση της λοιπής Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.

Αμέσως μετά, η Βουλγαρία, ακολουθώντας αναθεωρητική πολιτική, συντάχθηκε με την Γερμανία και την οθωμανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με συνέπεια να χάσει και την κατεχόμενη από αυτήν Δυτική Θράκη προς όφελος της Ελλάδας και προφανώς να παγιωθεί η σερβική κυριαρχία στη σημερινή περιοχή των Σκοπίων.

Η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετεί τον Μακεδονισμό

Θα ακολουθήσει μία περίοδος κατά την οποία, στην ηττημένη Βουλγαρία, θα ενισχυθούν οι τάσεις για μια «επαναστατική» επιστροφή του Μακεδονισμού στο προσκήνιο.

Η Κομμουνιστική Διεθνής θα επικρίνει μάλιστα το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα ότι τήρησε στάση ουδετερότητας στην ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), και ο Γραμματέας της Κομιντέρν, Καρλ Ράντεκ, θα διατυπώσει τη νέα «μακεδονική γραμμή» στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς, στις 12/13 Ιουνίου 1923, στη Μόσχα:

«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας… Αυτές οι οργανώσεις (οι μακεδονικές) είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί εναντίον της κυριαρχίας των τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση. Οι μακεδονικές οργανώσεις ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής[6].

Έτσι, αντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται, το 1923-24, ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της Κ.Δ. ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση, ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη, και να επιδιώκουν τη δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών[7]. Έτσι, το ισχυρότατο Κ.Κ. Βουλγαρίας θα συμμαχήσει με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση(ΕΜΕΟ) και θα αποπειραθεί μάλιστα την επαναστατική ανατροπή της βουλγαρικής κυβέρνησης.

Εξάλλου, το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ αντίθετα εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία[8], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων. Συναφώς, η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον «μακεδονισμό» των Βουλγάρων κομμουνιστών – που, με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και συνοδοιπορούσαν με τους μπολσεβίκους ήδη από το 1914.

Το σχετικό εγχείρημα εμφανιζόταν, τουλάχιστον στη θεωρία, ως «αντισωβινιστικό» και διεθνιστικό, διότι δεν προέβλεπε ενσωμάτωση στη Βουλγαρία αλλά τη συγκρότηση ενός νέου, ανεξάρτητου Μακεδονικού και Θρακικού κράτους – τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις διακηρυγμένες θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Άλλωστε, οι αποφάσεις των τελευταίων ήταν υποχρεωτικές για τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, που αποτελούσαν τμήματά τους, υποκείμενα στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό»[9]. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι ανάλογο θα συμβεί για ένα διάστημα με τον Τίτο, επίσης εμβληματική μορφή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που επεδίωκε, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν και του Δημητρώφ, να ενώσει τα Βαλκάνια –και την ενιαία «Μακεδονία»– σε μια Σοσιαλιστική Βαλκανική Ομοσπονδία. Και προφανώς, μια πιθανή έξοδος στη Θεσσαλονίκη θα ήταν καλοδεχούμενη. Η δε Ελλάδα, σύμφωνα με την λογική της Κομιντέρν, όχι μόνο δεν είχε ζητήματα εθνικής ολοκλήρωσης (τα ζητήματα της Κύπρου, της Δωδεκανήσου, της Βορείου Ηπείρου αποσιωπώνται συστηματικά) αλλά ήταν και «επεκτατική»![10]

Η «ανεξάρτητη Μακεδονία» επιβάλλεται στο ΚΚΕ

Έτσι, η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία και η Κομμουνιστική Διεθνής θα υποχρεώσουν και το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα να συνταχθεί με το αίτημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης, παρά τις αιτιάσεις και τις αντιρρήσεις που προέβαλλαν ακόμα και ηγετικά στελέχη του κόμματος, όπως ο Κορδάτος ή ο γενικός γραμματέας του, Αποστολίδης, οι οποίοι και εκπαραθυρώθηκαν.

Όταν αναφερόμαστε σε επιβολή της σχετικής αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και εκπαραθύρωση των ηγετικών στελεχών του, με πιο κραυγαλέα απόδειξη τα γεγονότα κατά το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), το 1924, κυριολεκτούμε. Τωόντι, στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ., Μόσχα 17/6-8/7/1924), είχε ληφθεί η απόφαση «περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», την οποία αποδέχτηκαν οι αντιπρόσωποι του ελληνικού Κ.Κ. στο Συνέδριο, Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος, και ανέλαβαν να την μεταφέρουν στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όμως, η τότε ηγεσία του κόμματος –ιδιαίτερα ο τότε γραμματέας, Θωμάς Αποστολίδης, καθώς και ο Γιάννης Κορδάτος– αντιδρούσε έντονα και «κωλυσιεργούσε», όπως άλλωστε και το γιουγκοσλαβικό Κ.Κ., στην αποδοχή και εφαρμογή της «μακεδονικής» γραμμής της «Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας». Γι’ αυτό και το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ (26/11-3/12/1924) συγκλήθηκε –μάλλον παρά τη θέληση της ηγεσίας του– από τον εκπρόσωπο της Κ.Δ., Ντιμίτρι Μανουήλσκι (ειδικό για τα βαλκανικά θέματα).

Στη συζήτηση που έγινε στην Αθήνα, ο Αποστολίδης προσπάθησε μάταια να αποκρούσει τους Μανουήλσκι και Πουλιόπουλο, καταδεικνύοντας πως, με την εγκατάσταση των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει πάψει να υφίσταται «Μακεδονικό Ζήτημα» στην Ελλάδα. Εντούτοις, το Συνέδριο υιοθέτησε το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και της ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης» και αντικατέστησε τον Αποστολίδη, ορίζοντας νέο Γραμματέα τον «διεθνιστή και μακεδονιστή» Παντελή Πουλιόπουλο, μελλοντικό ηγέτη του ελληνικού τροτσκισμού[11]. Ο Πουλιόπουλος μάλιστα έθεσε σε περίοπτη θέση το Μακεδονικό στην ατζέντα του Κόμματος, και σε σχετικό άρθρο του, στον Ριζοσπάστη της 14/12/1924, υπό τον τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα», έγραφε:

Η ελληνική πλουτοκρατία καταδυναστεύει ένα μέρος του μακεδονικού και θρακικού λαού… Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει στη Μακεδονία και στη Θράκη, δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει επάνω σ’ εμάς.

Το ελληνικό «τμήμα» προσαρμόστηκε στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΒΚΟ και δεν έπαυε στη συνέχεια να επανέρχεται σε αυτή παρά τις διώξεις των μελών του –ανάμεσά τους και με το περιβόητο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου– και παρά την απομαζικοποίηση που επέφερε· και όμως, παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά, η ηγεσία του κόμματος κατηγορούνταν ότι δεν εφάρμοζε με ιδιαίτερη ζέση τη σχετική «γραμμή» και αυτή θα έπρεπε να επανεπιβεβαιώνεται.

Πάντως, η ήττα της κομμουνιστικής εξέγερσης στη Βουλγαρία, στα 1923[12], και η σταδιακή αποδυνάμωση του Κ.Κ.Β., η ένταξη του μεγαλύτερου μέρους των πρώην οθωμανικών σλαβικών περιοχών στη νεοδημιουργηθείσα Γιουγκοσλαβία, η σταδιακή ενίσχυση των κομμουνιστικών κομμάτων της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας έναντι εκείνου της Βουλγαρίας, καθώς και –μετά την άνοδο του Χίτλερ– ο φόβος μιας πιθανής σύμπραξης των Βουλγάρων με τη ναζιστική Γερμανία (όπως και πράγματι έγινε), απομάκρυνε σταδιακώς την Κομμουνιστική Διεθνή από την βουλγαρική εκδοχή του Μακεδονισμού και αρχίζει να την προσανατολίζει αποκλειστικά προς εκείνη του «μακεδονικού έθνους». Αυτή την εκδοχή εξάλλου προωθούσαν και οι υπόλοιπες εθνότητες της Γιουγκοσλαβίας, κατ’ εξοχήν οι Κροάτες, ως επιχείρημα για μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Γιουγκοσλαβίας, την οποία και θα κάνει πράξη ο… Κροάτης Τίτο[13]. Το πολιτικό όχημα αυτής της πολιτικής υπήρξε η αριστερή πτέρυγα του VMRO (ΕΜΕΟ), η VMRO (ενωμένη), που συνεργαζόταν με το Κ.Κ.Β.

Για να υλοποιήσει τον νέο της προσανατολισμό στην ελληνική Μακεδονία, η ηγεσία της Κομιντέρν –υπογραμμίζει ο Σπύρος Σφέτας– δεν έπαυε να υπενθυμίζει το «διεθνιστικό καθήκον» της ηγεσίας του ΚΚΕ· ακόμα και ο «Κούτβης» Νίκος Ζαχαριάδης υπέστη έντονη κριτική για τη «χλιαρή» στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό, όταν επισκέφθηκε τη Μόσχα, αμέσως μετά την τοποθέτησή του στην ηγεσία του Κόμματος, το Φθινόπωρο του 1931. Οι σχετικές προτροπές υποχρέωσαν το ελληνικό τμήμα να καταδείξει ενεργητικότερα τα «μακεδονικά» του αισθήματα και να προχωρήσει στη συγκρότηση ελληνικού τμήματος του VMRO(EMEO). Το 1932, πραγματοποιήθηκαν δύο προπαρασκευαστικές κομματικές συνδιασκέψεις, με συμμετοχή του μέλους του ΠΓ, Στέλιου Σκλάβαινα. Στην πρώτη συνδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του έτους, συμμετείχαν, εκτός από τους Σλαβόφωνους, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Βλάχοι αν και στην ουσία το επίδικο αντικείμενο ήταν οι Σλαβόφωνοι. Η δεύτερη συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στη Βέροια, και σε αυτή συμμετείχαν μόνο σλαβόφωνοι. Τελικώς, τον Μάρτιο του 1933, στην Έδεσσα συγκλήθηκε η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΕΜΕΟ (Εν.) και εξέλεξε την ηγεσία της οργάνωσης με επικεφαλής το μέλος του ΚΚΕ, Ανδρέα Τσίπα, από την περιοχή της Φλώρινας, ενώ ηγετικά στελέχη ήταν και οι Γεώργιος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά.

Τον Σεπτέμβριο του 1934, άρχισαν να δημοσιεύονται δηλώσεις ομάδων της ΕΜΕΟ (Εν.) στον Ριζοσπάστη σχετικά με τη «μακεδονική» ταυτότητα των σλαβόφωνων απορρίπτοντας την όποια βουλγαρική, σερβική και ελληνική τους ταυτότητα, υπογραμμίζοντας παράλληλα τη σημασία της ΕΜΕΟ (Εν.). Η ΕΜΕΟ (Εν.) άρχισε να συγκροτεί και να εμπεδώνει σε ένα μέρος των σλαβοφώνων τη «μακεδονική» ταυτότητα χωρίς βέβαια να κατορθώσει, μέχρι το 1936 και την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, να γίνει και μαζική οργάνωση (ο Τσίπας αναφέρει πως αριθμούσε 893 μέλη, ενώ ο Βλάχωφ 700, αριθμοί που είναι μάλλον υπερβολικοί).

Πλέον, το ΚΚΕ θα γίνει ένθερμος θιασώτης της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους», άποψη την οποία θα προπαγανδίζει σε όλα τα κομματικά έντυπα. Την 1η Φεβρουαρίου 1935, το θεωρητικό όργανο του κόμματος, η Κομμουνιστική Επιθεώρηση, δημοσίευσε το εκτενές άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ, «Η Μακεδονική εθνότητα». Ο Ιβανόφσκυ, δημοσιογράφος και πολιτικός γραμματέας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στη Βουλγαρία, στο άρθρο του επιχειρούσε να θεμελιώσει ιστορικά την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Περιέγραφε έναν ιστορικό λαό, που προήλθε από την ανάμειξη των αρχαίων Μακεδόνων (οι οποίοι δεν ήταν Έλληνες) με τους Σλάβους και κατόρθωσε να δημιουργήσει και ένα πρωτοεθνικό κράτος με τον Σαμουήλ, που στην πραγματικότητα δεν ήταν Βούλγαρος, κατά τον 10ο αιώνα. Αυτός ο λαός, κατά τη διαδικασία της εθνικής του αφύπνισης τον 19ο αιώνα, έπεσε θύμα της αφομοιωτικής πολιτικής των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βουλγάρων[14]. Το κείμενο του Ιβανώφ κινείται ήδη στην κατεύθυνση των σύγχρονων «μακεδονικών» μυθευμάτων για την αρχαία μακεδονική ταυτότητα των κατοίκων των Σκοπίων. Σταδιακώς δε, ο όρος «Μακεδόνες» υπερίσχυσε του όρου «Σλαβομακεδόνες» στα σχετικά δημοσιεύματα των εντύπων του ΚΚΕ.

Η δραστηριότητα του ΚΚΕ, μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Ζαχαριάδη, παρότι δεν κατόρθωσε να μεταβάλει την ΕΜΕΟ(Εν.) σε μαζική οργάνωση, όπως επιθυμούσε η Κομιντέρν, δημιούργησε εν τούτοις έναν πρώτο σοβαρό πυρήνα στελεχών (Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά.) που θα πρωτοστατήσουν στην αναζωπύρωση του ζητήματος κατά τη δεκαετία του 1940 [15].

Το ΚΚΕ, ακόμα και στην περίφημη απόφαση της 6ης Ολομέλειας του 4ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τον Ιανουάριο του 1934, η οποία σηματοδοτεί τη στροφή του ΚΚΕ προς την «αστικοδημοκρατική» στρατηγική («Η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χωρών για τις οποίες προβλέπεται πορεία λίγο ή πολύ γρήγορου περάσματος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική…»), συνεχίζει να προβάλλει την πιο ακραία θέση για το Μακεδονικό και να υιοθετεί ανοικτά τη συνεργασία με το βουλγαρικό VMRO:

… (το ΚΚΕ θα πρέπει) να αγωνισθεί για την εθνική αυτοδιάθεση μέχρις αποχωρισμού των καταπιεζομένων Μακεδόνων και Θρακών και να συνεργασθεί δια τον σκοπόν αυτόν με τας βουλγαρικάς οργανώσεις της εσωτερικής επαναστατικής μακεδόνικης οργάνωσης (ενωμένης) και της θρακικής επαναστατικής οργάνωσης[16].

Και όπως είδαμε, τον Φεβρουάριο του 1935, θα δημοσιευθεί το άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ το οποίο συνιστά τη θεωρητική βάση του μακεδονισμού και της «γένεσης» του μακεδονικού έθνους[17].

ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/224307

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου