Κυριακή 3 Μαΐου 2020

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟ


Σοφία Παπανικολάου

Βασιλική μου ομορφιά
και ακριβή μου μνήμη…
που’θελες άνθη λευτεριάς
κι όχι σκλαβιάς αγρίμι…

Σου έχτισαν μια φυλακή,
συρματόπλεκτη, σκαιή…
Κι από παράθυρο μικρό,
κρυφοκοιτάς πια τη ζωή…

Λυπημένη μου γη,
μαραμένο μου άνθος…
Γκρίζα πλέγματα γύρω
κι η σκιά σου στο βάθος…


Πόσα χρόνια σου έκλεψαν
κι η ζωή στεναγμός…
Πόσα χρόνια, μα ξέρεις…
θα ’ρθει ο λυτρωμός…

Πολιτεία του διωγμού,
του μύρου και του στεναγμού…
Αλαργινό μου χελιδόνι,
του άδικου κατατρεγμού…

Τον ήλιο σου τον καθαρό,
πλέγματα τον σκιάσαν
κι οι δρόμοι σου αδειάσαν,
ζητώντας ουρανό…

Τα σπίτια σου τα όμορφα,
ερήμωσαν και σιώπησαν…
τα γέλια των παιδιών με τη σιγή “συμφώνησαν”
αφού σκιές εχθρών παράνομα αλώνιζαν…

Τα πρόσωπά τους σκυθρωπά,
στα πλέγματα αντικριστά…
μα η ψυχή γερή στεριά,
μιλάει με τη λευτεριά…

Νιώθω τα χρόνια σου βαριά,
να καρτερούν την ξαστεριά…
και των ηρώων τη ματιά,
να βγάζει αίμα και φωτιά…

Να ξέρεις πως το άδικο,
ποτέ του δε γλυτώνει…
Το ίδιο κι οι εχθροί σου,
της ήττας τους τη σκόνη…

Λυπημένη μου πόλη,
σιωπηλή, εαρινή…
Πώς σε μοίρασαν οι λύκοι,
“κοντινή” και “μακρινή”…

Το τραγούδι της αλήθειας,
ψιθυρίζεις κάθε αυγή…
Και οι νότες του βουρκώνουν,
μελωδία μου μισή…

Ευωδιάζουν με μύρο
και λιβάνι τα μέρη…
η λαχτάρα, το δίκιο σου,
μια φωτιά και μαχαίρι…

Πάγωσ’ ο αγέρας τη ζωή,
το δίκιο σου μοιρολογεί…
Μα παίρνει ήλιο και σπαθί
και “τους” μεριάζει με κεντρί…

Μονάχα η μνήμη να θωρεί,
με τα μάτια της ψυχής…
Με το μαντήλι της σκουπίζει,
το δάκρυ της υπομονής…

Γλυκοχάραζε η “μέρα”
κι όλη γιόρταζες χρυσή…
Γη ηρώων δοξασμένη,
αρχοντιά καρτερική…

Πώς να σιωπήσει η ελπίδα,
που λεύθερη πάντα τριγυρνά;
Του μόχθου και του λίβα ανδρειωμένη,
μ’ ολόφωτη, λεόντεια θωριά…

Ηλιόχαρη αρχόντισσα,
μ’ άρωμα πασχαλιάς…
Πρωτοφοράς τ’ αρίφνητα,
άνθη της λευτεριάς…

Απ’ τα ψηλά σου γνέφει,
με βλέμμα μητρικό, αρχοντικό…
Ολόχρυση και Άυλη σε ραίνει,
το μέρος χαιρετά δοξαστικό…

Λαμπροφορεί αγέρωχη,
η κάθε γειτονιά σου…
άγρυπνη και αδούλωτη,
ψάχνει τη συντροφιά σου…

Αλαφιασμένο μου όνειρο,
που ζεις, φτεροκοπάς…
Πολύδροσο ξεχύνεσαι
και πάντα καρτεράς…

Η μπόρα παραμόνευε
στην κάθε σου γωνιά…
Μα εσύ μ’ άνθη την έρραινες
και μύρων αρχοντιά…

Ροδαυγή είσαι, δόξα,
φέγγους ο Ελληνισμός…
Ύμνος κλέους που προστάζει
να πηγαίνεις πάντα εμπρός…

Πατρίδα μου αθάνατη,
δεν έχει λησμονήσει…
Στον κόρφο της η λευτεριά
γλυκά θα σ’ αναστήσει…

Δεν σε χωρούν τα σίδερα,
τα ’λιωσε η θωριά σου…
Και τα ξενιτεμένα μέρη μας
θα δοξαστούν δικά σου…

Ολάνοιχτη η θύρα σου
και καρτερεί “σημάδι”…
γη μου που ροδοχάραζες,
ποιος σου ’φερε σκοτάδι;

Τρεμόπαιζε κείνο το πρωί,
ο ίσκιος σου ισχνός…
Χτύπησε τη θύρα σου,
σκαιός κατατρεγμός…

Αχείμαντο το όραμα,
ριζοβολά στο βλέμμα…
Μορφή μου ολοζώντανη,
πάλι σταλάζεις αίμα…

Σαΐτεψε τη γη σου,
πικρόγευστη η σκλαβιά…
Μα εσύ θα ξανανοίξεις,
της λευτεριάς φτερά…

Καράβι θαλασσόδαρτο,
τριγμού, ξενιτεμένο…
Σε σμίλεψαν τα “κύματα”,
μα πάντα περιμένω…

Στο σμαραγδένιο βλέμμα σου,
της πίκρας η πληγή…
Μα ολόφωτη, υπέρλαμπρη,
θα ξανασμίξει η γη…

Μονάκριβή μου θύμηση,
ηλιόμορφη αρχοντιά…
Μελίχρυση που σμίλευες,
ελπίδα στον βοριά…

Εσύ μια ανδρειωμένη
και οι εχθροί μιλιά…
Ξέπνοοι, περίτρομοι,
θα φύγουν μακριά…

Μόνο λίγο ακόμα…
και γλυκιάς λευτεριάς η πνοή,
θα ζεστάνει με δίκιου φωτιά,
το αιμάτινο, κρύο σου χώμα…

Πόσο αίμα έχει τρέξει…
άλικος ο ποταμός,
της θυσίας των ηρώων…
χαιρετά δοξαστικός…

Τις πόλεις σου τις όμορφες,
δεν ματώνει η “καρφίδα”…
Τις φιλάει, τις ζεσταίνει,
ξαστεριάς η ηλιαχτίδα…

Η σημαία ανεμίζει,
μες της δόξας σου το φως…
Σε κοιτάει, της δακρύζεις,
άνεμος… ξεσηκωμός…

Ολάνθιστή μου άνοιξη,
ξοπίσω σου οι μπόρες…
χρόνια στα νύχια των γυπών,
σπαρτάραγαν οι ώρες…

Η σιδερόφραχτή σου γη,
ο καθρέφτης της πληγής…
και της μνήμης ο παλμός,
την προσκυνά ροδοστεφής…

Ποτισμένη η καρδιά σου,
με τη στάχτη της σκλαβιάς…
Κεραυνοί και ήλιοι χίλιοι,
της χρωστούν της λευτεριάς…

Μαραμένη μου γη,
χωρισμένη πληγή…
λιόγερμα έγινες και δύση,
άστρο που σ’ έχουνε λογχίσει…

Σου ’στήσαν άδικα καρτέρι,
μυριάκριβή μου ανατολή…
σου λαβώσαν την ψυχή,
οι λυκόμορφοι εχθροί…

Έγειρες το πρόσωπό σου,
μελιχρό, σεπτό, χλωμό…
βρήκε η άνοιξη λιοπύρι,
σ’ έρραναν “χειμώνες”μύριοι…

Μια ντυμένη μες τα μαύρα,
τον χαμό θρηνολογείς…
Μια λουσμένη στα λευκά,
την Παναγιά δοξολογείς…

Τραγούδι έγινε η ελπίδα,
για σένα “σκλάβα” λευτεριά…
Και σαν καράβι τ’ όνειρό σου,
ανοίγει πάλλευκα πανιά…

Μ’ αχτίδες πύρινες, χρυσές,
η Παναγιά σε ραίνει…
και λιώνουνε τα σίδερα,
ροδοστεφανωμένη…

Παίδεψαν τη γη σου,
οι λιγόκαρδοι εχθροί…
Και ορφάνεψε το γέλιο,
στη μικρή, παλιά αυλή…

Ποιος σου έστησε καρτέρι,
όμορφή μου γειτονιά;
και μαρμάρωσαν οι δρόμοι,
χωρίς γέλια και παιδιά…

Δάκρυσες δαφνοστόλιστη
και γύρω ερημιά…
Δυο κεραυνοί στο διάβα σου,
λιοπύρι και φωτιά…

Σκόρπισε κι ο δρόμος σου ο παλιός,
μ’ αγκάθια και με αίμα ποτισμένος,
έψαχνε κι αυτός της λευτεριάς το φως,
μα του γνεψ’ ο διωγμός, ο πολυκαιρισμένος…

Το χώμα σου πικρό, στεγνό,
δάκρυ το πότισαν, καημό…
Η λευτεριά μαυροφορεί
και το παράθυρο κλειστό…

Περίλαμπρος φεγγοβολά,
της νίκης άγιος λυτρωμός…
Κι όλα τα άνομα θεριά,
στάχτη θα γίνουνε , καπνός…

Μόνο ειρήνη λαχταρούσες,
του ουρανού την ξαστεριά…
Λύκοι σου ’φέραν μοιρολόι,
έρημους δρόμους, μοιρασιά…

Πέτρινη και σιδερένια,
κλειδωμένη η γειτονιά…
τότε γέλια και τραγούδια
και μπαλκόνια ανοιχτά…

Δέσμια, ωχρή, αχνή,
πόλη μου πια “μακρινή”…
Σε κυκλώσανε οι γύπες,
σου ζηλέψαν τη ζωή…

Έδυσ’ ο ήλιος σου πρωί
κι έμεινε κει να σε θωρεί…
Μονάκριβή μου αιχμάλωτη,
ανάβει η θύμηση κερί…

Νιώθεις τα χώματά σου,
τόσο “κοντά” και “μακριά”…
Δέσμια στων άνομων τα χέρια,
καίει του λίβα η ξενιτιά…

Με την “ξιφολόγχη” τους
που έφερε σκλαβιά,
σ’ έσερναν καταματωμένη,
σε μια “λυκοφωλιά”…

Έτρεχε τ’ όνειρο του μόχθου σου,
να σ’ ανταμώσει από μακριά…
Σ’ έλουζε μύρα, γιασεμιά…
Μονόδρομος η λευτεριά…

Νικηφόρα η ματιά σου,
μυροφόρα η καρδιά…
θα “σκορπίσουν”, θα το δεις,
είναι από την Παναγιά…

Μαραμένη πώς ζεις,
χωρίς στάλα δροσιάς;
Μα βαθιά σου ανθίζουν,
όνειρα λευτεριάς…

Στα μάτια σου τα δακρυσμένα.
ημέρωσε η αστραπή…
Κι η Παναγιά είναι που βάζει,
της λευτεριάς υπογραφή…

Ελεύθερη η ψυχή σου,
ανέβηκε δυο ανηφόρες…
Αθάνατοι οι ήρωές σου
κι οι μνήμες λαμπροφόρες…

Γλυκό απομεσήμερο,
ροδόπεπλη αυγή…
Φιλούν και χαιρετίζουν,
την άγια σου τη γη…

Ποιοι σου μάτωσαν τη μνήμη,
που χρόνια την καρδιά κεντά
κι όμηρο μέσα στη γη σου,
σε θελήσαν και βορά;

Το χέρι σου το πληγωμένο,
την Παναγιά ζυγώνει…
Κι απ’ τη σκλαβιά την άνομη,
Εκείνη σε λυτρώνει…

Δεν την ανέχτηκες ποτέ,
του δράκοντα τη μαχαιριά…
Και στων πλεγμάτων τη σκουριά,
ύψωσες, έσφιξες γροθιά…

Αλυσοδεμένη σ’ ένα στενό κελί,
σ’ έριξαν εχθροί σκληροί…
μα εσύ ανασκιρτάς σαν άνοιξη κι αυγή,
σπάζεις τις αλυσίδες σου μ’ ελεύθερη φωνή…

Με νερό λευτεριάς,
ξεδιψάς τον διωγμό…
Λυτρωμένη του στέλνεις,
πάλλευκο χαιρετισμό…

Αχώρητή μου μνήμη,
ταξίδι ονειρεμένο…
Μέρος μου, λάβαρο ιερό
και χιλιοδοξασμένο…

Καλοκαίρια σαν στρατώνες
και οι πόλεις σου πιο μόνες…
να γυρεύουνε την άνοιξη,
μα να βρίσκουνε χειμώνες…

Δεν ανέχτηκες τόσα χέρια εχθρικά,
τόσα χέρια ξένα,
στα χώματά σου τα ιερά,
τα μέρη τα “ξενιτεμένα”…

Μου μιλάς για το δάκρυ σου,
που το πήρε τ’ αγέρι…
και τους δράκους τους άγριους,
που σου ’στήσαν καρτέρι…

Με μειδίαμα πίκρας,
ξέρω πως τριγυρνάς…
σε χαρές και γωνιές σου,
που ποτέ δεν ξεχνάς…

Όμηρος μες τη γη σου…
μα απ’ το πρώτο μπαλκόνι,
φτερουγίζει γλυκά,
λευτεριάς χελιδόνι…

Των ηρώων σου η γη,
θρίαμβος περικλεής…
Τόσα χρόνια τον ποτίζει,
σταλαματιά υπομονής…

Ξεθάρρεψε το γέλιο σου,
ξεψύχησε το “βόλι”…
Ξαγνάντευες, ξανάσαινες,
με την ψυχή σου όλη…

Δεν αλλάζει η ιστορία,
τη σελίδα τη χρυσή…
Και πεσμένη σε σηκώνει,
με του δίκιου το σπαθί…

Σκλάβα σ’ έσυραν στ’ αγκάθια,
με δρεπάνια σκοτεινά…
μα η Παναγιά κοιτάζει
και διατάζει από ψηλά…

Κοντά του χρόνου το σινιάλο,
μόνο νίκη τραγουδά…
Ατσαλώνει τα φτερά σου
και τα πλέγματα σκορπά…

Σιγοβρέχει στα σοκάκια,
και στα σπίτια τα κλειστά…
Ο αγέρας ως κι οι πέτρες,
λαχταρούν τη λευτεριά…

Μάτωσε ο ήλιος το πρωί
κι ο κήπος σου ανοιχτή πληγή…
γερμένη μου αχνότρεμες,
σε χάραξε σκλαβιάς γυαλί…

Νοσταλγικά μου χώματα,
κυνηγημένα, πορφυρά…
Σαν από πολυπλάνητο όνειρο,
ξυπνάει γλυκά η λευτεριά…

Απ’ τα σίδερά σου βγαίνεις
και τη νίκη “τους” την παίρνεις…
Δες! Τα χρόνια πώς μιλούν…
Χαιρετούν και “τους” νικούν…

Αήττητη και θαλερή
άγρυπνη τριγυρίζει…
“Εκείνη” που κρατά ρομφαία
και σίδερα λυγίζει…

Αχώρητη αχολογεί,
του άχθους σου η δίνη…
Μα ξαστεριάς γλυκό νερό,
θα ρέει πάντα αστείρευτη,
της λευτεριάς η κρήνη…

Μακρύς ο δρόμος που διαβαίνεις…
Αιμάτινη ανηφοριά…
΄Εμαθες χρόνια να παλεύεις,
με τ’ άγρια, σκληρά θεριά…

Θέλεις εκείνο το πρωί,
χωρίς καημό, χωρίς βροχή…
Κι εκείνη τη μικρή αυλή,
μόνο με γέλια, μουσική…

Ακόνιζε η “ξενιτιά” τη λόγχη
κι έρημη σ’ άφησε να ζεις…
Μα εσύ νικάς όλη την μπόρα,
τους δράκους, τα δεινά,
κι εχθρούς αιμοσταγείς…

Σιδηροδέσμια στην ίδια σου τη γη,
ανέβαινες ανήφορο στυφό, σκαλί σκαλί…
Χρόνια τώρα ματωμένη και γενναία μου μορφή,
στάλες αίμα να κυλούν και ν’ ανοίγουν την πληγή…

Κάθε γωνιά σου μια πληγή,
μαχαίρι, κόβει τη ζωή…
Μονάχα στ’ όνειρο τα βράδια,
γίνεσ’ ελεύθερο πουλί…

Μες τα ερείπια, βαθιά,
θαμμένη μια κορνίζα…
Δέσμια, αιχμάλωτη,
μα ούτε μια ματιά,
στα πλέγματα τα γκρίζα…

Καρφωμένο στο στήθος,
της σκλαβιάς το μαχαίρι…
Σάλευες και αναρριγούσες,
λαβωμένο περιστέρι…

Όταν μιλούν οι μνήμες σου,
το πρόσωπο κερένιο…
Και το χαμόγελο πικρό,
παλεύει σιδερένιο…

Δεν βρίσκουν λόγια να σου πουν,
μόνο με τη σιωπή μιλούν…
Κι ό,τι κλεμμένο, ιερό,
ρέει αίμα και διωγμό…

Άδροσα χρόνια, λιόκαμα,
μα τ’ όνειρο ζυγώνει…
Αυτό σου γλυκοτραγουδά
της λευτεριάς τ’ αηδόνι…

Απρόσκλητοι και λιμασμένοι,
σε χάραξαν χωρίς ντροπή…
Ηλιόλουστη πρώτα τριγυρνούσες,
άγια, λιθόβλητή μου γη…

Χλωμή μου όψη, αχείμαντη,
να μην βαρυπενθείς…
Αδούλωτη ψυχή τους όρθωσες
και θα λευτερωθείς…

Άθρονη και βέβηλη,
θρηνολογεί πικρά η σκλαβιά…
Ακάματα το πέπλο του ονείρου,
υφαίνει μέρα- νύχτα η άγια λευτεριά…

Των εχθρών σου τα μαχαίρια,
αίμα στάζουν όπως χθες…
Άφωνη, μια ηττημένη η σκλαβιά,
μα εσύ κείνον τον ήλιο πάλι κλαις…

Παλεύεις να πετάξεις,
σε χωρισμένα μέρη…
Φτεροκοπάς αιμάτινο,
λαβωμένο περιστέρι…

Σαν την πέτρα η λύπη,
σου χτυπά την καρδιά…
Μα σκουπίζεις το δάκρυ,
μ’ ήρωα λεβεντιά…

Δεν αφήνεις στιγμή,
τη γλυκιά προσευχή…
Και Εκείνος θα δώσει,
λευτεριάς εντολή…

Λαμπροφορεί αδούλωτη,
η όμορφή σου πόλη…
Μεσουρανεί ηλιόλουστη,
αυτή κι η Κύπρος όλη…

Στεφανωμένη η ιστορία,
με άνθη λευτεριάς γλυκά…
Σου γνέφει, σου χαμογελά,
κι ας ήπιε δάκρυ και φωτιά…

Υψωμένη η γροθιά,
στων εχθρών σου τη σπαθιά…
Όλη η μνήμη μυρωμένη,
για εσένα μου μιλά…

Στης φυλακής την ξενιτιά,
τόσα χρόνια σεργιανάς…
Διψασμένη, κουρασμένη,
λευτεριάς νερό ζητάς…

Στέκεις αγέρωχη, ακριβή,
δοξαστική και όμορφη…
Σε χώρισαν εχθροί σκληροί,
λιπόψυχοι, λυκόμορφοι…

Κείνη την μέρα την πικρή,
μοναχή είχες δακρύσει…
Πώς η ανατολή η ρόδινη,
σου ’γινε σκιά και δύση;…

Τόσα σίδερα γκρίζα,
σου ματώνουνε τις μέρες…
Περιστέρι μου λευκό
κι άλικο από τις σφαίρες…

Έριξαν στα χώματά σου,
της σκλαβιάς τη σαϊτιά…
Μα φεγγοβολείς κι αστράφτεις,
μελιχρή μου λευτεριά…

Αθάνατη η μνήμη σου,
μια άσβεστη φωτιά…
γυρεύεις τ’ άγιο δίκιο σου,
του μύρου ευωδιά…

Σε κοιτάζει από ψηλά,
με ασημένια τη θωριά…
Θα ’ρθει Εκείνη και θα φέρει,
λευτεριάς γλυκά κλειδιά…

Τρεμολάμπει η ελπίδα,
σαν πουλί τριγυρνά…
Στα σοκάκια, τους δρόμους,
δεν ξεχνά να πετά…

Ποτισμένη με το δάκρυ
και με τα δεσμά η λαλιά…
Της πατρίδας σου η μπόρα.
που τη μνήμη την κεντά…

Η ξαστεριά σε καρτερεί,
μα οι εχθροί μια φυλακή…
σαν όρνια άγρια, σαρκοβόρα,
στην αιματόβρεχτή σου γη…

Έσταζε γκρίζα η βροχή,
στη γειτονιά που ’χες γνωρίσει…
Έψαχν’ ο ήλιος τη ζωή,
να ’ρθει ξανά να σου μιλήσει…

Σκαλί σκαλί ανέβηκες,
κρύο χειμώνα, του βοριά…
Μα η Παναγιά διώχνει τη μπόρα
και της σκλαβιάς την παγωνιά…

Μην τον φοβάσαι τον καιρό
κι όλο το δίκιο σου εδώ…
Οι ήρωές σου προσευχή,
πρεσβεύουν απ’ τον ουρανό…

Σκούπισε το δάκρυ σου,
γη μου μυροφόρα…
Ρέει ποτάμι ορμητικό,
η ώρα η νικηφόρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου