Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Ἀναλύσαμε στό Α’ Μέρος τό γιατί ὁ αὐτοπροσδιορισμός τῶν “βυζαντινῶν” ὡς «Ρωμαίων» δέν ἦταν ἐθνικός ἀλλά ἰδεολογικοπολιτικός. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Sylvain Gouguenheim «ἡ ὀνομασία “Ρωμαίοι” παραπέμπει σέ ἕνα πολιτικό πρόγραμμα καί σέ μία πολιτική κληρονομιά, πού υἱοθέτησαν οἱ ἡγέτες μίας αὐτοκρατορίας πού εἶχε καταστεῖ ἑλληνική».[1] Μάλιστα κατά τήν Averil Cameron, παρότι «συνέχισαν νά αὐτοαποκαλούνται Ρωμαίοι… ἡ πλειονότητά τους ἦταν Ἕλληνες καί ἡ ἄκρως ἐκλεπτυσμένη γλῶσσα τῆς λογοτεχνίας καί τῆς διοίκησής τους ἦταν τά ἑλληνικά».[2] Καί ὅπως γράφει ὁ John C. Carr, μπορεῖ νά μήν αὐτοαποκαλοῦντο Ἕλληνες, ἀλλά «οἱ περισσότεροι Βυζαντινοί ὑπήκοοι, ἰδίως οἱ ἄρχουσες τάξεις, ἀναμφίβολα ἦταν».[3]
Τό ὄνομα “Ἕλλην” μετατρέπεται σέ θρησκευτικό καί ὄχι ἐθνολογικό ὄρο
Ἀπό τόν 1ο αἰώνα, τό ὄνομα «Ἕλλην» ἄρχισε νά προσλαμβάνη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδωλολάτρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι στό Κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο περιγράφεται γυναίκα «Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γενεῖ»[4]. “Ἐθνικοί” καί Χριστιανοί χρησιμοποιούν πλέον τήν ἔννοια μέ θρησκευτική καί ὄχι ἐθνική σημασία (Τατιανός, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Θεοδώρητος Κύρου, Ζώσιμος, Πορφύριος κ.λπ.).
Τόν 6ο αἰώνα ὁ Ἰωάννης Μόσχος χαρακτηρίζει ἔτσι τούς Ἄραβες, τόν 9ο αἰώνα ὁ Φώτιος ἀναφέρει ἔτσι τούς παγανιστές Ρῶς (πρίν ἐκχριστιανισθοῦν). Καί τόν 11ο αἰώνα ὁ Μιχαήλ Ψελλός ἀποκαλεῖ ἔτσι τούς Κινέζους (!).
Εἶναι λοιπόν πασιφανές ὅτι τά ὀνόματα «Ἕλλην» καί «Ἑλληνισμός» εἶχαν ἀπωλέσει παντελῶς τό ἐθνικό νόημά τους καί ἦσαν συνώνυμα μέ τήν ὁποιαδήποτε μορφή εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Τό γεγονός ἐπισημαίνουν τόσο ἡ Averil Cameron[5] ὅσο καί ἡ Gill Page.[6] Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός: «τό ὄνομα Ἕλλην, συνδεθέν ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων μετά τῆς θρησκευτικῆς ἐννοίας τοῦ ἐμμένοντος εἰς τήν παλαιάν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, τοῦ εἰδωλολάτρου γενικώτερον, περιέπεσεν εἰς ἀφάνειαν»[7] καί κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «ὁ ὅρος “Ἕλλην” διαγράφεται σιγά - σιγά ἀπό τά πάτρια καί τίς μνῆμες».[8]
Ἡ ἐθνολογική ἐξέλιξις τοῦ ὅρου “Γραικός” (4ος - 9ος αιώνας)
Ἡ ὀνομασία «Γραικός» θεωρεῖται ἀρχαιότερη τοῦ «Ἕλληνος» καί ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ὅτι τά πανάρχαια χρόνια τήν Ἑλλάδα κατοικοῦσαν «οἱ καλούμενοι τότε μέν Γραικοί νῦν δ’ Ἕλληνες».[9]
Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν τούς Ἕλληνες ὡς «Graeci» -λατινική ἐκδοχή τοῦ «Γραικοί»- ὀνομασία πού ἐπικράτησε στήν Δύσι μέχρι σήμερα. (Ἀπό αὐτήν προέρχεται καί τό σημερινό ἀγγλικό «Greeks», τό γαλλικό «Greks» κ.λπ. πού κατά λέξι σημαίνουν «Γραικοί» καί κατ’ οὐσίαν «Ἕλληνες»).
Ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Ἠσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα τό ὄνομα “Γραικός” παρέμενε ταυτόσημο μέ τό ὄνομα “Ἕλλην”.[10]
Καί ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἔγινε συνώνυμος τοῦ «εἰδωλολάτρη» ἀντικαταστάθηκε στήν ἐθνολογική σημασία του ἀπό τόν ὅρο «Γραικός». Ὅταν ὁ Πρίσκος ρωτᾶ κάποιον ἀπό τό περιβάλλον τοῦ Ἀττίλα πῶς μιλᾶ «τήν Ἑλλήνων φωνήν», τότε «γελάσας ἔφη Γραικός μέν εἶναι τό γένος».
Τόν 8ο αἰώνα, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις τῆς θυγατρός τοῦ Καρλομάγνου νά παντρευθῆ τόν Κωνσταντῖνο ΣΤ’, ἦταν -κατά τόν Θεοφάνη- νά διδαχθῆ τά «τῶν Γραικῶν γράμματα καί τήν γλῶσσαν».[11]
Οἱ ἀναφορές τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, τοῦ Προκοπίου, τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, τοῦ Λέοντος Χοιροσφάκτου, τοῦ Γεωργίου Κεδρηνοῦ κ.ἄ. ἐπιβεβαιώνουν τόν Ν. Σβορῶνο πού γράφει ὅτι οἱ βυζαντινοί «χρησιμοποιοῦν ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα τόν ὅρο Γραικός, παλαιό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, ὅταν θέλουν νά δηλώσουν τήν ἑλληνική τους ἐθνότητα καί νά διακριθοῦν ἀπό τούς μή ἑλληνικούς πληθυσμούς τῆς Αὐτοκρατορίας».[12] Καί ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ὅταν ἔπρεπε νά γίνη ἀκριβεστέρα διάκρισις μεταξύ Ἑλλήνων καί ἄλλων πολιτῶν Ρωμαίων, ἐχρησιμοποιεῖτο τό παλαιόν ὄνομα Γραικός».[13]
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα ὡστόσο, ὁ ὅρος «Γραικός» ἀρχίζει νά περιπίπτει σέ ἀχρηστία, ὡς ἀντίδρασι ἀπέναντι στούς δυτικούς πού ἀπόκαλούσαν ἔτσι τούς βυζαντινούς.[14] Ἐνδεικτική ἡ ὀργή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ὅταν ὁ πάπας τόν ἀποκάλεσε «Graecorum Imperatorem» (968). Τοῦτο δέν ὀφειλόταν σέ ἄρνησι τῆς ἐθνικότητός του, ἀλλά στήν πολιτική καπήλευσι τοῦ ρωμαϊκοῦ τίτλου ἀπό τόν Όθωνα Α’.
Ἡ Αὐτοκρατορία κατά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου Β΄τό 1025
Πῶς χαρακτήριζε ἐθνολογικά ὁ τότε γνωστός κόσμος τούς “βυζαντινούς”
Σύσσωμος πάντως, ὁ τότε γνωστός κόσμος χαρακτήριζε τούς βυζαντινούς ἀποκλειστικά μέ ἑλληνικά ἐθνικά ὀνόματα:
- Λατινογερμανοί: Ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα ὁ Παύλος ὁ Διάκονος ἀποκαλεῖ τόν Μαυρίκιο «primus ex Grecorum genere in imperio confirmatus est»[15] Ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς τοῦ ποιήματος «De mutata Romae fortuna» (9ος αἰ.) τούς ἀναφέρει ὡς «Graecos» καί τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «rura Pelasga colunt», («γῆ τῶν Πελασγῶν»).[16] Τόν 10ο αἰώνα ὁ Λιουτπράνδος τῆς Κρεμώνας γράφει γιά «Imperatores Graecorum» (Ι 6, ΙΙ 26) ἀλλά καί «Regnum Argirorum» (ΙΙΙ 26) (Βασίλειο Ἀργείων). Τόν 11ο αἰώνα ὁ χρονικογράφος Ἀδάμ τῆς Βρέμης ἀποκαλεῖ τό Βυζάντιο «Graecia»[17], τό «Annales Barences» μιλάει γιά «Grecis» καί «Graecorum», ὁ βενεδικτίνος Amatus Casinensis τούς ἀποκαλεῖ «Grex» καί «Greci». Οἱ δυτικοί ἱστοριογράφοι τοῦ 11ου καί 12ου αἰῶνος ἀναφέρονται στήν Θεοφανῶ ὡς «Imperatrix Greca»[18] ἡ ὁποία κατέφθασε ἀπό τήν «Grecia».[19]
- Ἄραβες: Οἱ ἄραβες ἱστορικοί καί γεωγράφοι τοῦ 10ου αἰῶνος Yahya ibn Said al-Antaki («Histoire de Yahya d’ Antioche»), Ibn al-Qalanisi («Χρονικό τῆς Δαμασκοῦ»), Al-Maqdisi «The Best of Classification for the Knowledge of Regions»), ἀλλά καί τῶν 11ου - 13ου αἰῶνος, ὅπως Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί AbulFeda («History of Humanity»), θεωροῦν τούς βυζαντινούς καί τήν χώρα «Rum» (Ρωμιοί) ἀλλά κυρίαρχο εἶναι καί τό ὄνομα «Yunani - Yunanistan» (Ἴωνες - Ἰωνία).
- Ἀρμένιοι καί Σύριοι: Οἱ Ἀρμένιοι ἱστορικοί τοῦ 11ου αἰῶνος Στέφανος ὁ Ταρωνίτης («Histoire Universelle») καί Aristagues de Lasdiverd μιλοῦν γιά ἑλληνική αὐτοκρατορία καί βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Σύριοι χρονικογράφοι Μιχαήλ Α’ Ἀντιοχείας καί Ματθαῖος Ἐδέσσης γράφουν γιά «ἑλληνική περιοχή» καί «χώρα τῶν Ἑλλήνων».
Σλαῦοι καί Ρῶσσοι: Τό σλαυϊκό «Νεστοριανό Χρονικό» ἀπόκαλεῖ τους βυζαντινούς «Greki» καί ὁ δαλματός ἱστορικός Johannes Lucius ἀναφέρεται στούς «Graecos Imperatores».[20] Ὁ Stever Runciman θά γράψη χαρακτηριστικά: «Οἱ Σλαῦοι συγγραφεῖς μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἐπειδή ἦταν κυρίως ἑλληνική»[21] Οἱ Ρῶσοι ἀποκαλοῦσαν τούς βυζαντινούς «Gretchniki».[22]
Νορμανδοί - Σκανδιναυοί: Τόν 11ο αἰώνα, ὁ Νορμανδός χρονογράφος Guillelmus Apuliensis ἀποκαλεῖ τούς βυζαντινούς «Graecis» καί «Danais» (Δαναούς!)[23] καί ὁ σκανδιναυός Snorri Sturluson ἀναφέρει τό Βυζάντιο ὡς «Grikkland» («Heimskringla»), ἐνῶ οἱ Σκανδιναυοί ἀποκαλοῦσαν τήν Μεσόγειο «Grikklandssalti» (ἑλληνική θάλασσα).[24] Ὁ σύγχρονος Ornolfur Thorsson ἀποκαλεῖ τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «Greece» («Viking Voyages to the East in Written Accounts»).
Συνεπῶς ὅλος ὁ τότε γνωστός κόσμος ἀποκαλοῦσε τούς βυζαντινούς, τήν χώρα καί τούς βασιλεῖς τους ὄχι μονάχα «Γραικούς», ἀλλά καί «Ἴωνες», «Ἀργείους», «Δαναούς», «Πελασγούς». Τό γεγονός αὐτό ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μερικῶν ὅτι ὁ ὅρος «Γραικός» σήμαινε ἁπλῶς τόν «ἑλληνόφωνο» και αποδεικνύει ότι τούς θεωροῦσαν ξεκάθαρα ἑλληνικῆς καταγωγῆς.
Ἡ σταδιακή ἐπαναφορά τοῦ ὄρου “Ἕλλην” μέ ἐθνολογική σημασία (9ος - 12ος αἰώνας)
Κατά τόν Charles Diehl «περί τά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα ὑπῆρχε πραγματικά μία βυζαντινή ἐθνικότητα» ἡ ὁποία βασίσθηκε σέ δύο στοιχεῖα: «τήν κοινή σφραγίδα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τήν κοινή ὁμολογία τῆς ὀρθοδοξίας»[25] Ἀπό τόν ἴδιο αἰώνα (9ο αἰ.) παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.)
Τον 10ο αἰώνα θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό»[26], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.), μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[27]
Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[28] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)
Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μακεδονικῆς δυναστείας ἀναπτύχθηκε κατά τόν Sylvain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πατριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας»,[29] ἐνῶ ἡ πνευματική ἀνασύνδεσις μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «ἐξοικειώνει τούς λογίους μέ τόν ἑλληνισμό, ἀπόκαθαρμένον ἀπό τήν προκατάληψη τῆς εἰδωλολατρείας» καί ὁδηγεῖ στήν «ἐπαναφορά τῶν ὅρων Ἕλλην, Ἑλληνίς μέ τήν ἐθνολογική τους σημασία».[30] Τό ἴδιο παρατηρεῖ καί ὁ Sylvain Gouguenheim[31]
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθ'ηνα. Τηλ. 2106440021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου