Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β’ ΦΩΚΑΣ: Ο ΩΧΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΗΝΩΝ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ 

Ἡ ἑλληνική καταγωγή του

Ὁ οἶκος τῶν Φωκάδων εἶχε καταγωγή του ἀπό τήν Καππ­α­δο­­κία ἡ ὁποία ἦταν καθολικά ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα. Ὁ πρῶτος γνωστός πρόγονος τοῦ οἴκου εἶναι κά­­ποι­ος ἀνώτερος ἀξιωματικός Φωκᾶς, πα­τέρας τοῦ ἐνδόξου στρα­τη­γοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ τοῦ Πα­λαι­οῦ, παπποῦ τοῦ Αὐτοκρά­το­ρος. Τό ὄνομα “Φωκᾶς” ἔχει καθαρά ἑλληνική προέλευσι. Ἀπαντᾶται μάλιστα συχνά ὡς ἐπίθετο καί στήν νεώτερη Ἑλλάδα, κυρίως σέ οἰ­κο­γένειες τῆς Κεφαλληνίας καί τῆς Μάνης.

Ὁ Μιχαήλ Ἀττα­λειά­της ἰσχυρίζεται προέλευσι ἀπό τόν οἶκο τῶν Φα­βί­ων, πού ἀνῆγαν τήν καταγωγή τους στόν Ἡρακλῆ καί ἤλ­θαν μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Ἡ θεωρία ἀπορρίπτεται ἀπό τήν ἐπιστημονική κοινότητα, διότι ἦταν συ­χνό φαινόμενο οἱ χρο­νο­γράφοι νά προσδίδουν εὐφά­ντα­στη καταγω­γή στούς Αὐτοκρά­το­ρες γιά νά τούς ἐξυψώσουν. Πι­θα­νό­τα­τα προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική πόλι Φώκαια τῆς Μι­κρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν ὁποία ἀπώτατοι πρόγονοι τῆς οἰ­κο­γε­­νεί­ας θά με­­­­τοί­κισαν στήν Καππαδοκία. Γράφει ὁ Ἐμμ. Καρακώστας «ἡ ἑλληνικότητα τοῦ ὀνόματος φαίνεται καί ἀπό τήν ἀνάλυσή του, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν λέξη “φώκη”, πού σημαίνει ὁ στοργικός πρός τήν πατρίδα καί τούς οἰκείους του, ὅπως ἡ φώκη».


Λαμβάνοντας αὐτά ὑπ’ ὄψιν καί ὁ καθηγητής Peter Charanis ἔγραψε: «Συνεπῶς, οἱ Φω­­­κά­δες ἦταν ἀπό καταγωγῆς αὐ­τόχθονες τῆς Καππαδοκίας, ὅπου βρισκό­ταν καί ὅλη ἡ περιουσία τους. Στήν Καππαδοκία τόν 9ο αἰώ­να τό ἑλλη­νό­φωνο στοιχεῖο ἦταν ἀναμ­φί­βολα τό κυρίαρχο (pre­do­mi­na­ted), ἕνα γε­γο­νός τό ὁποῖ­ο, ἄν συν­­δυα­σθεῖ μέ τό ἑλληνι­κό ὄ­νομα τῆς οἰκο­γε­νεί­ας, ὁδηγεῖ σέ συ­μ­­πέρασμα γιά ἑλληνική κα­τα­γω­γή τῶν Φω­κά­δων».

Ἡ ὕπαρξις ὅμως στήν οἰκογένεια τοῦ ὀνόματος «Βάρδας» ἔχει ἀπο­­τε­λέσει ἔναυσμα νά διατυπωθῆ καί ἄποψις περί “ἀρμενικῆς κα­τα­γω­γής”. Ἑρμηνεύοντας τό γεγονός ὁ Peter Chara­nis γράφει: «Οἱ Φω­κάδες τοῦ 10ου αἰῶνος ἦταν μᾶλλον μικτῆς κα­τα­γωγῆς. Τό ἕνα μέρος τους, ἦταν ἑλληνικό ἤ βαθιά ἐξελληνισμένο καί τό ἄλλο ἀρ­μέ­νικο… κρίνοντας μάλιστα ἀπό τό ὄνομα τῆς οἰκο­γε­­νείας, πι­θα­νό­­­τε­ρο εἶναι ἡ ἑλληνική καταγωγή νά προέρχε­ται ἀπό τήν ἀνδρι­κή (πατρογονική) πλευρά». Σέ αὐτό συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἡ Αἰ­κατ. Χριστοφιλοπούλου, χαρακτηρίζοντας τόν Φωκά «ἑλληνικῆς ἤ ἀπό­λυτα ἐξελληνισμένης καταγωγῆς».

Συνεπῶς, οἱ Φωκάδες εἶναι ἀναμφίβολα οἰκογένεια ἑλληνι­κῆς κα­ταγωγῆς καί πιθανότατα κάποιο μέλος τούς νυμφεύθηκε γυ­ναίκα ἀρμενικῆς καταγωγῆς μέ ἀποτέλεσμα νά εἰσαχθῆ σέ αὐ­τήν (ἀπό τόν πατέρα της) τό ὄνομα.

 Ὁ ἀπελευθερωτής τῆς Κρήτης

 Οἱ Σαρακηνοί τῆς Ἱσπανίας εἶχαν καταλάβει τήν Κρή­τη τό 827 - 828. Ὅλη ἡ ἐπι­κρά­τεια τῆς νήσου ὑποδουλώ­θη­κε ἐκτός ἀπό τίς ὀρεινές περιο­χές τῶν Σφα­κίων, τῶν Λευκῶν ὄρεων, τῆς Ἴδης καί τῆς Δίκτυς, ὅπου κατέφυγαν πολ­λοί Κρητικοί. Τό “Ἐμιράτο τῆς Κρήτης” πού ἵδρυσε ὁ Abu Hafs ὑπῆρξε τό κέντρο τῆς ἀραβικῆς πει­ρατείας: Ἀπό ἐκεῖ οἱ Σαρακηνοί ἔπληξαν τήν Λέ­σβο καί τόν Ἄθω τό 862, τήν Χαλκι­δι­κή τό 866, τά ἀδριατικά πα­ρά­λια καί τό Αἰγαῖο τό 872, τά παράλια τῆς Πελοποννήσου, τήν Δημη­τρι­ά­δα, τήν Ἀττική τό 902 κ.ἄ.

Ὁ -μέχρι τότε “δομέστικος τῶν σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς”- στρα­τη­γός Νικηφόρος Φωκᾶς ξεκίνησε τήν ἕνδοξη φήμη του, ὅταν τό 960 ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Β’ τόν ἕθεσε ἐπικεφαλῆς τῆς «κατά τῶν ἐν Κρήτῃ Σα­ρακη­νῶν» ἐκστρατείας γιά τήν ἀνακατάληψι τῆς Κρήτης. Μάλιστα ὁ Ἰωσήφ Βρίγγας ὁ ὁποῖος στήριξε μέ θέρμη τήν ἐκστρατεία, λέγοντας στούς συγκλητικούς «πρέπον ἐστίν ὑπέρ τῶν χριστιανῶν καί ὁμοφύλων ἀγωνίσασθαι».

Στίς 13 Ἰουνίου τοῦ 960 τό στράτευμα διενήργησε ἀπόβασι στήν Κρήτη. Ἀμέσως ὁ Νικηφόρος Φω­κᾶς «συμπλακεῖς τοῖς Ἀ­γα­ρη­νοῖς» συνέτριψε κάθε ἀντί­στασι. Στήν συνέχεια ξεκίνησε 8μηνη πολιο­ρκία τῆς πρωτευούσης τοῦ Ἐμιράτου, Χαντάκ. Ἄραβες καί Αἰ­θίο­πες διε­νή­ργη­σαν του­λάχιστον 7 ἐξόδους, μέ ἀντί­στοι­χες σκ­λη­ρό­τα­­τες μάχες. Ὁ Φωκᾶς ἐφήρμοζε τήν τακτική τῆς εἰκονικῆς ὑπο­χω­­ρήσεως καί συνέθλιβε τόν ἐχθρό σέ ἐνέδρες. «Ὁλοσχερῶς δ’ ἐπέτυχεν ἡ παγίς τῶν Ἑλλήνων», ἀναφέρει ὁ G. Schlumberger. Σέ μία ἀπό αὐτές τίς μάχες, ὁ ἴδιος ἀντιμετώπισε ἕναν γιγάντιο Ἄραβα, τόν ὁποῖο σκό­τωσε μέ μία κίνησι τοῦ ξίφους του.

Στίς 7 Μαρτίου 961 ἐξαπέλυσε τήν τελι­κή του ἔφοδο καί κατέκτη­σε τήν πόλι, μετά ἀπό σκληρές ὁδομαχίες. Ἐν συνέχειᾳ ἐκκα­θά­ρισε εὔκολα τίς ἐχθρικές ἑστίες στήν ὑπό­λοι­πη νῆσο. Κατά τόν Ά­ραβα ἱστορικό Nuwari ἀναφέρεται ὁ μᾶλλον ὑπε­ρβολικός ἀριθμός 200.000 νεκρῶν καί ἀκόμη 200.000 αἰχμαλώτων Σα­ρακηνῶν, ἐνῶ οἱ ἐ­πί­σης Ἄραβες Yakut καί Ibn Khaldun, μιλοῦν γιά ἐπιστροφή στήν Κων­σταντινούπολι 300 πλοίων μέ λάφυρα καί αἰχμαλώτους.

                                          Ὁ ἀνίκητος Αὐτοκράτωρ

 Τό θέρος τοῦ 961 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἐπέστρεφε θριαμβευτής ἀπό τήν Κρή­­­­τη καί ἀνέλαβε πάλι τήν ἀρχιστρατηγία τῆς Ἀνατολῆς. Ἐπέλασε σάν κεραυνός στήν Κιλικί­α, αἰφνιδιάζοντας τούς Ἄραβες. Ἀρχές τοῦ 692 κατέλαβε τήν Ἀνά­ζα­ρβο. Κατόπιν προήλασε καί κατέλαβε τήν Ταρσό, τήν Δο­λί­χη τήν Ἱερά­πο­λι, τήν Μοψου­ε­στία, τήν Γερμανίκεια Και­σα­ρεί­ας (Μαρᾶς). Ὅλες παλαιές ἑλληνιστικές πολιτεῖες τῆς ἐποχῆς τῶν Σε­λευ­κιδῶν. Στό σύνολο ἐκπόρ­θη­σε 60 ἀραβικά κάστρα! Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 τό στράτευμά του, κατέλαβε τό Χαλέπι. Στήν κατάληψί του πρωτο­στα­­τησε καί ὁ μετέπειτα Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τσιμισκῆς.

Στίς 15 Μαρτίου 963 -ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐπιτυχιῶν- ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Β’ πέθανε. Ὁ Νικηφό­ρος Φωκᾶς εἶχε ἤδη γίνει θρύλος καί ἡ Αὐτοκρά­τει­ρα Θεο­φανῶ τόν κάλεσε στήν Κωνσταντινούπολι. Στίς 3 Ἰουλίου 963 ἐξερράγη στρατιωτική ἐπανάστασις. Τά πι­στά στόν Νικηφόρο Φωκά στρατεύματα πού ἕδρευαν στήν Και­σά­ρεια τῆς Καππαδοκίας, τόν ἀνακήρυξαν Αὐτοκράτορα. Στίς 16 Αὐγούστου 963 ἔγινε ἡ στέψις του στήν Ἁγία Σοφία, ἀπό τόν Πατριάρχη Πολύευκτο.

Αμέσως άρχισε αλλεπάλληλες εκστρατείες κατά των Αράβων:

Ἡ πρώτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τόν Ἰούλιο τοῦ 964. Ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger γι΄αυτήν: «Οἱ Ἕλληνες ἀπέβησαν καί αὔθις ἀπανταχοῦ νικηταί». Κα­τέλαβε τά Ἄδανα, τήν Ἀνάζαρβο, τήν Ρωσ­σό τῆς Ἀλε­ξαν­δρέτ­τας καί ἄλλα 20 φρούρια. Παράλληλα, ὁ ναύαρχος Νικήτας Χαλκούτσης ἀπε­λευ­θέρωσε ὁρι­στι­κά ἀπό τήν ἀραβική κατάκτησι τήν Κύπρο, (965). Σέ χειρόγραφη ἀπειλητι­κή ἐπιστολή του πρός τόν χαλίφη τῆς Βαγδάτης, ἔγραφε ὁ Ἕλλην Αὐτοκράτωρ, μεταξύ ἄλλων: «Ἄγε λαέ τοῦ Χαρρᾶν, οὐαί σοί: Ἰδού οἱ στρατοί τῶν Ἑλλήνων ἐνσκήψαντες ἐφ’ ὑμᾶς ὡς ἡ θύελ­λα»!

Ἡ δεύτερη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τόν Μάρτιο τοῦ 965. Στίς 15 Ἰουλίου 965 ἡ Μοψουεστία παραδόθηκε. Καί στίς 16 Αὐγούστου 965, παραδό­θηκε καί ἡ Ταρσός.

Ἡ τρίτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 966. Ὁ ἀνίκητος Αὐτοκράτωρ, κατέλαβε διαδοχικά τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι, τήν Νίσιβι κ.ἄ. Προχώρησε ἐντός τῆς Συ­ρί­ας καί περικύκλωσε τήν Ἀντιόχεια. Προέλασε στά συριακά ἐνδότερα καταλαμβά­νο­ντας τήν Ἔδεσσα καί τήν Ἱεράπολι ἀπό τήν ὁποία παρέλαβε τό σημαντικό χριστιανικό κειμήλιο τῆς κεράμου. Ἔφτασε ἕως τήν λι­βα­νική Τρί­πολι...

Ἡ τέταρτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τόν Ἰούλιο τοῦ 968, ὁπότε ἔφθασε ἔξω ἀπό τήν Ἀντιόχεια, τήν ὁποία ἀφοῦ ἀπέκοψε ἀπό κάθε ἐφοδιασμό, ἐστράφη καί πάλι κατά τοῦ Χα­λεπίου, κατέλαβε τήν Ἐπιφάνεια, τήν Ἔμεσα καί κατόπιν τά πα­­ραλιακά Γάβαλα καί τήν Ἄρκα, κατέστησε μέ συμφωνία ὑπο­τελεῖς τήν Λαοδίκεια καί τήν Τρίπολι καί ἐπέστρεψε στήν Κων­στα­ντινούπολι. Σύμφωνα μάλιστα μέ τόν ἄραβα Yahya ibn Said al-Antaki, ὁ Νικηφόρος Β’ -ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται «Αὐτοκράτωρ τῶν Ἑλλήνων»- μετέφερε ὅσους αἰχμαλώτισε «στήν χώρα τῶν Ἑλλή­­νων».

Στίς 28 Ὀκτωβρίου 969 κατελήφθη ἀπό τόν στρατηγό Μιχαήλ Βούρ­τζη καί ἡ Ἀν­τι­ό­­χεια, ὁ ὁ­ποῖος μέ 300 ἐπιλέκτους ἀπετόλμησε καταδρομική νυκτερι­νή ἐ­πι­χείρησι. Ἡ ἑλληνιστική πολιτεία εἶχε ἀπελευθερω­θῆ με­τά ἀπό 331 χρόνια ἀραβικῆς κατοχῆς (638 - 969). Κατόπιν αὐτοῦ, πα­­ρεδόθη καί τό Χαλέπι.

Τό 967 -μοναδικό ἔτος πού δέν ἐκ­στράτευσε στήν Μικρά Ἀσία- διε­ξή­γαγε συνοριακές ἐπιχειρήσεις στόν βορρᾶ καί κατέλαβε βουλγα­ρι­κά φρούρια τῆς με­θο­ρίου. Κατόπιν, ἀπασχολήμενος μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἐκστρατεῖες του κατά τῶν Ἀράβων, ὁ Αὐτοκράτωρ ἀποφάσισε νά χρησιμοποι­ή­ση τούς Ρώσους κατά τῶν Βουλγάρων (Ἡ χρησιμο­ποί­η­­σις τῶν Ρώσων γιά στρατιωτικές ὑπηρεσίες πρός τήν Αὐ­το­κρατο­ρία προεβλέπετο ἀπό τήν συνθήκη τοῦ 944)...

“Nicephorum Pho­cam Gra­eco­rum Imperato­rem…”

 Ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς δέν εἶχε τό βλέμμα ἐστραμμένο μόνο στήν Ἀνατολή ἀλλά καί στήν Δύσι: Κατ’ ἀρχήν ἀναδιοργάνωσε τίς ἰταλικές κτήσεις εἰσάγωντας τόν θεσμό τοῦ «Κατεπάνω Ἰταλίας», πού ἀποτε­λοῦσε τόν γενι­κό στρατιωτικό διοικητή της. Τό 964 ἀπέ­στειλε ἐκστρατευτικό σῶμα στήν Σικελία, ὑπό τόν στρατηγό Μα­­νου­ήλ Φω­κᾶ τό ὁποίο παρά τίς πρώτες ἐπιτυχίες δέν πέτυχε νά τήν ἀνακτήση…

Πρόβλημα στήν Ἰταλία δέν ἀποτελοῦσαν μόνον οἱ Ἄρα­βες. Στίς 2 Φεβρουαρίου 962 ὁ βασιλεύς τῆς Γερμανίας Ὄθων Α’ ἐστέφ­θη ὡς «Imperator Romanorun» («Αὐτοκράτωρ Ρωμαί­ων») ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΒ’ στήν Ρώ­μη, ἱδρύοντας ἔτσι κρά­τος πού ἀπε­κλή­θη «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρα­τορία»! Ἐπαναλαμβανόταν δη­λα­δή, τό σκηνικό πού εἶχε συμβεῖ μέ τόν Κάρολο Α’ (Κα­ρλομάγνο) τό 800. Ὁ Ὄθων ἄρχισε νά ἀπειλή τίς βυζαντινές κτήσεις: Προσέγγισε τούς ἡγεμόνες τοῦ Βενεβέντου καί τῆς Καπύης καί τήν ἄνοιξι τοῦ 968 ἀποπειράθηκε ἀνεπιτυχῶς νά πολιορκήση τήν Βάρι.

Κατόπιν τῆς ἀποτυχίας του, ὁ Ὄθων Α’ ἀπέστειλε στίς 4 Ι­ου­­­νί­ου 968 στήν Κωνσταντι­νούπολι ὡς πρέ­σβυ τόν Λιουτπράνδο τῆς Κρε­μώνας μέ σκοπό νά διαπραγ­μα­τευ­θῆ συνοικέσιο τοῦ υἱοῦ του μέ μία πορφυ­ρογέν­νητη πρι­γκή­πισσα. Ὁ Γερμα­νός βασι­λεύς θεώρη­­­σε ὅτι ἔτσι θά πε­τύ­χαι­νε νά τοῦ “προικο­δο­τηθῆ” ἡ Κά­τω Ἰτα­λία!

Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα τῆς Ρώ­μης πού ἔφερε ὁ Λι­ου­τ­πρά­νδος, ἔγραφε: «Ad Nicephorum Pho­cam Gra­eco­rum Imperato­rem», δηλαδή: «Στόν Νικηφόρο Φωκά Αὐ­το­κρά­τορα τῶν Γραι­­κῶν». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «ὁ Πά­πας ἄρ­χισε νά τόν προσφωνεῖ “Αὐ­τοκρά­τορα τῶν Ἑλλήνων” δί­νο­ντας τόν τί­τ­λο τοῦ “Αὐτοκράτο­ρα τῶν Ρωμαίων” -ἐπίσημο τίτλο τῶν Ἀρ­χό­­ντων τοῦ Βυζαντίου- στόν Ὄθω­να τῆς Γερμανίας».

Οὔτε τό συνοικέσιο, οὔτε ὁ χαρακτηρισμός ἔγιναν ἀπό­δε­κτα στήν Βασιλεύουσα. Ὁ κάτο­χος τοῦ τίτλου «τῶν Ρωμαίων» ἀ­πη­­χοῦσε τόν κληρονόμο καί συνε­χιστῆ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρα­το­ρι­­κῆς ἰδέας. Γι’ αὐτό τόν διεκδικοῦσαν οἱ Γερμανοί. Γι’ αὐτό ἔμε­ναν πεισματικά προσκολημ­με­νοι σέ αὐτόν οἱ βυζαντινοί Ἕλληνες. Ὅπως γράφει ὁ Charles Di­ehl «ἡ ἑλλη­νική ὑπερηφάνεια δυσκο­λεύ­τη­κε νά δεχθεῖ αὐτό πού θε­ω­ροῦσε σφετερισμό».

 Ἡ ἐσωτερική πολιτική του

 Παρότι θαυμαστής του μοναχικοῦ βίου, τό 964 μέ «Νεαρές» του, ἐπεδίωξε τόν περιορισμό τῶν μοναστη­ρια­κῶν καί ἐκκλη­σιαστικῶν γαιῶν πού ἀποδυνάμωναν -ὅσο καί οἱ φε­ουδάρχες- τήν ἐλεύθερη γεωργική ἰδιοκτησία, βάσι τῆς ἐθνικῆς στρα­τολογήσεως. Περιόρισε σημαντικά τούς μισθούς συγκλητι­κῶν καί ἀπαγό­ρευ­σε τήν δωρεά κτημάτων στήν Ἐκ­κλη­­σία καί τά μοναστήρια, ἐπι­τρέπωντας μόνο τήν χρηματική δω­ρεά. Ἀπαγό­ρευσε καί τήν πώ­λησι στρατιωτοπίων, ἀπό τούς στρατιῶτες.

Προερχόμενος καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν στρατιωτική ἀρι­στοκρατία, τό 967 ἐξέδωσε «Νεαρές» μέ τίς ὁποῖες θεσμοθετοῦσε ὅτι οἱ “δυ­να­­τοί” μποροῦσαν νά ἀγοράζουν κτήματα μόνο ἀπό “δυνα­τούς” καί οἱ “πένητες” μόνο ἀπό “πένητες”. Ριζο­σπα­στι­κή ἦταν ἡ διά­τα­ξις πού ἀνατιμοῦσε τήν ἀξία ἀπαλλοτριω­μέ­νων στρα­τιω­τι­κῶν κτημάτων ἀπό 4 σέ 12 λίτρα χρυσοῦ, γεγονός πού προή­γα­γε -κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο- τούς ἰδιοκτῆτες τους «ἀπό τήν τά­ξη τῶν πτω­χῶν στήν τάξη τῶν πλουσίων». Γενικότερα, κατά τόν Ἰωάννη Καραγιαννόπουλο, «προσπάθησε νά ἐφαρμόσει ἀρχή ἰσο­πολιτείας ἔναντι ὅλων τῶν τάξεων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας» καί «νά ἐνισχύσει τήν τάξη τῶν στρατιωτῶν».

Μέ τόν Νικηφόρο Β’ Φωκά συνδέεται καί ἡ ἵδρυσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πράγματι, ἐκεῖνος ἐνίσχυσε τόν θεῖο καί πνευματικό του Ἀθανάσιο Ἀθωνίτη, νά ἱδρύση τό 963 τήν πρώτη μονή στήν ἄ­κρη τοῦ Ἄθω, τήν Μονή Μεγίστης Λαύρας ἡ ὁποία θεμελιώθηκε στό σημεῖο πού βρισκόταν ἡ ἀρχαία πελασγική πόλη Ἀκρό­θωσις.

Ἡ λιτή ζωή του καί ἡ αὐστηρότητά του τόν κατέστησαν ἀντι­παθή στό διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς αὐλῆς καί τῆς συγκλήτου. Παράλληλα γιά νά ὀργανώση τίς ἔνδοξες στρα­τι­ω­­τικές ἐκστρατεῖες του, ἀναγκάσθηκε νά ἐ­πι­βά­λη ἐκτάκτους φόρους καί νά ἐκδόση νέο ἐλαφρύτερο νό­μι­σμα, τό «τε­τα­ρτη­ρόν». Τό κόστος τῶν ἐκστρατειῶν, προ­­κάλε­σαν ἄ­νο­δο τοῦ τιμα­ρί­θμου καί τό 968 ἡ τι­μή τοῦ σίτου ἀνέβηκε αἰσθητά. Ὅλα αὐτά προκάλεσαν πτῶσι τῆς δημοτικότητός του.

Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Παρά τίς ἐπιβλητικές ἐ­πι­­τυχίες του δέν κατόρθωσε νά γίνει δημοφιλής ἡγεμόνας. Τό στρα­τι­ω­τικό καθεστώς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποτάξει ὁλό­κλη­ρη τή ζωή τοῦ κρά­τους στίς ἐπιδιώξεις τοῦ στρατοῦ… ἦταν πο­λύ καταπιεστικό γιά τό λαό». Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, γράφοντας «Ἰδιο­φυής στρατιωτικός στή θεωρία καί τήν πράξη, γνώριζε τά μυστι­κά τῆς τέχνης τοῦ πολέμου, ἀλλά ὄχι καί τῆς πολιτικῆς… ἄ­καμ­πτο στρατιωτικό πνεῦμα ἐνέπνεε τήν πολιτική γραμμή του».

 “ὤ πλήν γυναικός, τά δ’ ἄλλα Νικη­φό­ρος”

 Ἡ Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ τόν εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης. Παρασυρμένη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα του συγκρού­ονται μέ τά δυναστικά συμ­φέροντα, συνομώτησε μέ τόν ἐρα­­στή της, στρα­τηγό Ἰωάννη Τσιμισκῆ. Οἱ συνομῶτες εἰσῆ­λ­θαν στό Μέγα Παλάτιον με­ταμφιεσμένοι. Τό βράδυ εἰ­σέ­­βα­­λαν στήν βα­­­­­σι­λι­κή κρε­βατοκάμαρα καί βρῆκαν τόν Νικηφό­ρο Β’ Φω­­κᾶ νά κοι­­μᾶται ὡς στρατιώτης ἐν ἐκστρατείᾳ στό πάτω­μα! Τόν τραυ­μά­τι­σαν βαριά καί πρόλαβε νά ἀναφωνήση «Κύριε ἐλέησον» καί «Θεο­τόκε βοήθει» πρίν κα­τα­φέρουν νά τόν ἀπο­κεφαλί­σουν!

Ἦ­ταν 11 Δε­κεμ­βρίου τοῦ 969. Αὐτό ἦταν τό τέλος ἑνός ἀπό τούς σημαντικότερους Αὐ­το­κρά­το­ρες καί στρατιωτικές διάνοιες τῆς ἐποχῆς.

Ὁ Λέ­ων ὁ Διάκονος κατέγραψε ὅτι στόν τάφο του χα­­ράχ­θη­κε ἡ ἐ­­πι­­­­γρα­φή: «ὤ πλήν γυναικός, τά δ’ ἄλλα Νικη­φό­ρος» («Ὁ Νι­κη­φό­­ρος τούς νίκη­σε ὅλους ἐκτός ἀπό μία γυναί­κα»)…

Στήν ἐμφάνισι ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς καταγράφεται μᾶλλον κοντός, ἐξαιρετικά ρωμαλέος, τραχύς καί μελαμψός. Ὅπως γρά­φει ὁ Ostrogorsky «Στό πρόσωπό του συνυπή­ρχαν ὁ πο­­λεμι­στής καί ὁ μο­να­­χός». Ὁ G. Schlumberger πάντως ἀναφέρει: «Ἡ πολεμοχαρής αὐτοῦ διάνοια ὑπηρετεῖτο ὑπό σώματος σιδηροῦ καί ἐξαιρέτου φυσικῆς ρώμης προκαλούσης τόν θαυμασμόν τῶν συγχρόνων».

Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εθεωρείτο μία στρατιωτική με­γαλοφυία:  «πολεμιστής ἀπαράβλητος, ἀταράχως ἀνδρεῖος… ἰκανός ἀγορεύειν πρός τά στρατεύματα καί συμπαρασύρειν αὐτά πανταχοῦ καί πάντοτε, εἰς οἰονδήποτε κίνδυνον».

Διέ­θετε ἀπαράμιλλες στρατηγικές ἱκανό­τη­­τες καί πα­ράλ­ληλα με­γά­λη εὐσέβεια πού ἔτεινε πρός τόν μονα­χισμό. Ζοῦσε γιά τό πεδίο τῆς μάχης, ἀγαποῦσε τούς στρα­τιῶτες του καί ἐκεῖνοι τοῦ ἦσαν πι­στοί μέχρι θανάτου. Μάλι­στα ζήτησε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά τιμη­θοῦν ὡς μάρτυρες ὅλοι οἱ πε­σόντες στό πε­δίο τῆς μάχης, χω­ρίς ὅμως νά εἰσακουσθῆ. Γι’ αὐτό οἱ ἐκστρατεῖες του χαρακτηρί­ζονται ὡς «σταυροφορικοῦ χα­ρα­κτῆρος».

Τήν βασιλεία του, τήν ἀντιλαμβανόταν μᾶλλον ὡς ἐκ­­πλή­­ρωσι ἀποστολῆς ἐνῶ διε­κή­­­ρυτ­τε ὅτι ὡς ὅραμα εἶχε νά ἀποσυρθῆ κά­ποτε σέ μοναστήρι.

Ἀπεκλήθη «ὠχρός θάνατος τῶν Σαρακη­νῶν». Καί ὄχι ἄδικα. Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger «ὁ θαυμάσιος οὔτος ἀρήϊος ἀνήρ… ἀκαταπαύστως ἠγωνίσθη κατά τῶν ἐν Κρήτη μέν καί Ἀσία καί Ἀφρική καί Σικελία Ἀράβων, κατά τῶν Ρώσων δέ καί Βουλγάρων καί ἐν Ἰταλία κατά τῶν Γερμανῶν. Ἐπί πάσι δέ τούτοις ὑπῆρξε διοικητής μέγας καί συνετός, ἀναμορφωτής κατά πολύ προδραμών τῶν χρόνων καθ’ οὔς ἔζησεν».

Κατά τόν Κ. Παπαρρηγόπουλο τοῦ «ὀφείλει τό Ἑλληνικόν Ἔθνος… εὐ­γνω­μοσύνην ἐξαίρετον», διό­τι διέσωσε τόν ἑλληνισμό τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου καί τῆς Κι­λι­κί­ας.


ΠΗΓΗ: Ε.ΠΟ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου