τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Ἡ ἑλληνική καταγωγή του
Ὁ οἶκος τῶν Φωκάδων εἶχε καταγωγή του ἀπό τήν Καππαδοκία ἡ ὁποία ἦταν καθολικά ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα. Ὁ πρῶτος γνωστός πρόγονος τοῦ οἴκου εἶναι κάποιος ἀνώτερος ἀξιωματικός Φωκᾶς, πατέρας τοῦ ἐνδόξου στρατηγοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ τοῦ Παλαιοῦ, παπποῦ τοῦ Αὐτοκράτορος. Τό ὄνομα “Φωκᾶς” ἔχει καθαρά ἑλληνική προέλευσι. Ἀπαντᾶται μάλιστα συχνά ὡς ἐπίθετο καί στήν νεώτερη Ἑλλάδα, κυρίως σέ οἰκογένειες τῆς Κεφαλληνίας καί τῆς Μάνης.
Ὁ Μιχαήλ Ἀτταλειάτης ἰσχυρίζεται προέλευσι ἀπό τόν οἶκο τῶν Φαβίων, πού ἀνῆγαν τήν καταγωγή τους στόν Ἡρακλῆ καί ἤλθαν μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. Ἡ θεωρία ἀπορρίπτεται ἀπό τήν ἐπιστημονική κοινότητα, διότι ἦταν συχνό φαινόμενο οἱ χρονογράφοι νά προσδίδουν εὐφάνταστη καταγωγή στούς Αὐτοκράτορες γιά νά τούς ἐξυψώσουν. Πιθανότατα προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική πόλι Φώκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν ὁποία ἀπώτατοι πρόγονοι τῆς οἰκογενείας θά μετοίκισαν στήν Καππαδοκία. Γράφει ὁ Ἐμμ. Καρακώστας «ἡ ἑλληνικότητα τοῦ ὀνόματος φαίνεται καί ἀπό τήν ἀνάλυσή του, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν λέξη “φώκη”, πού σημαίνει ὁ στοργικός πρός τήν πατρίδα καί τούς οἰκείους του, ὅπως ἡ φώκη».
Λαμβάνοντας αὐτά ὑπ’ ὄψιν καί ὁ καθηγητής Peter Charanis ἔγραψε: «Συνεπῶς, οἱ Φωκάδες ἦταν ἀπό καταγωγῆς αὐτόχθονες τῆς Καππαδοκίας, ὅπου βρισκόταν καί ὅλη ἡ περιουσία τους. Στήν Καππαδοκία τόν 9ο αἰώνα τό ἑλληνόφωνο στοιχεῖο ἦταν ἀναμφίβολα τό κυρίαρχο (predominated), ἕνα γεγονός τό ὁποῖο, ἄν συνδυασθεῖ μέ τό ἑλληνικό ὄνομα τῆς οἰκογενείας, ὁδηγεῖ σέ συμπέρασμα γιά ἑλληνική καταγωγή τῶν Φωκάδων».
Ἡ ὕπαρξις ὅμως στήν οἰκογένεια τοῦ ὀνόματος «Βάρδας» ἔχει ἀποτελέσει ἔναυσμα νά διατυπωθῆ καί ἄποψις περί “ἀρμενικῆς καταγωγής”. Ἑρμηνεύοντας τό γεγονός ὁ Peter Charanis γράφει: «Οἱ Φωκάδες τοῦ 10ου αἰῶνος ἦταν μᾶλλον μικτῆς καταγωγῆς. Τό ἕνα μέρος τους, ἦταν ἑλληνικό ἤ βαθιά ἐξελληνισμένο καί τό ἄλλο ἀρμένικο… κρίνοντας μάλιστα ἀπό τό ὄνομα τῆς οἰκογενείας, πιθανότερο εἶναι ἡ ἑλληνική καταγωγή νά προέρχεται ἀπό τήν ἀνδρική (πατρογονική) πλευρά». Σέ αὐτό συμφωνεῖ ἀπόλυτα καί ἡ Αἰκατ. Χριστοφιλοπούλου, χαρακτηρίζοντας τόν Φωκά «ἑλληνικῆς ἤ ἀπόλυτα ἐξελληνισμένης καταγωγῆς».
Συνεπῶς, οἱ Φωκάδες εἶναι ἀναμφίβολα οἰκογένεια ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί πιθανότατα κάποιο μέλος τούς νυμφεύθηκε γυναίκα ἀρμενικῆς καταγωγῆς μέ ἀποτέλεσμα νά εἰσαχθῆ σέ αὐτήν (ἀπό τόν πατέρα της) τό ὄνομα.
Ὁ ἀπελευθερωτής τῆς Κρήτης
Οἱ Σαρακηνοί τῆς Ἱσπανίας εἶχαν καταλάβει τήν Κρήτη τό 827 - 828. Ὅλη ἡ ἐπικράτεια τῆς νήσου ὑποδουλώθηκε ἐκτός ἀπό τίς ὀρεινές περιοχές τῶν Σφακίων, τῶν Λευκῶν ὄρεων, τῆς Ἴδης καί τῆς Δίκτυς, ὅπου κατέφυγαν πολλοί Κρητικοί. Τό “Ἐμιράτο τῆς Κρήτης” πού ἵδρυσε ὁ Abu Hafs ὑπῆρξε τό κέντρο τῆς ἀραβικῆς πειρατείας: Ἀπό ἐκεῖ οἱ Σαρακηνοί ἔπληξαν τήν Λέσβο καί τόν Ἄθω τό 862, τήν Χαλκιδική τό 866, τά ἀδριατικά παράλια καί τό Αἰγαῖο τό 872, τά παράλια τῆς Πελοποννήσου, τήν Δημητριάδα, τήν Ἀττική τό 902 κ.ἄ.
Ὁ -μέχρι τότε “δομέστικος τῶν σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς”- στρατηγός Νικηφόρος Φωκᾶς ξεκίνησε τήν ἕνδοξη φήμη του, ὅταν τό 960 ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Β’ τόν ἕθεσε ἐπικεφαλῆς τῆς «κατά τῶν ἐν Κρήτῃ Σαρακηνῶν» ἐκστρατείας γιά τήν ἀνακατάληψι τῆς Κρήτης. Μάλιστα ὁ Ἰωσήφ Βρίγγας ὁ ὁποῖος στήριξε μέ θέρμη τήν ἐκστρατεία, λέγοντας στούς συγκλητικούς «πρέπον ἐστίν ὑπέρ τῶν χριστιανῶν καί ὁμοφύλων ἀγωνίσασθαι».
Στίς 13 Ἰουνίου τοῦ 960 τό στράτευμα διενήργησε ἀπόβασι στήν Κρήτη. Ἀμέσως ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς «συμπλακεῖς τοῖς Ἀγαρηνοῖς» συνέτριψε κάθε ἀντίστασι. Στήν συνέχεια ξεκίνησε 8μηνη πολιορκία τῆς πρωτευούσης τοῦ Ἐμιράτου, Χαντάκ. Ἄραβες καί Αἰθίοπες διενήργησαν τουλάχιστον 7 ἐξόδους, μέ ἀντίστοιχες σκληρότατες μάχες. Ὁ Φωκᾶς ἐφήρμοζε τήν τακτική τῆς εἰκονικῆς ὑποχωρήσεως καί συνέθλιβε τόν ἐχθρό σέ ἐνέδρες. «Ὁλοσχερῶς δ’ ἐπέτυχεν ἡ παγίς τῶν Ἑλλήνων», ἀναφέρει ὁ G. Schlumberger. Σέ μία ἀπό αὐτές τίς μάχες, ὁ ἴδιος ἀντιμετώπισε ἕναν γιγάντιο Ἄραβα, τόν ὁποῖο σκότωσε μέ μία κίνησι τοῦ ξίφους του.
Στίς 7 Μαρτίου 961 ἐξαπέλυσε τήν τελική του ἔφοδο καί κατέκτησε τήν πόλι, μετά ἀπό σκληρές ὁδομαχίες. Ἐν συνέχειᾳ ἐκκαθάρισε εὔκολα τίς ἐχθρικές ἑστίες στήν ὑπόλοιπη νῆσο. Κατά τόν Άραβα ἱστορικό Nuwari ἀναφέρεται ὁ μᾶλλον ὑπερβολικός ἀριθμός 200.000 νεκρῶν καί ἀκόμη 200.000 αἰχμαλώτων Σαρακηνῶν, ἐνῶ οἱ ἐπίσης Ἄραβες Yakut καί Ibn Khaldun, μιλοῦν γιά ἐπιστροφή στήν Κωνσταντινούπολι 300 πλοίων μέ λάφυρα καί αἰχμαλώτους.
Ὁ ἀνίκητος Αὐτοκράτωρ
Τό θέρος τοῦ 961 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἐπέστρεφε θριαμβευτής ἀπό τήν Κρήτη καί ἀνέλαβε πάλι τήν ἀρχιστρατηγία τῆς Ἀνατολῆς. Ἐπέλασε σάν κεραυνός στήν Κιλικία, αἰφνιδιάζοντας τούς Ἄραβες. Ἀρχές τοῦ 692 κατέλαβε τήν Ἀνάζαρβο. Κατόπιν προήλασε καί κατέλαβε τήν Ταρσό, τήν Δολίχη τήν Ἱεράπολι, τήν Μοψουεστία, τήν Γερμανίκεια Καισαρείας (Μαρᾶς). Ὅλες παλαιές ἑλληνιστικές πολιτεῖες τῆς ἐποχῆς τῶν Σελευκιδῶν. Στό σύνολο ἐκπόρθησε 60 ἀραβικά κάστρα! Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 τό στράτευμά του, κατέλαβε τό Χαλέπι. Στήν κατάληψί του πρωτοστατησε καί ὁ μετέπειτα Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τσιμισκῆς.
Στίς 15 Μαρτίου 963 -ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐπιτυχιῶν- ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Β’ πέθανε. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εἶχε ἤδη γίνει θρύλος καί ἡ Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ τόν κάλεσε στήν Κωνσταντινούπολι. Στίς 3 Ἰουλίου 963 ἐξερράγη στρατιωτική ἐπανάστασις. Τά πιστά στόν Νικηφόρο Φωκά στρατεύματα πού ἕδρευαν στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τόν ἀνακήρυξαν Αὐτοκράτορα. Στίς 16 Αὐγούστου 963 ἔγινε ἡ στέψις του στήν Ἁγία Σοφία, ἀπό τόν Πατριάρχη Πολύευκτο.
Αμέσως άρχισε αλλεπάλληλες εκστρατείες κατά των Αράβων:
Ἡ πρώτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τόν Ἰούλιο τοῦ 964. Ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger γι΄αυτήν: «Οἱ Ἕλληνες ἀπέβησαν καί αὔθις ἀπανταχοῦ νικηταί». Κατέλαβε τά Ἄδανα, τήν Ἀνάζαρβο, τήν Ρωσσό τῆς Ἀλεξανδρέττας καί ἄλλα 20 φρούρια. Παράλληλα, ὁ ναύαρχος Νικήτας Χαλκούτσης ἀπελευθέρωσε ὁριστικά ἀπό τήν ἀραβική κατάκτησι τήν Κύπρο, (965). Σέ χειρόγραφη ἀπειλητική ἐπιστολή του πρός τόν χαλίφη τῆς Βαγδάτης, ἔγραφε ὁ Ἕλλην Αὐτοκράτωρ, μεταξύ ἄλλων: «Ἄγε λαέ τοῦ Χαρρᾶν, οὐαί σοί: Ἰδού οἱ στρατοί τῶν Ἑλλήνων ἐνσκήψαντες ἐφ’ ὑμᾶς ὡς ἡ θύελλα»!
Ἡ δεύτερη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τόν Μάρτιο τοῦ 965. Στίς 15 Ἰουλίου 965 ἡ Μοψουεστία παραδόθηκε. Καί στίς 16 Αὐγούστου 965, παραδόθηκε καί ἡ Ταρσός.
Ἡ τρίτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 966. Ὁ ἀνίκητος Αὐτοκράτωρ, κατέλαβε διαδοχικά τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι, τήν Νίσιβι κ.ἄ. Προχώρησε ἐντός τῆς Συρίας καί περικύκλωσε τήν Ἀντιόχεια. Προέλασε στά συριακά ἐνδότερα καταλαμβάνοντας τήν Ἔδεσσα καί τήν Ἱεράπολι ἀπό τήν ὁποία παρέλαβε τό σημαντικό χριστιανικό κειμήλιο τῆς κεράμου. Ἔφτασε ἕως τήν λιβανική Τρίπολι...
Ἡ τέταρτη ἐκστρατεία ξεκίνησε τόν Ἰούλιο τοῦ 968, ὁπότε ἔφθασε ἔξω ἀπό τήν Ἀντιόχεια, τήν ὁποία ἀφοῦ ἀπέκοψε ἀπό κάθε ἐφοδιασμό, ἐστράφη καί πάλι κατά τοῦ Χαλεπίου, κατέλαβε τήν Ἐπιφάνεια, τήν Ἔμεσα καί κατόπιν τά παραλιακά Γάβαλα καί τήν Ἄρκα, κατέστησε μέ συμφωνία ὑποτελεῖς τήν Λαοδίκεια καί τήν Τρίπολι καί ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολι. Σύμφωνα μάλιστα μέ τόν ἄραβα Yahya ibn Said al-Antaki, ὁ Νικηφόρος Β’ -ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται «Αὐτοκράτωρ τῶν Ἑλλήνων»- μετέφερε ὅσους αἰχμαλώτισε «στήν χώρα τῶν Ἑλλήνων».
Στίς 28 Ὀκτωβρίου 969 κατελήφθη ἀπό τόν στρατηγό Μιχαήλ Βούρτζη καί ἡ Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος μέ 300 ἐπιλέκτους ἀπετόλμησε καταδρομική νυκτερινή ἐπιχείρησι. Ἡ ἑλληνιστική πολιτεία εἶχε ἀπελευθερωθῆ μετά ἀπό 331 χρόνια ἀραβικῆς κατοχῆς (638 - 969). Κατόπιν αὐτοῦ, παρεδόθη καί τό Χαλέπι.
Τό 967 -μοναδικό ἔτος πού δέν ἐκστράτευσε στήν Μικρά Ἀσία- διεξήγαγε συνοριακές ἐπιχειρήσεις στόν βορρᾶ καί κατέλαβε βουλγαρικά φρούρια τῆς μεθορίου. Κατόπιν, ἀπασχολήμενος μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἐκστρατεῖες του κατά τῶν Ἀράβων, ὁ Αὐτοκράτωρ ἀποφάσισε νά χρησιμοποιήση τούς Ρώσους κατά τῶν Βουλγάρων (Ἡ χρησιμοποίησις τῶν Ρώσων γιά στρατιωτικές ὑπηρεσίες πρός τήν Αὐτοκρατορία προεβλέπετο ἀπό τήν συνθήκη τοῦ 944)...
“Nicephorum Phocam Graecorum Imperatorem…”
Ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς δέν εἶχε τό βλέμμα ἐστραμμένο μόνο στήν Ἀνατολή ἀλλά καί στήν Δύσι: Κατ’ ἀρχήν ἀναδιοργάνωσε τίς ἰταλικές κτήσεις εἰσάγωντας τόν θεσμό τοῦ «Κατεπάνω Ἰταλίας», πού ἀποτελοῦσε τόν γενικό στρατιωτικό διοικητή της. Τό 964 ἀπέστειλε ἐκστρατευτικό σῶμα στήν Σικελία, ὑπό τόν στρατηγό Μανουήλ Φωκᾶ τό ὁποίο παρά τίς πρώτες ἐπιτυχίες δέν πέτυχε νά τήν ἀνακτήση…
Πρόβλημα στήν Ἰταλία δέν ἀποτελοῦσαν μόνον οἱ Ἄραβες. Στίς 2 Φεβρουαρίου 962 ὁ βασιλεύς τῆς Γερμανίας Ὄθων Α’ ἐστέφθη ὡς «Imperator Romanorun» («Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων») ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΒ’ στήν Ρώμη, ἱδρύοντας ἔτσι κράτος πού ἀπεκλήθη «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία»! Ἐπαναλαμβανόταν δηλαδή, τό σκηνικό πού εἶχε συμβεῖ μέ τόν Κάρολο Α’ (Καρλομάγνο) τό 800. Ὁ Ὄθων ἄρχισε νά ἀπειλή τίς βυζαντινές κτήσεις: Προσέγγισε τούς ἡγεμόνες τοῦ Βενεβέντου καί τῆς Καπύης καί τήν ἄνοιξι τοῦ 968 ἀποπειράθηκε ἀνεπιτυχῶς νά πολιορκήση τήν Βάρι.
Κατόπιν τῆς ἀποτυχίας του, ὁ Ὄθων Α’ ἀπέστειλε στίς 4 Ιουνίου 968 στήν Κωνσταντινούπολι ὡς πρέσβυ τόν Λιουτπράνδο τῆς Κρεμώνας μέ σκοπό νά διαπραγματευθῆ συνοικέσιο τοῦ υἱοῦ του μέ μία πορφυρογέννητη πριγκήπισσα. Ὁ Γερμανός βασιλεύς θεώρησε ὅτι ἔτσι θά πετύχαινε νά τοῦ “προικοδοτηθῆ” ἡ Κάτω Ἰταλία!
Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα τῆς Ρώμης πού ἔφερε ὁ Λιουτπράνδος, ἔγραφε: «Ad Nicephorum Phocam Graecorum Imperatorem», δηλαδή: «Στόν Νικηφόρο Φωκά Αὐτοκράτορα τῶν Γραικῶν». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «ὁ Πάπας ἄρχισε νά τόν προσφωνεῖ “Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων” δίνοντας τόν τίτλο τοῦ “Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων” -ἐπίσημο τίτλο τῶν Ἀρχόντων τοῦ Βυζαντίου- στόν Ὄθωνα τῆς Γερμανίας».
Οὔτε τό συνοικέσιο, οὔτε ὁ χαρακτηρισμός ἔγιναν ἀπόδεκτα στήν Βασιλεύουσα. Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου «τῶν Ρωμαίων» ἀπηχοῦσε τόν κληρονόμο καί συνεχιστῆ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδέας. Γι’ αὐτό τόν διεκδικοῦσαν οἱ Γερμανοί. Γι’ αὐτό ἔμεναν πεισματικά προσκολημμενοι σέ αὐτόν οἱ βυζαντινοί Ἕλληνες. Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «ἡ ἑλληνική ὑπερηφάνεια δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ αὐτό πού θεωροῦσε σφετερισμό».
Ἡ ἐσωτερική πολιτική του
Παρότι θαυμαστής του μοναχικοῦ βίου, τό 964 μέ «Νεαρές» του, ἐπεδίωξε τόν περιορισμό τῶν μοναστηριακῶν καί ἐκκλησιαστικῶν γαιῶν πού ἀποδυνάμωναν -ὅσο καί οἱ φεουδάρχες- τήν ἐλεύθερη γεωργική ἰδιοκτησία, βάσι τῆς ἐθνικῆς στρατολογήσεως. Περιόρισε σημαντικά τούς μισθούς συγκλητικῶν καί ἀπαγόρευσε τήν δωρεά κτημάτων στήν Ἐκκλησία καί τά μοναστήρια, ἐπιτρέπωντας μόνο τήν χρηματική δωρεά. Ἀπαγόρευσε καί τήν πώλησι στρατιωτοπίων, ἀπό τούς στρατιῶτες.
Προερχόμενος καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν στρατιωτική ἀριστοκρατία, τό 967 ἐξέδωσε «Νεαρές» μέ τίς ὁποῖες θεσμοθετοῦσε ὅτι οἱ “δυνατοί” μποροῦσαν νά ἀγοράζουν κτήματα μόνο ἀπό “δυνατούς” καί οἱ “πένητες” μόνο ἀπό “πένητες”. Ριζοσπαστική ἦταν ἡ διάταξις πού ἀνατιμοῦσε τήν ἀξία ἀπαλλοτριωμένων στρατιωτικῶν κτημάτων ἀπό 4 σέ 12 λίτρα χρυσοῦ, γεγονός πού προήγαγε -κατά τόν Μίλτωνα Ἀνάστο- τούς ἰδιοκτῆτες τους «ἀπό τήν τάξη τῶν πτωχῶν στήν τάξη τῶν πλουσίων». Γενικότερα, κατά τόν Ἰωάννη Καραγιαννόπουλο, «προσπάθησε νά ἐφαρμόσει ἀρχή ἰσοπολιτείας ἔναντι ὅλων τῶν τάξεων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας» καί «νά ἐνισχύσει τήν τάξη τῶν στρατιωτῶν».
Μέ τόν Νικηφόρο Β’ Φωκά συνδέεται καί ἡ ἵδρυσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πράγματι, ἐκεῖνος ἐνίσχυσε τόν θεῖο καί πνευματικό του Ἀθανάσιο Ἀθωνίτη, νά ἱδρύση τό 963 τήν πρώτη μονή στήν ἄκρη τοῦ Ἄθω, τήν Μονή Μεγίστης Λαύρας ἡ ὁποία θεμελιώθηκε στό σημεῖο πού βρισκόταν ἡ ἀρχαία πελασγική πόλη Ἀκρόθωσις.
Ἡ λιτή ζωή του καί ἡ αὐστηρότητά του τόν κατέστησαν ἀντιπαθή στό διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς αὐλῆς καί τῆς συγκλήτου. Παράλληλα γιά νά ὀργανώση τίς ἔνδοξες στρατιωτικές ἐκστρατεῖες του, ἀναγκάσθηκε νά ἐπιβάλη ἐκτάκτους φόρους καί νά ἐκδόση νέο ἐλαφρύτερο νόμισμα, τό «τεταρτηρόν». Τό κόστος τῶν ἐκστρατειῶν, προκάλεσαν ἄνοδο τοῦ τιμαρίθμου καί τό 968 ἡ τιμή τοῦ σίτου ἀνέβηκε αἰσθητά. Ὅλα αὐτά προκάλεσαν πτῶσι τῆς δημοτικότητός του.
Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Παρά τίς ἐπιβλητικές ἐπιτυχίες του δέν κατόρθωσε νά γίνει δημοφιλής ἡγεμόνας. Τό στρατιωτικό καθεστώς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποτάξει ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ κράτους στίς ἐπιδιώξεις τοῦ στρατοῦ… ἦταν πολύ καταπιεστικό γιά τό λαό». Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, γράφοντας «Ἰδιοφυής στρατιωτικός στή θεωρία καί τήν πράξη, γνώριζε τά μυστικά τῆς τέχνης τοῦ πολέμου, ἀλλά ὄχι καί τῆς πολιτικῆς… ἄκαμπτο στρατιωτικό πνεῦμα ἐνέπνεε τήν πολιτική γραμμή του».
“ὤ πλήν γυναικός, τά δ’ ἄλλα Νικηφόρος”
Ἡ Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ τόν εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης. Παρασυρμένη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα του συγκρούονται μέ τά δυναστικά συμφέροντα, συνομώτησε μέ τόν ἐραστή της, στρατηγό Ἰωάννη Τσιμισκῆ. Οἱ συνομῶτες εἰσῆλθαν στό Μέγα Παλάτιον μεταμφιεσμένοι. Τό βράδυ εἰσέβαλαν στήν βασιλική κρεβατοκάμαρα καί βρῆκαν τόν Νικηφόρο Β’ Φωκᾶ νά κοιμᾶται ὡς στρατιώτης ἐν ἐκστρατείᾳ στό πάτωμα! Τόν τραυμάτισαν βαριά καί πρόλαβε νά ἀναφωνήση «Κύριε ἐλέησον» καί «Θεοτόκε βοήθει» πρίν καταφέρουν νά τόν ἀποκεφαλίσουν!
Ἦταν 11 Δεκεμβρίου τοῦ 969. Αὐτό ἦταν τό τέλος ἑνός ἀπό τούς σημαντικότερους Αὐτοκράτορες καί στρατιωτικές διάνοιες τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Λέων ὁ Διάκονος κατέγραψε ὅτι στόν τάφο του χαράχθηκε ἡ ἐπιγραφή: «ὤ πλήν γυναικός, τά δ’ ἄλλα Νικηφόρος» («Ὁ Νικηφόρος τούς νίκησε ὅλους ἐκτός ἀπό μία γυναίκα»)…
Στήν ἐμφάνισι ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς καταγράφεται μᾶλλον κοντός, ἐξαιρετικά ρωμαλέος, τραχύς καί μελαμψός. Ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky «Στό πρόσωπό του συνυπήρχαν ὁ πολεμιστής καί ὁ μοναχός». Ὁ G. Schlumberger πάντως ἀναφέρει: «Ἡ πολεμοχαρής αὐτοῦ διάνοια ὑπηρετεῖτο ὑπό σώματος σιδηροῦ καί ἐξαιρέτου φυσικῆς ρώμης προκαλούσης τόν θαυμασμόν τῶν συγχρόνων».
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εθεωρείτο μία στρατιωτική μεγαλοφυία: «πολεμιστής ἀπαράβλητος, ἀταράχως ἀνδρεῖος… ἰκανός ἀγορεύειν πρός τά στρατεύματα καί συμπαρασύρειν αὐτά πανταχοῦ καί πάντοτε, εἰς οἰονδήποτε κίνδυνον».
Διέθετε ἀπαράμιλλες στρατηγικές ἱκανότητες καί παράλληλα μεγάλη εὐσέβεια πού ἔτεινε πρός τόν μοναχισμό. Ζοῦσε γιά τό πεδίο τῆς μάχης, ἀγαποῦσε τούς στρατιῶτες του καί ἐκεῖνοι τοῦ ἦσαν πιστοί μέχρι θανάτου. Μάλιστα ζήτησε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά τιμηθοῦν ὡς μάρτυρες ὅλοι οἱ πεσόντες στό πεδίο τῆς μάχης, χωρίς ὅμως νά εἰσακουσθῆ. Γι’ αὐτό οἱ ἐκστρατεῖες του χαρακτηρίζονται ὡς «σταυροφορικοῦ χαρακτῆρος».
Τήν βασιλεία του, τήν ἀντιλαμβανόταν μᾶλλον ὡς ἐκπλήρωσι ἀποστολῆς ἐνῶ διεκήρυττε ὅτι ὡς ὅραμα εἶχε νά ἀποσυρθῆ κάποτε σέ μοναστήρι.
Ἀπεκλήθη «ὠχρός θάνατος τῶν Σαρακηνῶν». Καί ὄχι ἄδικα. Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger «ὁ θαυμάσιος οὔτος ἀρήϊος ἀνήρ… ἀκαταπαύστως ἠγωνίσθη κατά τῶν ἐν Κρήτη μέν καί Ἀσία καί Ἀφρική καί Σικελία Ἀράβων, κατά τῶν Ρώσων δέ καί Βουλγάρων καί ἐν Ἰταλία κατά τῶν Γερμανῶν. Ἐπί πάσι δέ τούτοις ὑπῆρξε διοικητής μέγας καί συνετός, ἀναμορφωτής κατά πολύ προδραμών τῶν χρόνων καθ’ οὔς ἔζησεν».
Κατά τόν Κ. Παπαρρηγόπουλο τοῦ «ὀφείλει τό Ἑλληνικόν Ἔθνος… εὐγνωμοσύνην ἐξαίρετον», διότι διέσωσε τόν ἑλληνισμό τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου καί τῆς Κιλικίας.
ΠΗΓΗ: Ε.ΠΟ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου