Το τελευταίο διάστημα πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η Ρωσία και η Τουρκία δείχνουν να έχουν βάλει στην άκρη τις όποιες ιστορικές τους διαφορές και να χτίζουν μια απρόσμενη, πλην όμως αμοιβαία επωφελή, συμμαχία.
Ως απόδειξη του παραπάνω σημειώνουν την σιωπηρή έγκριση της Ρωσίας όσον αφορά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων εναντίον κουρδικών ομάδων στη βόρεια Συρία, την συνεργασία τους στην δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στο Ιντλίμπ, καθώς και την συνεχιζόμενη αψήφιση της Άγκυρας στις αμερικανικές και Νατοϊκές εναντιώσεις αναφορικά με την προμήθεια εκ μέρους της ρωσικών πυραύλων S-400.
Τα φαινόμενα όμως μπορεί να εξαπατούν. Υπάρχουν ακόμη μυριάδες ζητήματα που προκαλούν διαφορές μεταξύ των δυο αυτών χωρών, με πιο πρόσφατο την υποστήριξη αντιπάλων πλευρών στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας…
Οι όποιες συμμαχίες απαιτούν κοινά συμφέροντα, και όχι απλά συγκυριακές ευκαιρίες για μια προσωρινή συνεργασία, και επίσης απαιτούν μια μακροπρόθεσμη σύγκλιση σε θέματα ζωτικής σημασίας.
Συνεπώς, η δημιουργία μιας νέας συμμαχίας έχει ως προϋπόθεση τα μέλη να υιοθετούν νέα συμφέροντα, ή τουλάχιστον να θέτουν νέες στρατηγικές επιδίωξης αυτών των συμφερόντων. Στην περίπτωση της Ρωσίας και της Τουρκίας δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για κάτι τέτοιο.
Ο ρωσοτουρκικός ανταγωνισμός πάει πίσω πολλούς αιώνες. Για παράδειγμα, μεταξύ του 17ου και 18ου αιώνα, όταν η ρωσική αυτοκρατορία επεκτείνονταν, το έκανε εις βάρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο τεράστιος αριθμός συγκρούσεων μεταξύ των δυο αυτών πλευρών αποκαλύπτει και το μέγεθος του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Σε αυτές τις συγκρούσεις συμπεριλαμβάνονται και η εκστρατεία στη θάλασσα του Αζόφ στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1695-96, η εκστρατεία του ποταμού Προυθ το 1710-11 (μέρος του πολέμου μεταξύ Ρωσίας-Σουηδίας), οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι το 1735-39, το 1768-74, το 1787-92, το 1806-12, το 1828-29, το 1877-78, ο πόλεμος της Κριμαίας το 1853-56, ο Α’Π.Π., και τέλος ο Ψυχρός Πόλεμος.
Σήμερα οι σχέσεις μεταξύ τους είναι πιο μπερδεμένες από ποτέ. Η Άγκυρα και η Μόσχα έχουν συνεργαστεί σε ορισμένα μέτωπα, όπως οι ειρηνευτικές συνομιλίες της Αστάνα, ή στο να δημιουργήσουν ουδέτερες ζώνες στη Συρία. Παράλληλα, η Τουρκία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο της Ρωσίας (πάνω από το 50% τους αερίου της το εισάγει απ τη Ρωσία) ενώ υπάρχουν σημαντικές εμπορικές και τουριστικές διασυνδέσεις.
Αυτό όμως δεν είναι κάτι το καινούργιο. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, οι δυο χώρες έχουν βρει τρόπους για να συνδέονται οικονομικά παρά τις επανειλημμένες συγκρούσεις τους. Για παράδειγμα, με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή που τερμάτισε τον μεταξύ τους πόλεμο (1768-74), η Ρωσία κέρδισε δικαιώματα εμπορικής ναυτιλίας σε ολόκληρη τη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και ευκολότερη πρόσβαση στο γενικότερο εμπόριο με την οθωμανική αυτοκρατορία.
Παρά όμως το γεγονός ότι οι δυο πλευρές τα έχουν βρει κατά καιρούς σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα συμφέροντά τους εξακολουθούν να αποκλίνουν σε δυο γεωπολιτικά σημεία κλειδιά.
Το πρώτο αφορά στη Μαύρη Θάλασσα, όπου επί πολύ καιρό υπάρχει ανταγωνισμός για τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλλια. Οι δυο αυτές στενές υδάτινες διαδρομές αποτελούν και τη μόνη δίοδο από την Μαύρη Θάλασσα προς την Μεσόγειο.
Στον Βόσπορο που την διέλευσή του ελέγχει η Τουρκία, υπάρχει ο ρωσικός φόβος ότι μπορεί κάποτε να αποκοπεί η ελεύθερη διέλευση. Επιπλέον, από το 2014 οπότε και η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία, η Άγκυρα αρνείται να αναγνωρίσει την εν λόγω χερσόνησο ως ρωσική, φοβούμενη πως οι επεκτατικές διαθέσεις της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα μπορεί να αποτελέσουν σοβαρή απειλή ασφάλειας και για την ίδια.
Το δεύτερο σημείο είναι ο Καύκασος. Αν τα στενά ορεινά περάσματα προς τον νότιο Καύκασο πέσουν στα χέρια αντιπάλων της Ρωσίας, θα υπήρχε απειλή για τον βόρειο Καύκασο και άρα για την ίδια την ρωσική ενδοχώρα. Γι αυτό και η Μόσχα προσπαθεί να κρατήσει τις ξένες δυνάμεις μακριά από την περιοχή.
Για παράδειγμα, διατηρεί στρατιωτική βάση στην Αρμενία, εν μέρει για να αποτρέψει μια τουρκική εισβολή στον νότιο Καύκασο, κάτι που παραλίγο να γίνει στη διάρκεια των συγκρούσεων του Ναγκόρνο Καραμπάχ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ως απάντηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Ρωσία τοποθέτησε στρατεύματα στα σύνορα Αρμενίας - Τουρκίας, κάτι που κόντεψε να βάλει φωτιά στην περιοχή λίγο μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Επίσης, η Ρωσία θέλει να αποτρέψει μια ένωση των Τουρκογενών κατοίκων του Αζερμπαϊτζάν με τους αντίστοιχους στην Τουρκία, κάτι που θα μπορούσε να αναστατώσει την παρούσα ισορροπία στον νότιο Καύκασο.
Υπάρχει πάντα και η Μέση Ανατολή. Εκεί όπου πρόσφατα τα ρωσικά συμφέροντα συγκρούστηκαν με τα τουρκικά, λόγω της υποστήριξης του καθενός σε διαφορετικές αντιμαχόμενες πλευρές.
Από την αρχή του πολέμου η Τουρκία στήριξε διάφορες αντάρτικες ομάδες στην μάχη τους κατά του Άσαντ, ο οποίος στηρίζεται κυρίως από την Μόσχα.
Και ενώ η Τουρκία κέρδισε τον έλεγχο σε περιοχές της βόρειας Συρίας, οι ομάδες που στηρίζει έχασαν τον πόλεμο.
Με τη βοήθεια της Ρωσίας, ο Άσαντ ξανακέρδισε πολλές χαμένες περιοχές για τις οποίες μάχονταν οι αντάρτες που στήριξε η Άγκυρα, εκτός από κάποιες λίγες οι οποίες όμως είναι περικυκλωμένες από φιλοκυβερνητικές και κουρδικές δυνάμεις.
Η Τουρκία συνεχίζει να στηρίζει αυτές τις ομάδες στο Ιντλίμπ, αλλά στην ουσία έχει χάσει τον πόλεμο (μέσω τρίτων) τον οποίο κέρδισε η Ρωσία, κάτι που αποκλείει το όποιο ενδεχόμενο οι δυο χώρες να προχωρήσουν σε κάποια μεταξύ τους συμμαχία.
Το 2018 η Τουρκία επενέβη στην επαρχία Αφρίν, μόνο που η επιχείρηση εκείνη είχε στόχο τους Κούρδους και όχι τις κυβερνητικές δυνάμεις της Συρίας. Σε αυτή τη φάση η Μόσχα έδωσε το πράσινο φως στην τουρκική αεροπορία, όπως έκαναν και οι ΗΠΑ, οι οποίες μάλιστα ανακοίνωσαν επίσημα πως δεν στηρίζουν τις κουρδικές δυνάμεις που εδρεύουν στην περιοχή.
Η Τουρκία θέλει να ελέγξει και άλλες περιοχές της βόρειας Συρίας, ενώ η Ρωσία θα προτιμούσε οι περιοχές αυτές να επιστρέψουν στον έλεγχο της συριακής κυβέρνησης μέσω διαπραγματεύσεων της Δαμασκού με τον Συριακό Δημοκρατικό Στρατό.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν την μακρά παράδοση συγκρούσεων και διαφωνιών μεταξύ των δυο χωρών, τότε γιατί να θέλει η Τουρκία να αγοράσει τους S-400 και άρα να ρισκάρει τις σχέσεις της με τους συμμάχους της;
Η απάντηση βρίσκεται στην ακροσφαλή πρόσφατη σχέση της με την Αμερική.
Η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952 ως ένας κρίσιμος παράγοντας στην πολιτική ανάσχεσης (containment) της Δύσης απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους δορυφόρους της.
Μετά την τουρκική εισβολή στη Κύπρο το 1974, που οδήγησε στην ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Β. Κύπρου, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε εμπάργκο όπλων εναντίον της. Η Άγκυρα αντέδρασε μπλοκάροντας την αμερικανική πρόσβαση σε στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός της.
Το βασικό μάθημα που αποκόμισε η Τουρκία μετά από αυτό ήταν ότι δεν μπορεί να εξαρτάται από τρίτους προκειμένου να οπλίζεται για να μπορεί να αμύνεται. Έτσι, από το 1980 έχει προχωρήσει σε μια συντονισμένη προσπάθεια να αναπτύξει δική της αμυντική βιομηχανία.
Παρ όλα αυτά όμως συνεχίζει να εισάγει απαραίτητες τεχνολογίες προκειμένου να εξελίξει και να κατασκευάσει τα δικά της οπλικά συστήματα, με την Αμερική να είναι διστακτική στο να μοιράζεται την τεχνολογία της με τους Τούρκους.
Το 2013 και το 2017 η Τουρκία δεν δέχθηκε την προσφορά των ΗΠΑ να αγοράσει πυραύλους Patriot επειδή η συμφωνία δεν θα συμπεριλάμβανε την μεταφορά τεχνολογίας. Έτσι, αποφάσισε να αγοράσει το κινεζικό σύστημα HQ-9, εν μέρει λόγω του χαμηλού του κόστους, αλλά κυρίως λόγω της τεχνολογίας που συμπεριλαμβάνονταν στη συμφωνία αγοράς, αν και οι ΗΠΑ τελικά απέτρεψαν την ολοκλήρωση της εν λόγω προμήθειας.
Η Τουρκία υπέγραψε τη συμφωνία για τους S-400 μετά την απόρριψη της δεύτερης προσφοράς των Patriot, αν και σύμφωνα με κάποιες αναφορές οι ρωσικοί πύραυλοι ήταν η τελευταία επιλογή της Άγκυρας το 2008.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η Ρωσία προσφέρει και την τεχνολογία τους μαζί με τους S-400, αν και οι λεπτομέρειες της συμφωνίας δεν έχουν γίνει γνωστές.
Η Μόσχα το αρνείται, όμως το κρατικό μέσο της Ρωσίας Sputnik ανέφερε τον περασμένο Ιανουάριο πως η Ρωσία υποσχέθηκε στους Τούρκους πρόσβαση στην τεχνολογία καθώς και κοινή παραγωγή του συστήματος.
Μπορεί η Τουρκία να χρησιμοποιεί την συμφωνία ως εκβιαστικό ατού προκειμένου να πετύχει καλύτερους όρους από την Ουάσιγκτον για την αγορά των Patriot. Στο παρελθόν οι Αμερικάνοι έχουν δείξει διάθεση να διαπραγματευτούν. Το 2018, όταν η Τουρκία επέλεξε τους S-400, επανήλθαν με νέα αντιπροσφορά, αλλά η Άγκυρα την απέρριψε.
Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Patrick Shanahan δήλωσε πριν από λίγο καιρό ότι το αδιέξοδο για την αγορά των F-35 και των Patriot μάλλον θα ξεπεραστεί, κάτι που μας λέει ότι οι συνεννοήσεις και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται.
Πέραν αυτού, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας πήγε εκτάκτως στην Ουάσιγκτον προχθές, προκειμένου να συζητήσει για τους S-400. Κι’ αυτό μια μόλις μέρα μετά την επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Οικονομικών, και γαμπρού του Ερντογάν, ο οποίος συναντήθηκε με τον πρόεδρο Τραμπ για το ίδιο θέμα.
Οι S-400 αναμένεται να παραδοθούν τον ερχόμενο Ιούλιο. Οι Αμερικανοί έχουν απειλήσει να μην επιτρέψουν στην Τουρκία να προμηθευτεί τα αεροσκάφη F-35, και να συμμετέχει στην παραγωγή τους, αν τυχόν ολοκληρώσει τη συμφωνία με την Μόσχα.
Κάτι τέτοιο θα σταθεί εμπόδιο σε πολλά επίπεδα στη συνεργασία των δυο χωρών, αλλά μάλλον δεν θα σημάνει και μια τουρκική στρατηγική μετατόπιση προς την πλευρά της Μόσχας. Μπορεί απλά να είναι ένα παράδειγμα του πως μια μεσαία δύναμη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον ανταγωνισμό δυο μεγάλων δυνάμεων για δικό της όφελος. Ακόμη δηλαδή κι αν η Τουρκία δεν πάρει όλα όσα ζητάει, πάλι κερδισμένη θα είναι.
Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε το γιατί η Άγκυρα βάζει πρώτη την αγορά αμυντικών πυραύλων, και όχι εκείνη των μαχητικών αεροσκαφών.
Αυτό συμβαίνει επειδή θεωρεί ότι απειλείται εν δυνάμει από το Ιράν και τη Συρία, που αμφότερες έχουν επιτεθεί ή έχουν απειλήσει να επιτεθούν με πυραύλους κατά της Τουρκίας στο παρελθόν.
Η πυραυλική αντιαεροπορική άμυνα μπορεί να της φανεί χρήσιμη και στην ανατολική Μεσόγειο, εκεί όπου υπάρχει ανταγωνισμός με την Ελλάδα, την Κύπρο, αλλά και το Ισραήλ για τα θαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου.
Μια ενισχυμένη τουρκική αεράμυνα θα ανάγκαζε τα άλλα κράτη να περιορίσουν τις έρευνές τους σε εκείνη την περιοχή, ενώ θα βοηθούσε την Τουρκία να διασφαλίσει τα κοιτάσματα γύρω από την Κύπρο, μιας και η Άγκυρα δεν μπορεί να στηριχτεί στο ΝΑΤΟ, του οποίου μέλος είναι και η Ελλάδα, για κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συμφωνία των S-400 περιπλέκει τις σχέσεις Αμερικής – Τουρκίας. Όμως η τουρκική αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, καθώς και η συνεργασία της Άγκυρας με τη Μόσχα στη Συρία, δεν σημαίνουν αναγκαστικά και μια ευρύτερη στρατηγική μεταξύ τους σύγκλιση.
Πρόκειται απλά για μια βολική λύση σε ένα άμεσο πρόβλημα, και δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται διαφορετικά.
Xander Snyder |
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου