Γράφει ο Γιάννης Δεβελέγκας
Με το σκελετωμένο σκυλί συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί στον πεζόδρομο της παλιάς αγοράς. Δεν είμαι σίγουρος αν το κάλεσα εγώ κοντά μου ή αν με έσυρε το καθαρό του βλέμμα.
Δέχθηκε τα χάδια μου με ευχαρίστηση. Το πήγαιν’ έλα της μικροσκοπικής του ουράς, έδειχνε ασταμάτητο.
Αναρωτήθηκα, αν αυτό, ήταν μία ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης, μια ανταπόδοση στα χάδια μου, ή μήπως ήταν απλώς μια ευγενική παράκληση για φαγητό.
Τράβηξα από τη τσέπη μου το τελευταίο κομμάτι από το φρέσκο κουλούρι που είχα αγοράσει πρωτύτερα από τον φούρνο της γειτονιάς.
Το μύρισε χωρίς να το ακουμπήσει.
Δεν το δέχτηκε!
Δέχθηκε τα χάδια μου με ευχαρίστηση. Το πήγαιν’ έλα της μικροσκοπικής του ουράς, έδειχνε ασταμάτητο.
Αναρωτήθηκα, αν αυτό, ήταν μία ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης, μια ανταπόδοση στα χάδια μου, ή μήπως ήταν απλώς μια ευγενική παράκληση για φαγητό.
Τράβηξα από τη τσέπη μου το τελευταίο κομμάτι από το φρέσκο κουλούρι που είχα αγοράσει πρωτύτερα από τον φούρνο της γειτονιάς.
Το μύρισε χωρίς να το ακουμπήσει.
Δεν το δέχτηκε!
Έγειρε ωστόσο το κεφάλι του στο πλάι και έγλειψε, ως ανταπόδοση, το χέρι εκείνο που του πρόσφερε το χάδι.
Σηκώθηκα και έκανα να φύγω.
Με ακολούθησε για λίγο στο βρόμικο πλακόστρωτο.
Ύστερα, χάθηκε στη διασταύρωση… περήφανο, αδέσποτο!
* * *
Η καλοταϊσμένη κυρία δίπλα μου, τράβηξε προς τα κάτω το ασύμμετρο πόντσο που έκρυβε τα παχάκια της και πάτησε με το νύχι του αντίχειρα, το κουμπί που καλούσε το ασανσέρ!
Δεν είμαι σίγουρος αν το αλλεργικό φτέρνισμα, μου το προκάλεσε το βαρύ άρωμα που είχε χύσει πάνω της ή το απαξιωτικό βλέμμα που καταδέχτηκε να μου ρίξει.
Εγώ, ήμουν βλέπεις ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς. Εκείνη, τυλιγμένη στο μετάξι.
Της άνοιξα ευγενικά την πόρτα.
Σε ποιο όροφο πηγαίνετε; τη ρώτησα.
Δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει.
Επέλεξα το νούμερο δύο, που ήταν ο προορισμός μου.
Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο ειρωνικό!
Πριν κλείσει η πόρτα πίσω μου, γύρισα και την κοίταξα.
Τώρα τα γαλανά της μάτια ήταν άδεια.
Μπορεί να ήταν της ψυχής της αντανάκλαση, σκέφτηκα. Μπορεί και όχι!
Ύστερα, χάθηκε στο δρόμο για το ρετιρέ… ανέκφραστη, απελπισμένη!
* * *
Η υπάλληλος της δημόσιας επιχείρησης ενέργειας, οχυρωμένη πίσω απ’ το γραφείο της, εξάντλησε επάνω μου όση αυστηρότητα διέθετε στο βλέμμα.
Επί μισή και πλέον ώρα ασκούσε καταχρηστικά, όλα τα μέσα εξουσίας που της παρείχε η θέση που κατείχε. Αναρωτήθηκα αν το έκανε επειδή εξέλαβε την ευγένειά μου ως αδυναμία, ή αν μ΄ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε μάταια να καλύψει την προφανή επαγγελματική της ανεπάρκεια.
Εσύ δε λες να καταλάβεις, μου είπε αναιδέστατα στο τέλος!
Οπλίστηκα με όση υπομονή μου είχε απομείνει και πήγα στο διευθυντή!
Σας παρακαλώ μη φωνάζετε, με παρακάλεσε εκείνος έντρομος!
Ο άντρας αυτής της υπαλλήλου είναι του κόμματος και θα μου δημιουργήσετε μεγάλο πρόβλημα, συνέχισε το ανθρωπάκι. Σας υπόσχομαι πως το αίτημά σας θα το χειριστώ προσωπικά, θα της μιλήσω.
Δεν ήμουν σίγουρος εκείνη τη στιγμή αν έπρεπε να λυπηθώ περισσότερο εκείνον τον ταλαίπωρο διευθυντή ή την έρμη την Ελλάδα μας, που όδευε με ακρίβεια προς την κατάντια.
Σηκώθηκα και έκανα να φύγω.
Με ακολούθησε για λίγο με το βλέμμα του χαμηλωμένο.
Ύστερα, χάθηκε στην εισερχόμενη αλληλογραφία… φοβισμένος!
* * *
Αυτά κι άλλα πολλά, συνέβησαν μια κάποια μέρα. Μια μέρα που ύστερα κι αυτή… χάθηκε στο βάθος του χρόνου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου