Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Τα κλεμμένα πορτοκάλια της Δερύνειας



ΤΑΣΟΥΛΑ ΙΣΑΑΚ, ΧΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΒΙΩΜΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ  ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΩΝ

Ποδοπάτησαν και χαράμισαν τη θυσία τους»

«Σαν να σκοτώνουν δεύτερη φορά το παιδί μου», είπε ο Σπύρος Σολωμού, και μέσα σε αυτήν και μόνο την φράση του κατάφερε να συνοψίσει νοήματα και συναισθήματα που για πολλούς θα παραμείνουν ανείπωτα. Ο πατέρας του ήρωα, τραγική φιγούρα στο σημείο όπου οι Γκρίζοι Λύκοι δολοφόνησαν τον Σολάκη πριν από 22 χρόνια, την ώρα της διάνοιξης, με εφτά απλές λέξεις έδωσε το στίγμα εκ μέρους όλων όσοι κουβαλούν παράλληλα και προσωπικά ένα κομμάτι του συνολικού δράματος της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής στον τόπο μας.
Την δική του φωνή δυναμώνουν, μιλώντας στη «Σημερινή» της Κυριακής, η Χαρίτα Μάντολες, ο τραυματίας πολέμου Στέλιος Χατζηκώστας και η μητέρα τού Τάσου Ισάακ, που συγκλονίζει δηλώνοντας ότι θα ξαναπάει στο οδόφραγμα για να τελέσει το τρισάγιο του γιου της.

«Χαραμίστηκε η θυσία τους. Χαραμίστηκε και ποδοπατήθηκε. Και αυτό που είπε ο πατέρας του είναι η αλήθεια που βγαίνει μέσα από την ψυχή του και τις ένιωσα το ίδιο έντονα μέσα στη δική μου ψυχή εκείνες τις κουβέντες. Μου έφεραν δάκρια στα μάτια. Αλλά κάποιοι δεν γύρισαν καν να τον κοιτάξουν. Γιατί δεν είχαν μάτια να τον κοιτάξουν», δηλώνει ο Στέλιος Χατζηκώστας, κληθείς ν’ απαντήσει ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του την στιγμή της διάνοιξης του ματωμένου οδοφράγματος της Δερύνειας.
«Κάθε φορά που άνοιγε ένα οδόφραγμα, εγώ ένιωθα προσβολή», λέει και η τελεία που βάζει μοιάζει με παρατεταμένη παύση, αναγκαία για να μην ξεστομίσει κάτι περισσότερο από την οδύνη που αισθάνεται. Με φωνή ήρεμη και σταθερή, προσθέτει μετά από λίγο: «Με κάθε διάνοιξη διαγράφουν τον αγώνα τον οποίο κάναμε». Τραυματίας πολέμου, ο Στέλιος Χατζηκώστας κουβαλά αναλλοίωτες τις μνήμες της φρίκης και της λεηλασίας του 1974, αλλά παραμένει συνετός στις εκφράσεις του.
«Πολλοί το λένε προδοσία. Εγώ δεν θα το πω έτσι. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Δευτέρας, με το οδόφραγμα που άνοιξε στο σημείο της θυσίας του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού. Οι μνήμες είναι νωπές. Όχι ότι ξεχάσαμε τα προηγούμενα. Όχι ότι ξεχάσαμε τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν εκεί πάνω, όχι ότι ξεχάσαμε τους ανθρώπους που σκοτώνονταν στο οικόπεδο λίγο πιο κάτω από το οδόφραγμα. Αλλά στο σημείο εκεί, όπου έγινε η θυσία του Τάσου και του Σολωμού, από το μπαλκόνι που πυροβολήθηκε ο Σολωμού και το φυλάκιο παραμένει εκεί. Για να κερδίσουμε τι; Ποτέ δεν κατάλαβα», δηλώνει εμφαντικά ο παλαίμαχος απαντώντας στο -ρητορικό- ερώτημά του. Με πόνο ψυχής, η σκέψη τον οδηγεί στους συμπολίτες του.
«Δυστυχώς, ο κόσμος δεν καταλαβαίνει. Πάνε τσούρμο απ’ εκεί και χαλάνε λεφτά για να εξοικονομήσουν μερικά ευρώ από τα ψώνια τους και από τα πετρέλαιά τους και από όλα αυτά. Δυστυχώς, ακούσαμε και τους πολιτικούς να λένε ότι με χαρά βλέπουν αυτά τα πράγματα και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Άνοιξαν ένα οδόφραγμα, όπου τα σπίτια είναι περιφραγμένα δεξιά κι αριστερά και είδαμε τους ιδιοκτήτες τους να κλαίνε δίπλα από το συρματόπλεγμα. Είδαμε τις πινακίδες να λένε ‘καλωσορίσατε στην Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’, είδαμε να δίνουν πορτοκάλια κλεμμένα από τα περιβόλια των Ελληνοκυπρίων, είδαμε να δίνουν κι ένα φυλλάδιο το οποίο δεν μάθαμε ποτέ τι γράφει».
Τα όσα μετέδωσαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί την περασμένη Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου, σε ζωντανές συνδέσεις με τα οδοφράγματα Απλικίου και Δερύνειας, τον συγκλόνισαν. «Είναι και παλαιότερες οι μνήμες και οι πληγές που ξύνονται βλέποντας αυτά τα πράγματα. Και σας λέω: έφερναν τα πορτοκάλια. Ποιανού ήταν τα πορτοκάλια; Από τα περβόλια ποιανού;».
Τα όσα παρακολούθησε δημιούργησαν αυτόματα την ανάγκη να συνομιλήσει με τους συμπολεμιστές του. Αυτούς με τους οποίους έδωσε τη μάχη στις 24 Ιουλίου 1974 στον κατεχόμενο σήμερα Κουτσοβέντη. Εκεί όπου μια χούφτα παλληκάρια του 361 Τάγματος Πεζικού αντέταξαν τα στήθη στους Αττίλες, για να περάσουν στην Ιστορία ως το τάγμα που πλήρωσε τον βαρύτερο φόρο αίματος απ' όλες τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά, ομολογεί. Δυο κουβέντες ήταν αρκετές. Εξηγεί, λοιπόν, τι εννοεί όταν μιλά για προσβολή: «Προσβολή απ' όλους, αλλά ειδικότερα από τους κυβερνόντες. Αν λέγονται κυβερνώντες... Και δεν μιλώ για τώρα, μιλώ για πάντα. Από το ’74 και μετά δεν έχουμε κυβερνώντες. Σέρνονται. Δεν ξέρω από πού, αλλά σέρνονται». Από την ηγεσία, πάντως, οι απαιτήσεις του είναι συγκεκριμένες. «Μπορούν να κάνουν πάρα πολλά. Πρώτα-πρώτα βλέποντας αυτήν την πινακίδα, ‘Καλωσορίσατε στη βόρεια Κύπρο’, που μου έχει κάτσει στο στομάχι, έπρεπε αυτόματα εκείνη την ώρα να διακόψουν τη διαδικασία της διάνοιξης. Θα σας πω και κάτι άλλο. Με το φτωχό μου μυαλό. Εγώ, ο αγράμματος, αυτό θα έκανα. Όταν έβλεπα ότι υπάρχει τόση ροή για να βάλουν καύσιμα από τα κατεχόμενα, θα έριχνα την τιμή των καυσίμων. Και όταν το είπα σε κάποιον βουλευτή, μου είχε πει ότι θα πληρώσουμε πέναλτι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ε, είναι προτιμότερο να πληρώσω πέναλτι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά να τους δώσω λεφτά αυτούς για να αγοράσουν σφαίρες που θα σκοτώσουν ποιους; Εμάς!».
Έντονη και επιτακτική η ανάγκη που αισθάνεται να απαντήσει και σε όσους έσπευσαν να διαδηλώσουν υπέρ της ειρήνης. «Αυτό το πράγμα, να πανηγυρίζουν υπέρ της ειρήνης και να έρχονται οι Τούρκοι και να κρατούν γλάστρες με ελιά μέσα, αυτό είναι παραμύθι. Όταν λίγο πιο κάτω βλέπουμε τις τουρκικές σημαίες. Δεν νομίζω να υπάρχει κανένας που να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Χωρίς να σημαίνει, όμως, ότι ξεπουλάμε την πατρίδα μας για την ειρήνη. Η πατρίδα είναι υπεράνω όλων. Υπεράνω προσώπων, υπεράνω οικογένειας, υπεράνω θρησκείας. Εγώ είμαι τραυματίας πολέμου. Και θα ξαναπολεμήσω. Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκομαι, θα βοηθήσω όσο μπορώ. Όχι στα μετόπισθεν, αλλά μπροστά».

«Είναι προδοσία, είναι έγκλημα»
«Μεγάλη θλίψη και μεγάλο πόνο», περιγράφει ότι αισθάνθηκε η Χαρίτα Μάντολες, που καταθέτει πρωτίστως την συμπόνοια της «για εκείνους τους γονείς, του Τάσου και του Σολωμού». Εκείνος ο πατέρας, λέει, αναφερόμενη στον Σπύρο Σολωμού, «με πόσο πόνο πήγε σ’ εκείνο το οδόφραγμα που σκότωσαν τον γιο του;». Όπως και ο Στέλιος Χατζηκώστας, τα βάζει με τους κυβερνώντες:
«Πόσο πόνο και δεν ευσπλαχνίζονται και δεν σκέφτονται τούτοι οι κυβερνώντες. Τι είναι αυτό το πράγμα, να ανοίξουν εκείνο το οδόφραγμα, εκεί στο φυλάκιο όπου σκότωσαν τον Σολωμό. Απαράδεκτα πράγματα. Αίσχος. Είναι προδοσία, είναι έγκλημα αυτό που έκαναν. Δεν τους φτάνει ο πόνος τους αυτούς τους ανθρώπους, τους δημιουργούν κι άλλο; Να πηγαίνουν εκεί οι Τούρκοι και να διασκεδάζουν και να χαίρονται πάνω στον πόνο του ανθρώπου;». Η υλοποίηση της συμφωνίας της διάνοιξης ενοχλεί τόσο όσο τα σύμβολα της κατοχής που παραμένουν αλώβητα:
«Γιατί δεν τους είπε ο Πρόεδρος να κατεβάσουν τη σημαία από τον Πενταδάκτυλο; Γιατί δεν τους είπε; Να βάλει και εκείνος όρους. Κάθε οδόφραγμα που ανοίγουν, να επιστρέφουν και τόσα χωριά πίσω. Γιατί δεν διεκδικεί; Γιατί δεν διεκδικούμε; Δεν έχουμε άξιους ηγέτες. Δεν έχουμε ηγέτες να διεκδικήσουν τα δίκαια του τόπου». Παραδέχεται ότι μιλά με οργή. «Είμαι θυμωμένη, αλλά είμαι και πληγωμένη. Άνοιξαν τα οδοφράγματα και περνούσαν και τους έδιναν πορτοκάλια. Τα πορτοκάλια ποιου; Απαράδεκτα πράγματα». Θυμάται ένα ταξίδι της στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια, όπου καλεσμένη τότε στην εκπομπή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου σάστισε, όταν με ανοικτές τις κάμερες ο δημοσιογράφος της πρόσφερε -θέλοντας να τη χαροποιήσει- μερικά πορτοκάλια από την αυλή του κατεχόμενου σπιτιού τους. Τα αρνήθηκε. «Δεν τα θέλω», του απάντησε. «Θέλω τα πορτοκάλια της πορτοκαλιάς μου να τα κόψω με τα χέρια μου».

«Θα ξαναπάω για το τρισάγιο του Τάσου μου»

Η διάνοιξη του οδοφράγματος στο σημείο όπου οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον γιο της, ξυλοκοπώντας τον μέχρι θανάτου, έγινε η αφορμή για να σπάσει τη σιωπή της μετά από χρόνια. Η μάνα του ήρωα Τάσου Ισαάκ ήταν εκεί. Με την φωτογραφία του Τάσου της στα χέρια κι ένα βλέμμα που συγκλόνισε όσους τόλμησαν να την κοιτάξουν. Ο πόνος της παραμένει αβάσταχτος. Ακολουθούν αυτούσια τα όσα είπε στη «Σ» χωρίς παρεμβάσεις:
«Το μυαλό μου γύριζε… τι να σου πω, σαν να έβλεπα τον γιο μου που έτρεχε μπροστά να πάρει τους πρόσφυγες στο σπίτι τους. Δεν είμαστε πρόσφυγες εμείς. Γέννημα θρέμμα Παραλίμνι. Ήθελε να πάει από την Αμμόχωστο μέχρι την Κερύνεια και τελικά τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Δεν τον άφησαν να περάσει. Και τώρα να δείχνουν την ταυτότητά τους και να πηγαίνουν; Στον ίδιο μου τον τόπο να δείχνω την ταυτότητά μου; Να πηγαίνουν οι Κατωδερυνειώτες να δουν τα σπίτια τους και να βλέπουν τα ττέλια και να μην μπορούν να μπουν μέσα; Αν ήμουν πρόσφυγας, θα πήγαινα με το ψαλίδι να κόψω τα ττέλια και να μπω. Θα έπαιρνα ψαλίδι. Ούτε ταυτότητα θα έδειχνα ούτε τίποτα.
»Με πλησίασε κόσμος την Δευτέρα. Έβλεπαν τη φωτογραφία του Τάσου μου και έκλαιγαν. Τους είπα: Εμείς πρόσφυγες δεν είμαστε. Όταν έγινε ο πόλεμος, ο Τάσος μου ήταν 2,5 χρόνων. Το '72 γεννήθηκε. 10 του Φλεβάρη. Και ήθελε να πάρει τους πρόσφυγες στο σπίτι τους. Ήθελε να πάει από την Αμμόχωστο μέχρι την Κερύνεια. Και ιδού τα χάλια μας. Επιτρέπεται, τους είπα, να βγάλουν την ελληνική και την κυπριακή σημαία και ν’ αφήσουν τις τούρκικες και ένας που δείχνει την ταυτότητά του να περνά και από τρεις σημαίες; Τούρκικες; Πού είμαστε; Στον ίδιο μας τον τόπο να κάνουμε τουρισμό; Να δείχνουμε ταυτότητα; Λες και θα πάμε εξωτερικό; Στο σπίτι μου θα πάω.
»Θα μιλήσω για τον γιο μου και για τον Σολωμό. Αν δεν ήταν η Πρωτοβουλία των μοτοσικλετιστών, ο Τάσος και ο Σολωμός ούτε καν θα αναφέρονταν. Αν δεν ήταν η Πρωτοβουλία, που κόβουμε κάθε χρόνο τα οδοφράγματα και τιμούμε τον Τάσο και τον Σολωμό, ούτε καν θα ανέφεραν τα μνημόσυνα του Τάσου και του Σολωμού. Θα γίνονταν τα μνημόσυνά τους όπως γίνονται για κάποιο γέρο, του γονιού μου για παράδειγμα. Έτσι. Το παράπονό μου είναι απ' όλους. Μόνο η πορεία ξεσήκωσε και τους θυμίζει το μνημόσυνο του Τάσου και του Σολωμού.
»Τα έβλεπα από την τηλεόραση και έκλαιγα. Ειλικρινά. Και με πήρε η Μαρία και μου είπε να ‘ρθει να με πάρει να πάμε Δερύνεια και της απάντησα ‘όπως είμαι, δεν μπορώ’. Δεν μπορούσα. Έκλαιγα. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από την καρέκλα και να μπω στο αυτοκίνητο να πάω στη Δερύνεια. Ύστερα πήγα. Κάτι με τραβούσε. Νιώθω μια δύναμη μέσα μου, δεν ξέρω από πού παίρνω αυτήν τη δύναμη και πάω. Τους είπα όμως: θα πάμε μέχρι εκεί που δεν πρέπει να δείξουμε ταυτότητα. Δεν πρόκειται να δείξω ταυτότητα στους Τούρκους για να περάσω. Πήγαμε μέχρι εκεί και βάλαμε δύο στεφάνια - ένα εγώ και ένα η οικογένεια του Σολωμού. Θα ξαναπάω. Και θα ζητήσω εκεί, στο σημείο όπου σκότωσαν τον Τάσο μου, να πάρω ιερέα και να κάνω τρισάγιο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου