Τοῦ Κωνσταντίνου Γανωτή
Τὸ λέω χωρὶς διάθεση νὰ
κινδυνολογήσω. Τὸ βλέπω, τὸ ζῶ. Πολλοὶ στὶς μέρες μας ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἀνήκουν
σὲ κανένα ἔθνος. Κι ἂν ἀκούσουν τὴν ἀνήσυχη κραυγὴ μας “τὸ ἔθνος κινδυνεύει”,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Ε, καὶ τί μὲ νοιάζει ἐμένα; Τί χάνω δηλαδή; Εἶναι οἱ Ἕλληνες,
ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ μεταναστεύουν σ’ ἕνα κράτος μὲ καλοὺς μισθοὺς καὶ νὰ ζήσουν
σὰν πολίτες καὶ ὁμοεθνεῖς σ’ αὐτὸ τὸ κράτος ξεχνώντας κάθε ἀνάμνηση, ἀκόμα καὶ
τὴ γλώσσα τῆς τέως πατρίδας τους.
Ἔθνος εἶναι ἕνα
σύνολο ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς συνδέει ἕνα κοινὸ αἴσθημα σὰν μία πλατιὰ οἰκογένεια,
μὲ κοινὲς ἱστορικὲς ἀναμνήσεις, συχνὰ καὶ κοινὴ θρησκεία καὶ γλώσσα. Ἡ κοινὴ
γλώσσα κάποτε ἐκβιάζεται ἀπὸ ἱστορικὲς περιστάσεις, ὅπως ἔγινε μὲ περιοχὲς τῶν
Ἑλλήνων τῆς Καππαδοκίας. Ἡ κοινὴ θρησκεία εἶναι πολὺ δυνατὸ στοιχεῖο ἐθνικῆς
ἑνότητας, ἀλλὰ κι αὐτὸ τὸ στοιχεῖο κάποτε σκοντάφτει σὲ περιστάσεις ἢ
ὑπερβαίνεται, ὅταν ζήσει κανεὶς πολλὰ χρόνια σὲ κάποιον τόπο. Τώρα
καταλαβαίνουμε πῶς χάνεται ἕνα ἔθνος• χάνεται, ὅταν ἀτονήσουν καὶ τελικὰ
σβήσουν οἱ κοινὲς ἐμπειρίες, οἱ κοινὲς περιστάσεις, ποὺ ἑνώνουν τοὺς ὁμοεθνεῖς.
Μαζὶ μὲ αὐτὰ χάνεται καὶ....
ἡ κοινὴ γλώσσα καὶ ἡ κοινὴ θρησκεία. Τότε οἱ
ἄνθρωποι καταπίνονται ἐθνικὰ καὶ ἀφομοιώνονται ἀπὸ ἄλλο ἔθνος (ἢ ἄλλα ἔθνη),
ποὺ ἀκόμα ζεῖ καὶ συντηρεῖται. Ἔτσι οἱ πολίτες τῶν ΗΠΑ στὴν ἀρχὴ τῆς
μετανάστευσης τῶν Εὐρωπαίων ἀφομοιώθηκαν ἀπὸ τὶς συμπαγεῖς καὶ πιὸ ὀργανωμένες
πρῶτες ἀποικίες τῶν Ἀνατολικῶν πολιτειῶν, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ Ἰρλανδοί, κι
ἔτσι ἔγιναν ἕνα Ἀγγλόφωνο κράτος, ποὺ μὲ τὴν κοινὴ Ἱστορία ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα
ἄρχισαν νὰ νιώθουν σὰν ἔθνος κι ἔγιναν ἔθνος.
Ἕνας
σημερινὸς κάτοικος τῆς Ἑλλάδας μὲ ταυτότητα ἑλληνική, ποὺ ἔχει ὡς κύριο μέλημά
του τὸ εἰσόδημά του, τὴν ψυχαγωγία, κατὰ προτίμηση “ξένη”-ὥστε νὰ νιώθει παγκόσμιος
ἄνθρωπος, τὴν ἀπόκτηση ὅλων των ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων, καὶ εἶναι ἀδιάφορος
θρησκευτικὰ καὶ χρησιμοποιεῖ περισσότερο μία διεθνῆ γλώσσα ὅπως λ.χ. τὰ
Ἀγγλικά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὰ Ἕλληνας, ἔχει πεθάνει ἐθνικά. Γι’ αὐτὸν
ἡ γλώσσα εἶναι μόνο μέσο ἐπικοινωνίας καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος προτιμάει τὴν
εὐκολότερη γραφὴ καὶ γι’ αὐτὸ βολεύεται μὲ τὶς εὐκολότερες γλῶσσες, ὅπως εἶναι
ἡ Ἀγγλική.
Αὐτὸς
ὁ ἄνθρωπος θὰ σᾶς κοιτάξει κάποτε στὰ μάτια καὶ θὰ σᾶς ρωτήσει: “Ε, καὶ τί
ἔπαθα ἐγώ, ποῦ εἶμαι τέτοιος; Δὲν εἶμαι okay;”. Τί θὰ ἀπαντήσετε ἀλήθεια; Αὐτὸς
ὁ ἴδιος, ἂν ἐγκαταλείψει σύζυγο καὶ παιδιὰ καὶ κάνει ἄλλη σχέση, ποῦ νὰ τὸν
εὐχαριστεῖ περισσότερο, θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει τὴν ἴδια ἐρώτηση σηκώνοντας τοὺς
ὤμους: “Ε, τί ἔπαθα δηλαδή; Δὲν εἶμαι καὶ σ’ αὐτὸ okay;”. Δὲν θὰ σᾶς εἶναι
εὔκολο νὰ τοῦ πεῖτε πὼς εἶναι δυστυχής, ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσεις μὲ ἕναν
πεθαμένο καὶ νὰ τόν πείσεις ὅτι ἦταν καλύτερα ζωντανός.
Ὅλος ὁ
παγκόσμιος πολιτισμὸς ἔχει ὡς αὐτονόητο σκοπὸ τὴν εὐημερία τοῦ ἀνθρώπου, βασικὰ
τὴν οἰκονομικὴ εὐημερία καὶ ὡς συνέπεια κάθε ἄλλη ἀνάπτυξη. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο
συμπίπτουν ὅλα τα συστήματα, ἀπὸ καπιταλισμὸ μέχρι κομμουνισμό. Ἡ ἱκανοποίηση
τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν ὑλικῶν κυρίως ἢ ἔστω καὶ τῶν ψυχολογικῶν ἐπιθυμιῶν εἶναι ὁ
κύριος σκοπὸς τοῦ πολιτισμοῦ σὲ ὅλους τους αἰῶνες. Τὸ ἔθνος ἂν καὶ χρήσιμο σ’ αὐτὸν τὸν σκοπό, τὸ
συντηροῦμε. Ἀλλιῶς τὸ ξεχνοῦμε. Ὅταν λ.χ. ξεκίνησε ὁ Χίτλερ νὰ κατακτήσει τὸν
κόσμο, χρειάστηκε τὴ Γερμανικὴ ἐθνότητα, γιὰ νὰ συσπειρώσει τοὺς πολίτες καὶ
τὸν στρατό, καὶ γιὰ νὰ ξέρουν ποιοὶ θὰ καρπωθοῦν τὰ κέρδη τῶν κατακτήσεων. Καὶ
γι’ αὐτὸ ἐτόνισε τὰ ἐθνικὰ-φυλετικὰ στοιχεῖα.
Βέβαια, θὰ πεῖ καὶ αὐτὸς ὁ ἀστός, ὅτι καὶ κάποιες ἐθνικὲς φιέστες, κανένας
χορός, κάποιοι φουστανελάδες, λίγες σημαῖες καὶ τέτοια “φολκλορικὰ” δὲν
ἐνοχλοῦν, ἴσα-ἴσα ἀποτελοῦν μία ποικιλία ψυχαγωγίας. Ἔτσι ὑποβιβάζεται τὸ ἔθνος
σὲ τύπο κι ἀπὸ τύπο σὲ καραγκιόζη καὶ γελοιοποιεῖται. Παραμένει σὰν γραφικότητα
διακοσμητικῆς τῆς ἀστικῆς μηδενιστικῆς κοινωνίας.
Βέβαια
κάποιες ἀναμνήσεις μένουν, κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σὲ ὧρες ἔντονου
συναισθηματισμοῦ, ὅπως σὲ γάμους ἢ σὲ θρησκευτικὲς ἑορτές, βγαίνουν στὴν
ἐπιφάνεια γιὰ λίγο κι ὕστερα ἀπωθοῦνται πάλι. Πολὺ συχνὰ σὲ ὁμαδικὲς
διασκεδάσεις ἀρχίζουν μὲ τὰ ρὸκ καὶ ἄλλα ξένα καὶ τελειώνουν μὲ τσάμικα καὶ
τσιφτετέλια. Ἄλλοτε πάλι γίνεται τὸ ἀντίστροφο. Αὐτὸ εἶναι σύμπτωμα τῆς
πολιτιστικῆς μας σχιζοφρένειας.
Αὐτὴ ἡ
σχιζοφρένεια εἶχε ἀρχίσει πρὸ πολλοῦ, ἴσως πρὸ αἰώνων. Οἱ ἱστορικοί τῆς
λογοτεχνίας τὴν ἀνιχνεύουν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν. Ὅταν πρωτογνώρισαν
οἱ πρόγονοι τὸ γλυκανάλατο ὕφος τῶν Εὐρωπαϊκῶν μυθιστοριῶν, ἄρχισαν νὰ
δελεάζονται ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ποὺ τοὺς ἔβγαζε ἀπὸ τὸ σοβαρὸ ἐκκλησιαστικὸ
ὕφος. Ἰδιαίτερα οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἔφεραν μέσα στὴν Ρωμανία ἔθιμα ἀλλὰ
καὶ ἤθη τῶν δυτικῶν κι ἔτσι ἄρχισε ἡ διάβρωση τῆς παράδοσής μας.
Οἱ
ἄνθρωποι ἐπεθύμησαν καὶ ὀνειρεύτηκαν τὴν ἐποχὴ τῆς “εὐημερίας καὶ τῆς προόδου”
καὶ αὐτὴ ἡ νέα διάθεση ἔγινε σιγὰ-σιγὰ μεσσιανισμός. Μετὰ τὶς μυθιστορίες καὶ
τοὺς τροβαδούρους ἡ νεωτεριστικὴ ψυχολογία προχώρησε σὲ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς
ζωῆς καὶ ἐξελίχθηκε καὶ σὲ φιλοσοφία. Δυσκολεύτηκε λίγο νὰ γίνει καὶ δογματικὴ
θεολογία, μὲ τὶς διστακτικὲς ἐρωτοτροπίες μὲ τὸν παπισμό, ἀλλὰ κατάφερε νὰ
ὑπογράψουν οἱ Πατέρες τὸ πρακτικό της Φλωρεντίας-Φερράρας καὶ νὰ δημιουργήσουν
τὴν Οὐνία. Μᾶς ἔσωσε “παρὰ τρίχα” ἡ αὐθεντία τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ ἡ
ἀθωότητα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, ἐποχὴ ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ ζούσαμε τὴν Τουρκοκρατία
μας, ὁ κόσμος ὀνειρεύτηκε τὴν ἀπόλυτη κατάκτηση τοῦ ἰδανικοῦ τῆς εὐημερίας.
Μετὰ ἀπὸ μία ἀπεγνωσμένη προβολὴ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ποὺ ὁδήγησαν στοὺς
τελευταίους μεγάλους πολέμους, οἱ λαοὶ προσκύνησαν τὸ εἴδωλο τοῦ πλουτισμοῦ
παραμερίζοντας τὰ ἐθνικὰ συναισθήματα. Ἔτσι ἕνας πλούσιος Γερμανὸς μποροῦσε νὰ
ζεῖ ἄνετα στὴν Ἀγγλία, ἕνας πρίγκιπας Ρῶσος νὰ περνάει τὸν καιρό του στὸ Παρίσι
κ.ο.κ Ἦταν ἱστορικὴ ἡ προσχώρηση τῆς ἀριστοκρατίας τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν στὴν
Γαλλικὴ κουλτούρα μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος. Ὁ ζωγράφος Τσαρούχης
ἐξομολογεῖται ὅτι στὴν οἰκογένειά του ἀκόμα καὶ τὰ ἐσώρουχά τους ἔρχονταν ἀπὸ
τὴν Γαλλία• καὶ οἱ πρῶτες ζωγραφιὲς του ἦταν ἀντιγραφὲς ἀπὸ γαλλικὰ περιοδικά.
Χρειάστηκε ὑψηλὸς ἡρωισμός, γιὰ νὰ συντηρήσουν ὅσοι τὸν συντήρησαν τὸν ἐθνικὸ
χαρακτήρα τους. Ἐμᾶς μᾶς ἔσωσαν τὰ ἄλυτα ἐθνικά μας προβλήματα, ποὺ χρειάστηκαν
οἱ πόλεμοι, γιὰ νὰ τὰ λύσουν, κι ἔτσι καλλιεργήθηκε γιὰ ἀκόμα ἕναν αἰώνα ἡ
ἐθνική μας συνείδηση. Πρὸς τὸ τέλος ὅμως τοῦ 20ου αἰώνα τὸ ἔθνος μᾶς ἀτόνησε
καὶ ἄρχισε νὰ πεθαίνει.
Στὶς
ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα καλλιεργήθηκε ἡ φανατικὴ πίστη στὶς τεράστιες δυνάμεις τῆς
ἐπιστήμης καὶ ἐπειδὴ τὸ Γερμανικὸ ἔθνος εἶχε καὶ ἔχει μεγάλες ἱκανότητες στὴν
θεότητα Ἐπιστήμη, ἐπεκράτησε ἡ πεποίθηση ὅτι οἱ Γερμανοὶ εἶναι ἀήττητοι. Σ’
αὐτὴ τὴν προπαγάνδα ὀφείλεται ἡ γερμανοφοβία τῶν ἄλλων Εὐρωπαίων, ποὺ φαίνονταν
ἀδύναμοι μπροστὰ στὰ γερμανικὰ ὅπλα.
Μετὰ
τὴν ἀναμέτρηση τῶν παγκόσμιων πολέμων οἱ Εὐρωπαῖοι κατάλαβαν ὅτι δὲν τοὺς
συμφέρει νὰ σκοτώνονται μεταξύ τους καὶ μετέθεσαν τοὺς αἱματηροὺς πολέμους στὶς
“ἀναπτυσσόμενες” χῶρες, γιὰ νὰ μὴν ἀναπτυχθοῦν ἀσφαλῶς. Ὕστερα χρησιμοποίησαν
τὸν ἀφορισμὸ τοῦ Μὰρξ “τὸ κεφάλαιο δὲν ἔχει πατρίδα” κι ἔτσι δημιουργήθηκαν δύο
ἔθνη σ’ ὅλη τὴν Εὐρώπη, τὸ ἔθνος τῶν προνομιούχων πλουσίων καὶ τὸ ἔθνος τῶν
ἐργαζομένων. Τὰ παλιὰ ἐθνικὰ χαρακτηριστικὰ ἀτόνησαν καὶ πηγαίνουν νὰ σβήσουν.
Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴν Ἑλλάδα βέβαια.
Ἀπὸ
τὴν κατανοητὴ ψυχολογικὰ πτώση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος στοὺς εὐημεροῦντες λαούς,
περνᾶμε στὴν ἠθικὴ πτώση, ποὺ τὴν ταλάνισε καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς μ’ ἐκεῖνο το “πὼς
δυσκόλως οἵ τα χρήματα ἔχοντες…”. Μία σκέψη ὅμως πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζει.
Στοὺς δυὸ τελευταίους αἰῶνες (19ο καὶ 20ο) εἴχαμε πολλοὺς πλουσίους Ἕλληνες ποὺ
εἶχαν πολὺ ὑψηλὸ ἐθνικὸ φρόνημα γι’ αὐτὸ κι ἔγιναν ἐθνικοὶ εὐεργέτες μὲ πολύ,
πάρα πολὺ μεγάλες δωρεές. Πῶς αὐτοὶ δὲν παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸν πλοῦτο τους στὸν
ἠθικὸ καὶ θρησκευτικὸ μηδενισμό, ἀλλὰ πλούτισαν τὴν πατρίδα τους καὶ τὶς γύρω
χῶρες τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μ. Ἀσίας μὲ πλούσια κληροδοτήματα; Ἐπιχειρῶ μία
ἐξήγηση καὶ λέω πὼς αὐτοὶ οἱ εὐεργέτες ἦταν πρώην φτωχοί, ἀλλὰ χαρισματικοὶ
ἄνθρωποι, ποὺ στὸ σκληρὸ ἀγώνα νὰ φτιάξουν περιουσίες δὲν εἶχαν τὶς συνθῆκες νὰ
ψευτομορφωθοῦν καὶ νὰ εἰσπνεύσουν τὰ ρεύματα τοῦ μηδενισμοῦ. Ἄλλωστε τὸ γένος μᾶς ἦταν
ἀκόμα σκλαβωμένο καὶ τραβοῦσε τὴ συμπάθεια. Ἴσως οἱ ἀπόγονοί τους, ὅσοι βρῆκαν
ὑπόλοιπά των μεγάλων περιουσιῶν, νὰ ἔγιναν “προοδευτικοὶ” καὶ εὐδαιμονιστές.
Γι’ αὐτὸ δὲν ἀκούγονται ὡς εὐεργέτες κι αὐτοί.
Ὅταν εἶπε ὁ Κύριος “πῶς οἱ δυσκόλως τὰ χρήματα ἔχοντες
εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών”, οἱ μαθητὲς ἀμέσως ρώτησαν: “Καὶ
τὶς δύναται σωθῆναι;”. Ἡ εὔκολη ἀπάντηση ἦταν: Οἱ μὴ ἔχοντες τὰ χρήματα, ἀλλὰ
οἱ μαθητὲς κάτι ἄλλο εἶχαν στὸ νοῦ τους καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν τὴν ἀπορία. Καὶ μ’
αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν τὰ χρήματα, ἀλλὰ μοναδικός τους πόθος καὶ ὄνειρο εἶναι νὰ
τ’ ἀποκτήσουν, τί γίνεται;
Πράγματι τὸ ἰδανικό τῆς εὐημερίας, ὁ πόθος τῆς εὔκολης
ὑλιστικῆς ζωῆς εἶναι ἁπλωμένος στὸν κόσμο καὶ γίνεται βιοθεωρία, φιλοσοφία ζωῆς καὶ σπρώχνει τὸν κόσμο στὸν ἡδονισμὸ μὲ
ὅσες δυνατότητες ἔχει ὁ καθένας. Οἱ πιὸ φτωχοὶ τρῶνε τὸ μεροκάματο στὸ κρασὶ ἢ
στὰ χαρτιά. Ὁλόκληροι λαοὶ παραδομένοι στὸ παραλήρημα τῆς ὑλιστικῆς εὐημερίας
κάνουν αὐτονόητο τὸν μηδενισμὸ καὶ βγάζουν (ὅσο μποροῦν) στὸ περιθώριο τοὺς
πατριῶτες καὶ τοὺς εὐσυνείδητους.
Καὶ μέχρι ἐδῶ κατανοοῦμε τὴν κατάσταση ὡς κατὰ κάποιο
τρόπο φυσικὴ ἐξέλιξη τῆς πτώσης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν φωτίστηκαν νὰ ἀσκήσουν
μία ἀντίσταση. Πῶς συμβαίνει ὅμως νὰ σχεδιάζεται, νὰ χρηματοδοτεῖται καὶ νὰ
ἐφαρμόζεται μία τέτοια παιδεία, ποὺ διαφθείρει μικροὺς καὶ μεγάλους; Αὐτὸς ὁ
ἐκμαυλισμὸς τοῦ λαοῦ μᾶς εἶναι τὸ μεγάλο καὶ σκοτεινὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας.
Εἶναι δυνατὸν κάποιοι νὰ ἐπενδύσουν στὴ διαφθορὰ τοῦ λαοῦ μας;! Αὐτὸ εἶναι μία
ὕπουλη καὶ ἐξοντωτικὴ ἐπίθεση στὴν ἐθνική μας ὕπαρξη.
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναθεματίσει τοὺς ἐνόχους αὐτῆς
τῆς δόλιας ἐπίθεσης, ἂν δὲν ἔβλεπε τὴν τόσο ἑκούσια συγκατάθεση τῶν πολλῶν
Ἑλλήνων. Ὅσοι δὲν τρέχουν πρόθυμα νὰ πέσουν στὸν ἐθνικὸ μηδενισμό, εἶναι σὲ
μεγάλο βαθμὸ ἀπαθεῖς, σὰν νὰ μὴ τρέχει τίποτα καὶ οὐσιαστικὰ κάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ
ἴδιο.
Ξέρουμε βέβαια ὅτι διάφορα συμφέροντα ξένων καὶ ντόπιων
παραγόντων ἐξυπηρετοῦνται ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ἐξαχρείωσή μας. Οἰκονομικὰ συμφέροντα,
στρατηγικὰ συμφέροντα… Δὲν ἀρκοῦν ὅμως αὐτά. Ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι, ποὺ
ὑπολογίζουμε τὸν Θεό, ὑπολογίζουμε καὶ τὸν διάβολο. Τόσο μεγάλο κακὸ στὸν
ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος• μόνον ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι
ἀνθρωποκτόνος ἀπ’ ἀρχῆς, μπορεῖ νὰ σχεδιάζει καὶ νὰ ἐκτελεῖ τόσο καταχθόνια
σχέδια καὶ βέβαια μὲ τὴ δική μας θέληση καὶ συνεργασία.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς προφήτεψε: “Τὸ κακὸ θὰ σᾶς
ἔρθει ἀπὸ τοὺς σπουδαγμένους”. Καὶ τὸ βλέπουμε τόσο καθαρὰ στὶς μέρες μας. Ἐγκάθετοί των μηδενιστικῶν καὶ ἀνήθικων
κινήσεων κρύβονται στὰ ὑπουργεῖα, στὰ παιδαγωγικὰ ἰνστιτοῦτα, στὶς διευθυντικὲς
θέσεις καὶ ἀφανίζουν κάθε ὑγιὲς ἐθνικὸ ἴχνος στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν καὶ τῶν
μεγάλων.
Ἔτσι καταλήγουμε στὴν ἀνακάλυψη τοῦ διαβόλου, ποὺ καὶ
ἀνθρωποκτόνος εἶναι καὶ ἐθνοκτόνος. Χωρὶς ὅμως τὴν ἀνοχή μας δὲν μπορεῖ νὰ
κάνει τίποτα. Ἡ μόνη ἐλπίδα λοιπὸν μετὰ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, οἱ συμφορὲς καὶ οἱ
θλίψεις, τραντάζουν τὶς ψυχὲς καὶ σπρώχνουν τοὺς ἀνθρώπους στὴ μετάνοια. Ἡ
μεγάλη ἀνασφάλεια, ποὺ συγκλονίζει τὶς ἀστικὲς κοινωνίες, ὁ πανικὸς σὲ κάθε
ἀπότομη ἀλλαγὴ συνθηκῶν τῆς ζωῆς, ἡ ἀφάνταστη ἐξάπλωση τῶν ναρκωτικῶν κᾶ
αὐτοκτονιῶν, τῶν ψυχικῶν νοσημάτων, τοῦ ἔιτζ κᾶ ἄλλων τέτοιων ἐφιαλτικῶν
συνεπειῶν τοῦ ἐθνικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μηδενισμοῦ, ποὺ ἔγινε δυνατὸς καὶ
καλλιεργήθηκε στὶς κοινωνίες τῶν “ἀνεπτυγμένων χωρών”, αὐτὰ ὅλα τα ὀδυνηρὰ
συμπτώματα μποροῦν μὲ λίγη καλὴ θέληση καὶ κατήχηση νὰ φέρουν τὴ μετάνοια.
Πολλοὶ ρίχνουν τὰ βάρη τῆς διόρθωσής μας στοὺς ὤμους τῆς
παιδείας. Κάποτε εἶχε πράγματι ἐπωμιστεῖ μεγάλες εὐθύνες ἡ παιδεία γιὰ τὴ χειραγώγηση τῆς κοινωνίας καὶ ἔχει
μείνει στὴ μνήμη μας ἡ δόξα της. Τώρα ὅμως ποὺ ἔχασε τὸν ἱεραποστολικό της χαρακτήρα
μέσα στὸν ἔντονο ἐπαγγελματισμὸ τῶν ἐκπαιδευτικῶν, οἱ ἐλπίδες μᾶς μεταναστεύουν
στοὺς ὤμους τῆς οἰκογένειας. Ἡ οἰκογένεια ἀκόμα στὶς μέρες μᾶς ἀντέχει
τρεμουλιαστὰ στὰ χτυπήματα τοῦ μηδενισμοῦ. Ὁ ἀσυνείδητος καὶ συνειδητὸς πόνος
γιὰ τὰ σκοτωμένα ἔμβρυα τῶν ἐκτρώσεων ἀντιμάχεται τὴν ξεγνοιασιὰ καὶ γεννάει
μέσα στὶς ψυχὲς τὸν πόνο τῆς ἐρήμωσης. Ποιὸς θὰ ἀξιοποιήσει αὐτὸ τὸν πόνο ὥστε
νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν μετάνοια; Ποιὸς θὰ μᾶς θυμίσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι
τόσο γλυκὸς σὰν τὴ στοργὴ τοῦ πατέρα στὰ παιδικά μας χρόνια; Ποιὸς θὰ μᾶς
θυμίσει τοὺς ἥρωες τῶν ἀπελευθερωτικῶν μας πολέμων, τὶς γυναῖκες τοῦ Ζαλόγγου,
τὶς δραματικὲς θυσίες στὸ Κούγκι, στὸ Ἀρκάδι, τὶς ἑκατόμβες τῶν ἡρώων τοῦ
Μπιζανίου τοῦ Λαχανά, τοῦ Σκρᾶ, τῶν Ἀλβανικῶν βουνῶν; Τὰ θύματα τοῦ ΄41, τῆς
κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα, τοὺς νεαροὺς ἥρωες τῆς Κύπρου; Πότε θὰ συγκλονιζόμαστε γι’
αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ τὰ γκὸλ τοῦ ποδοσφαίρου; Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῆς Ἱστορίας
μᾶς δείχνει ὅτι μόνο τα παραδείγματα ἐπηρεάζουν καὶ πείθουν τοὺς ἀνθρώπους εἴτε
στὸ κακό, εἴτε στὸ καλό. Ὕστερα οἱ ἄνθρωποι κατέφυγαν στὴ μελέτη τῶν θεωριῶν
καὶ τῶν μανιφέστων, γιὰ νὰ δώσουν μία εὐπρεπῆ εἰκόνα τῶν ἀποκρυσταλλωμένων
συναισθημάτων τους.
Στὸ καλὸ μπορεῖ νὰ προκόψει μία κοινωνία περισσότεροι
ἀπὸ τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς γονεῖς μὲ τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων. Ὅποιος δείξει
ὅτι θυσιάζει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ γι’ αὐτὸ ποὺ πιστεύει, αὐτὸς πείθει καὶ πείθοντας χειραγωγεῖ τὴν κοινωνία. Γι’ αὐτὸ
ὕστερα ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι τὸ ἔθνος μᾶς πεθαίνει, ἀναζητοῦμε μάρτυρες.
Ἀναζητοῦμε αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν διπλανό τους μέχρι θανάτου. Σ’ αὐτὸ τὸ
κρίσιμο σημεῖο βρίσκεται σήμερα ἡ ἐθνική μας ἱστορία, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἔθνους
μας, ποὺ εἶναι ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου