Να το στερεώσουμε μέσα μας, αγαπητοί: Ο,τι διδάσκει, ο,τι πιστεύει, ο,τι λατρεύει,
ο,τι προσφέρει σε εμάς με τα άγια δόγματα, με τα άγια μυστήρια η Εκκλησία, σε
ο,τι μας καλεί να υπακούουμε και να ζούμε για να ενωθούμε αξίως με τον Χριστό
μας, αυτό και μόνον είναι η γνησία Αλήθεια του Τριαδικού μας Θεού”.
Και κατόπιν συμπληρώνει πως η σωτηρία μας, μόνον δια της Ορθοδόξου Εκκλησίας
είναι κατορθωτή.
“Άνθρωποι θολωμένοι από υπερηφάνεια, από εγωισμό, από φρόνημα κοσμικό και
υποκρισία, αποστρέφονται την Αλήθεια, απαρνούνται και προδίδουν την Ορθοδοξία,
ποδοπατούν την πατρώα ευσέβεια και προχωρούν αναίσθητοι στην πλάνη, την κακοδοξία
και την αίρεσι.
Μερικοί κάνουν σημαία την αγαπολογία και περιφρονούν την αδαμάντινη πατερική 
αλήθεια. Λησμονούν ότι μόνον εν αληθεία υπάρχει αγάπη” σημειώνει με σαφείς αποδέκτες
 και προθέτει:
“Είναι δυνατόν ποτέ «οι λαλούντες διεστραμμένα» κατά τον Απόστολο Παύλο (Πραξ. κ’, 30), να μας
 οδηγήσουν στον αγιασμό και τη σωτηρία; Είναι δυνατόν οι αιρέσεις, οι οποίες αρνούνται και πολεμούν
 την Τριαδική Θεότητα και την Θεότητα του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, να μας ετοιμάσουν
για την σωτηρία; Πως θα σωθή ο άνθρωπος όταν ζει και τρέφεται πνευματικά μέσα στους
«εκκλησιαστικούς οργανισμούς», όπως ονομάζει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τον Παπισμό και τον
Προτεσταντισμό;”
Ζητάει να προσέξουμε για να μην παρασυρθούμε και να γνωρίσουμε καλά την πίστη μας.
Διευκρινίζει δε ποιοι είναι οι εχθροί της Ορθοδοξίας λέγοντας: “Ο μεγάλος και αόρατος εχθρός της
\είναι ο διάβολος. Οι ορατοί εχθροί, είναι τα όργανά του. Οι άπιστοι, οι άθεοι, οι υλισταί, οι κακόδοξοι,
οι αλλόθρησκοι, αλλά και οι εσωτερικοί εχθροί της Εκκλησίας μας, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Επίσης,
 τέτοιοι εχθροί είναι οι αδιάφοροι, οι κοσμικοί χριστιανοί, όλοι εκείνοι που ψηφίζουν νόμους αντι-χρίστους,
 όλοι όσοι λατρεύουν το εγώ τους και όχι τον Θεάνθρωπο Κύριο.
Μη μας φοβίζουν οι εχθροί της Ορθοδοξίας μας. Την πολέμησαν με μανία πολλοί, κατά κόσμον επιφανείς,
και όλοι χάθηκαν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας μένει, λάμπει, δοξάζει την κεφαλή της, τον Χριστό μας και
 σώζει τους ανθρώπους”.

Στο ίδιο μήκος κύματος με συγκεκριμένες αναφορές στον Οικουμενισμό και ο Μητροπολίτης

 Πειραιώς Σεραφείμ στην αντίστοιχη εγκυκλιό του κάνοντας όμως λόγο περί “ἀμαυρώσεως τοῦ

 δόγματος καί τοῦ ἤθους στήν αἱρετική Δύση”.

“Αὐτονοήτως εἴμαστε ἐναντίον τῆς ἀκρίτου καί χωρίς ἀποτέλεσμα ἐπικοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, τήν
στιγμή πού ἐκεῖνοι ἐμμένουν σκληρά καί μέ προκλητική αὐθάδεια στίς κακοδοξίες τους. Ἕνας τέτοιος ἀτέρμων
 διάλογος μεταξύ κωφῶν δέν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα. Ἀποτελεῖ μόνο ἄλλοθι γιά τήν δική τους ἐμμονή.
Ἡ αἰτία τῆς διαφορᾶς εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ διέστρεψε τό εὐαγγελικό μήνυμα, ἀλλοίωσε τήν δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στό Εὐαγγελικό καί ζείδωρο μήνυμα τῆς ζωῆς καί αὐτή τήν στιγμή συνεχίζει νά ἐμμένει στό ἴδιο αὐτό μοτίβο τῆς ἀπαξιώσεως τῆς κανονικῆς τάξεως, τῆς δογματικῆς, πατερικῆς καί ἀποστολικοπαράδοτης πίστεως” αναφέρει.
Χαρακτηρίζει τον Πάπα “αιρεσιάρχη” που θέλει “τό παγκόσμιο imperium (ἰμπέριουμ), τόν παγκόσμιο ἔλεγχο” και αντιτίθεται στον Οικουμενισμό λέγοντας:
Ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαρρηγνύει τήν ὀργανική σχέση δόγματος καί ἤθους. Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει οὑμανιστικό, ἀνθρωποκεντρικό χαρακτήρα καί ὄχι θεολογικό, πνευματικό, θεανθρωποκεντρικο. Παραμερίζει τήν Πίστη, τό δόγμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβλέπει περισσότερο σέ πρακτικούς σκοπούς. Βλέπει τήν Ἐκκλησία κυρίως ὡς ἀνθρώπινο ἵδρυμα, τό ὁποῖο ἑνωμένο θά δυνηθεῖ νά ἀντιμετωπίσει καλύτερα τούς ἐχθρούς του. Γι’αὐτό δέν λαμβάνονται σοβαρῶς ὑπ’ὄψιν οἱ βασικές διαφορές περί τήν πίστη καί τό πνεῦμα ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία, τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες, οὔτε ἡ ἱστορία καί ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας[16].
Ἰδιαιτέρως ὁ πρακτικός ἤ λαϊκός Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει τήν διαχριστιανική καί διαθρησκειακή συνεργασία σέ πρακτικά θέματα καί τομεῖς καί ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά, οἰκολογικά κ.ἄ.), ἡ ὁποία συνοδεύεται δυστυχῶς μέ ἀντικανονικές συμπροσευχές καί ὑπογραφή κοινῶν κειμένων, ἔχει σοβαρότατες συνέπειες στό δόγμα καί τό ἦθος. (…) Ὁ πρακτικός ἤ λαϊκός Οἰκουμενισμός προωθεῖται καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ ὑψηλοβάθμων, κυρίως, ἐκπροσώπων τῶν αἱρέσεων, τῶν θρησκειῶν καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτές περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ἀνακοινώσεις καί ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης. Ὁ πιστός λαός μας, ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τίς ἐπισκέψεις ἀπό τά ὀπτικοακουστικά μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη· σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλά καί προβληματίζεται, καθώς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τούς ποιμένες του νά μιλοῦν μέ ὀρθόδοξη καί ἁγιοπατερική γλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλέπει ἀνάμεσα στούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους νά συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος, ὅμως, συμβιβασμός στόν χῶρο τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί γιά την ἱερώτερη σκοπιμότητα, εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος[17].”