Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

ΙΩΑΝΝΗΣ Α’ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ: Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του

Πατέρας τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ἦταν ὁ Θεόφιλος Κουρκούας πού γεννήθηκε στήν Δόκια (Εὐδοκιάδα) τοῦ Πόντου ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπό κατοίκους τῶν Ποντιακῶν Κο­μά­νων ἐπί Αὐ­τοκράτορος Ἡρακλείου καί ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν ἀδε­λφή του, Εὐ­δοκία. (Σήμερα ἀποκαλεῖται Τοκάτ). Ἡ οἰκογέ­νει­α Κουρκούα ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀλλά μετά τήν με­­­­τοίκισί της στόν Πόντο ἐξελληνίσθηκε ἀπό τό κυρία­ρχο ἑλλη­νι­κό στοιχεῖο τῆς περιοχῆς. Ὁ πρῶ­τος γνωστός πρόγονος εἶναι ὁ “δομέστικος τῶν Ἰκανάτων” πού συνωμότησε κατά τοῦ Αὐτοκράτορος Βασι­λείου Α’. Θεῖος τοῦ Τσιμι­σκῆ (ἀδελφός τοῦ πατρός του) ἦταν ὁ θρυλικός στρατηγός Ἰω­­άν­­­νης Κουρ­κού­­ας πού ἔδρασε ἐπί Ρωμανοῦ Α’ Λεκα­πηνοῦ. Ἡ μητέρα του κατα­γό­ταν ἀπό τόν οἶκο τῶν Φωκάδων, ἦταν δηλαδή ἑλληνικῆς κα­τα­γω­γῆς, ἀδελ­φή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, πού ἦταν θεῖος του.

Γιά τό προσωνύμιο «Τσιμισκῆς» ὑπάρχουν διά­φορες ἐκδοχές. Ἡ πιό ἀληθοφανής εἶναι ὅτι γεν­νή­θηκε στήν κωμό­πολι Τσίμισκα ἤ Κίμισκα τοῦ Πόντου. Γι’ αὐτό καί οἱ Πό­ντι­οι τόν ἀποκα­λοῦ­σαν καί «Κιμισκῆ». Ὁ Λέ­ων ὁ Διάκονος ἀναφέρει ὅτι «τό πρόσωπό του ἦταν λευ­­κό καί ἐκφραστικό, μέ μαλ­λιά ξανθά πού ἀραίωναν ψη­λά στό μέ­τω­­πο. Τά μάτια του ἦταν ἀνδρο­πρε­πῆ καί χαρωπά, ἡ μύτη του δια­­γρα­­φό­ταν λεπτή καί συμ­με­­τρι­κή. Τό γένι του ἦταν κοκ­κινωπό… Ὡς πρός τό ἀνάστημα ἦταν κοντός ἄν καί εἶχε εὐρύ στέ­ρνο καί πλάτες…». Συνεπῶς φαίνεται πώς τά ἑλληνικά χαρακτηριστικά του, ὑπερ­τε­­ροῦσαν τῶν ἀρμενικῶν.

Ἐν κατακλείδι, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἦταν: ξελ­ληνι­σμέ­νος Ἀρ­­­­μένιος ἀπό πατρός καί Ἕλληνας ἀπό μητρός.

Ἀπεικόνησις τοῦ Ἰωάννου Α’ Τσιμισκῆ ἐφίππου

Ἐλκυστικός, γενναῖος, κοντός ἀλλά ἐπιβλητικός, ἐξαίρετος ἱππέας, ἀκοντιστής καί τοξό­της, μεγαλόψυχος, τοῦ ἄρεσαν τά γλέντια καί οἱ γυναῖκες. Διακρινόταν δέ γιά «τήν ἀνδρείαν, τήν γενναιότητα, τήν ἀγαθότητα, τήν πραότητα, τήν εὐθύτητα… τήν ἔξοχον πολεμικήν αὐτοῦ ἀρετήν καί τό ἀπαράμιλλον σθένος».

Ἡ πορεία πρός τόν Θρόνο καί τό μελανό της σημεῖο (ὁ φόνος τοῦ Φωκ)

Ἡ διακεκριμένη πολεμική δράσις τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ξεκινᾶ ἐπί Κων­­σταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου ὅταν τό 958 - ἤδη στρα­τη­γός- λεηλά­τη­σε τήν Μεσοποταμία καί κατέλαβε τά Σαμόσατα.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 - ἐπί Ρωμανού Β’- πρωτο­στά­­τησε στήν κατάληψι τοῦ Χαλεπίου στό πλευρό τοῦ θείου του, στρατηγοῦ Νικηφό­ρου Φωκᾶ τρέ­ποντας σέ φυγή τούς Ἄραβες κατόπιν μάχης ἔξω ἀπό τά τείχη του.

Και στίς 3 Ἰουλίου 963 ὑπῆρξε ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς στρατιωτικῆς ἐπαναστάσεως πού ξέσπασε στήν Και­σά­ρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἀνεκή­ρυξε Αὐτοκράτορα τόν Νικηφόρο Φωκᾶ.

Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωκᾶ στήν ἐξουσία, ὁ ἀνεψιός του, Ἰωάννης Τσι­μι­σκῆς, ἀνέλαβε “δομέστικος τῶν σχολῶν” (ἀρχιστράτηγος) καί ἀρχές τοῦ 964 ἀπέ­κρουσε μέ ἐπιτυχία τίς συνασπισμένες ἀραβικές δυνάμεις στήν Κιλι­κία, ὑπό τούς ἐμίρηδες Saif ad-Dawla (Χαλεπίου), Rashiq al-Nasimi (Τα­ρ­σοῦ) καί Nassir ad-Dawla (Δαμασκοῦ).

Κατόπιν, στήν μάχη τῶν Ἀδά­νων συνέτριψε τούς Ἄραβες καί ἀφάνισε 5.000 πολεμιστές τους. Ἔκ­το­τε οἱ Ἄραβες ὀνόμασαν ἐκεῖνο τό ὕψωμα «βουνό τοῦ αἵματος». Κατόπιν πολιόρκησε τήν Μο­­ψου­εστία.

Ἄκολούθησε τόν Αὐτοκράτορα – θείο του, σέ ὅλες τίς ἐκστρατείες καί διακρίθηκε γιά τίς ἐξαίρετες στρατιωτικές ἱκανότητές του. Καί ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τοῦ εἶχε τυφλή ἐμπιστοσύνη…

Παρά ταύτα, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἐνεπλάκη στά δίχτυα τῆς λακώ­νισ­σας Αὐτοκράτειρας: Ἡ Θεοφανῶ εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης τόν Νικη­φόρο Φωκᾶ καί εἶχε ἀναπτύξει ἐρωτικό δεσμό μέ τόν Τσιμισκῆ. Πα­ρα­συ­ρμέ­νη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα τοῦ Φωκᾶ συγκρού­ονται μέ τά δυναστικά συμ­φέροντα, συνωμότησε μέ τόν ἐρα­­στή της, ὁ ὁποῖος πα­ρασύρθηκε καί συνήργησε στήν δολοφονία τοὐ ἐξαιρέτου ἐκείνου Αυτοκράτορος καί θείου του στις 11 Δεκεμβρίου τοῦ 969.

Ἡ λακώ­νισ­σα Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ

Ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος διαμαρτυρήθηκε γιά τήν ἀπο­τρό­παι­α δο­λο­φονία τοῦ Φωκᾶ καί ἀρχικά ἀπαγόρευσε τήν εἴσοδο τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ στήν Ἁγία Σοφία. Ἔγινε ἀποδεκτός μόνο ἀφοῦ ἀπε­δέχθη τούς ὅρους τοῦ Πατριάρχου πού ἦσαν: ἡ τιμωρία τῶν συ­νεργῶν του Λέοντα Βα­λάντη καί Ἰωάννη Ἀτζυποθεοδώρου καί τῆς Θεοφα­νούς, ἡ ἀναγνώρισις τῆς αὐτονομί­ας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατά­ργη­σις τῶν διατάξεων πού ἔθι­γαν τήν πε­ριουσία της.

Κατόπιν αὐτῶν, στίς 25 Δεκεμβρίου 969 ὁ Πατριάρχης ἔστεψε τόν Ἰωάννη Α’ Τσιμισκή, Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τήν θεία τῶν νομίμων ἀνηλίκων βασιλέων, Θεοδώρα. Μέ τόν γάμο αὐ­τόν ἐξασφάλισε τήν ἐπίφασι δυναστικῆς νο­μι­μότητος πού χρει­α­ζόταν. Ἐξ’ ἄλλου γιά νά κερδίση τήν ὑποστήριξι τῆς συγκλήτου, ἐπανέφερε τούς μισθούς πού εἶχε μειώσει ὁ Φω­κᾶς.

Ὁ νέος Αὐτοκράτωρ φρόντισε νά ἐξορισθοῦν οἱ συγγενεῖς τοῦ Νι­κη­φό­ρου Φωκᾶ. Ὅμως τό 970 ἀντιμετώπισε ἐξέγερσι τοῦ ἀνεψι­οῦ τοῦ τελευ­ταίου, Βάρδα Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος δραπέτευσε ἀπό τήν Ἀμά­­σεια καί μέ ἕδρα τήν Καισάρεια ἐπαναστάτησε. Τήν ἐξέγερσί του, κατέστειλε ὁ στρατηγός Βάρδας Σκ­λη­­­ρός. Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσι­μι­σκῆς ἔδειξε τήν μεγαλοψυχία του, ἀ­φοῦ δέν ἐπεκύρωσε θανατι­κή ποινή του καί τόν ἀμνή­στευ­σε. Ὅταν καί πάλι ξεσηκώθηκε, τόν ἐξόρισε ὡς μοναχό στήν Χίο. Ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης μάλιστα λέει ὅτι ὅταν ἐπεβλήθη στόν Βάρδα Φωκᾶ ποινή τυφλώσεως, ὁ Τσιμισκῆς τήν ἐκτέλεσε εἰκονικά.

Ἡ συντριβή τῶν Ρώσων: προσάρτησις τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας

Τό 969 ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας Σβιατοσλάβος κατέλαβε τήν ἀνατολική Βουλγαρία γιά λογαριασμό του, παρα­βιά­ζοντας τήν συμφωνία μέ τόν Νικηφόρο Φωκά. Μάλιστα ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 970 ἄρχισαν νά διεισδύουν στήν Ἀνατολική Θράκη καί λεηλά­τη­σαν σκληρά τήν Φιλιππούπολι, σφαγιάζοντας χιλιά­δες. Ὅπως γράφει ὁ Alphonse Couret, ὁ Σβιατοσλάβος «δέν φοβό­ταν οὔ­τε τήν βυζαντινή τακτική, οὔτε τό φοβερό πῦρ τῶν Ἑλλή­νων». Ὅμως κατά τόν Alfred Nicolaw Rambaud: «Εὐτυχῶς γιά τήν Ἑλλη­νι­κή Αὐτοκρατορία (Empire Grec) ὑπῆρχαν γενναῖοι Κατε­πάνω καί ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς». Πράγματι, ὁ Τσιμισκῆς ἀντέ­δρα­σε ἄμε­σα:

Τό θέρος τοῦ 970 στρατεύματα ὑπό τόν στρατηγό Βάρδα Σκ­λη­­ρό καί τόν πατρίκιο Πέτρο Φωκᾶ βάδισαν ἐναντίον τῶν Ρώ­σων μέ δύναμι περίπου 12.000 ἀνδρῶν. Τά ἀντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν καί ἀκο­λούθησε ἡ μάχη τῆς Ἀρκαδιουπόλεως. Ὁ στρατηγός Σκληρός ἐφήρμοσε στρατηγικό τέχνα­­σμα. Ἡγού­­μενος τοῦ ἑνός τρίτου τῆς δυνά­με­ώς του, διέταξε τακτική ὑποχώ­ρη­σι. Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Πε­τσενέγκοι σύμ­μαχοί τους, ἄρχισαν ἄτα­κτη καταδίωξι. Τότε ἐφόρμησε ἡ καλά κρυμμένη ὑπόλοιπη βυζαντινή δύ­ναμις ἀπό δύο σημεῖα. Τούς περικύκλωσε καί τούς ἔτρεψε σέ φυ­­­γή μέ πολύ μεγάλες ἀπώλειες.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 971 ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ἀποφασίζει νά τούς κα­ταφέρη τό τελειωτικό κτύπημα. Ἔχοντας ἱδρύσει καί τό νέο ἐπίλεκτο ἱππικό σῶμα τῶν Ἀθανάτων, συγκεντρώνει δυνά­μεις πε­ρίπου 40.000 ἀνδρῶν καί δια­τάσσει τόν στόλο νά ἀπο­πλεύ­ση γιά τόν ἀποκλεισμό τοῦ Δουνά­βεως. Τίθεται ὁ ἴδιος ἐπικε­φα­λής καί εἰσβάλει στήν Βουλγαρία.

Στίς 3 Ἀπριλίου 971 κατα­φθά­νει στήν βουλγαρική πρωτεύ­ου­σα Με­γά­λη Πρεσλάβα (Preslav), τήν ὁποία ἐκπορθεῖ τήν ἑπομέ­νη, μετά ἀπό σκληρές τειχομαχίες. Ὁ στρατιώτης Θεοδόσιος Με­σο­νύ­κτης ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναρριχήθηκε στό τοῖχος καί ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger σχεδόν ὅλοι οἱ βάρβαροι φονεύ­θη­καν «ὑπό τῶν Ἑλλήνων φαλαγγιτῶν, οἵτινες ὤρμων πανταχόθεν, δια­σκελίζοντες τά καπνίζοντα ἐρείπια».

Ἐκεῖ ὁ Τσι­μισκῆς συ­νέλαβε καί ἔστειλε στήν Βασιλεύουσα τόν βασιλέα τῆς Βου­λγα­ρί­ας Βό­γο­ρι Β’ μαζί μέ τά σύμβολα τῆς βουλγα­ρι­κῆς ἐξου­σί­ας! Μετο­­νόμασε δέ, τήν ἕδρα τῶν βουλγάρων τσάρων μέ τό ὄνο­μά του: «Ἰω­αν­νού­πο­λις»! Ὁ Αὐτοκράτορας ἐμφανιζόταν στόν ἐντόπιο πληθυσμό ὡς ἀπε­λευθερωτής ἀπό τούς Ρώσους, μία ἔξυπνη πολιτική γιά νά ἔχη τήν ὑποστήριξι τῆς ὑπαίθρου. Παράλληλα, ξεκίνησε γιά τήν ἕδρα στήν ὁποία εἶχε ὀχυρωθεῖ ὁ Σβιατοσλάβος.

Ἔτσι ἄρχισε ἡ μάχη τοῦ Δορυστόλου. Ὁ αὐτοκρατορικός στρατός νί­κησε τούς Ρώσους, οἱ ὁποῖοι ὀχυρώ­θη­­­­καν πίσω ἀπό τά τείχη. Ἡ πολιορκία εἶχε διάρκεια τρεῖς μῆ­νες. Κατ’ αὐτήν ἔλαβαν χώρα τουλάχιστον 5 φονικές μάχες ἔξω ἀπό τά τείχη, μέ ἐπίδειξι ἡρωϊσμοῦ καί ἀπό τίς δύο πλευρές.

Στίς 24 Ι­ου­λίου 971 διεξάγεται ἡ τελευταία καί πιό λυσ­σώ­δης μάχη. Ὁ Ἰωάν­νης Α’ Τσιμισκῆς προ­καλεῖ προσω­πι­κά τόν Σβια­το­σλάβο σέ μονο­μα­χία. Ὁ τελευ­ταῖος ἀρνεῖται. Τε­­λι­κά, οἱ Ρῶσοι καταρ­ρέ­ουν καί ὁ Σβια­το­σλά­βος μό­λις πού δια­φεύ­γει τήν σύλληψι. Ἀπό τούς 60.000 ἄνδρες του, ἐπέζησαν 22.000 καί αὐτοί πληγωμένοι! Ὁ Αὐτοκράτωρ μετονόμασε τήν πόλι Θεοδω­ρό­πολι, ἀπό τόν στρα­τιω­τικό ἅγιο, Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος ὑπέγραψε συνθήκη μέ τήν ὁποία: ἀπο­χωροῦσε ὁριστικά ἀπό τήν Βουλγαρία, δεσμευόταν νά μήν ἐ­πι­­τε­θῆ ξανά κατά βυζαντι­νῆς ἐπικρατείας καί νά παρέχη στρα­τιω­­τι­κές ὑπηρεσίες ὅποτε τοῦ ζητηθοῦν. Μέ αὐτήν ὁ Τσιμισκῆς ἐ­πέ­­­δει­ξε καί πάλι τήν με­γα­λοψυχία του: Ἀπελευθέρωσε τούς αἰχ­μα­­­­λώ­τους δίνοντάς τους καί σίτο, ἐνῶ διατή­ρη­σε τά ἐμπορικά προ­­­­­νό­μια πού εἶχαν οἱ Ρῶσοι ἀπό τίς προηγούμενες συν­θῆκες. Τό τέλος τοῦ Σβιατοσλάβου ἐπῆλθε λίγο μετά -κατά τήν ἐπι­στρ­οφή του στό Κίεβο- ὅπου οἱ ἴδιοι οἱ σύμμαχοί του, Πετσενέγκοι τόν φό­νευ­σαν στόν Δνείπερο.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος μπροστά στον Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ (πίνακας του Lebedev)

Μετά τήν συντριβή τῶν Ρώσων ἀκολούθησε ἡ προσάρτησις τῆς ἀνα­τολικῆς Βουλγαρίας στήν Αὐτοκρατορία. Στήν Κωνστα­ντινού­πολι, σέ τε­λετή στόν “Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου”, ἀφαιρέθη­καν ἀπό τόν Βό­­­γορι Β’ τά αὐ­τοκρατο­ρι­κά ἐνδύματα καί τό στέμ­­μα του ἀφιε­ρώ­­θη­κε στήν Ἁγία Σοφία. Τοῦ ἀπεδόθη ἁπλά ὁ τίτ­λος τοῦ “μαγίστ­­ρου”. Καταργήθηκε τό βου­λγαρικό Πατρια­ρχεῖο καί ἡ Ἐκκλη­σία τῆς Βουλγαρίας ἐτέθη ξα­νά ὑπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινου­πόλεως.

Κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἡ στρα­τη­γική ἰδιοφυία καί ἡ πο­λι­τι­κή εὐστροφία τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ» ἀποδείχθηκαν σέ αὐτήν τήν ἐκ­στρα­τεία». Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «Ὁ νικηφό­ρος ἑλληνι­σμός ἔφε­ρνε στόν Δούναβη τά ὅρια τῆς μοναρχίας».

Ἡ συντριβή τῶν Ἀράβων: ἀνάκτησις Συρίας καί Παλαιστίνης

Οἱ νίκες τοῦ Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ ὁδήγησαν στήν συνθηκο­λό­γη­σι τῶν Ἀράβων τά τέλη τοῦ 969 μέ ἀρχές τοῦ 970, πού ἀπο­τε­λοῦσε δικαίωσι τῶν ἀγώνων τοῦ ἀδικοχαμένου Αὐτο­κρά­­τορος. Ὅμως ἡ συνθήκη δέν ἔμελλε νά ἰσχύση ἐπί πολύ.

Οἱ Φατιμίδες Ἄραβες τῆς βορείου Ἀφρικῆς μετοίκισαν τό 969 στήν Αἴ­γυπτο καί ἵδρυσαν τό Κάϊρο. Ἀπό τήν Αἴγυπτο τό 971 προ­ω­θήθηκαν στήν Συρία καί ἄρχισαν νά πολιορκοῦν τήν Ἀντιόχεια. Ἀποσχολημένος ἀκόμη μέ τήν ἐκσ­τρα­­τεία κα­τά τῶν Ρώσων, ὁ Τσιμισκῆς ἀπέστειλε τόν στρα­τηγό Θέματος Μεσοποταμίας Νικό­λαο, ὁ ὁποῖος προέλασε μέχρι τήν Βαγδάτη. Tό 973 θά ἀκολου­θή­ση νέα ἐκστρατεία ὑπό τόν “δομέστικο τῶν σχολῶν” Μελία ὁ ὁποῖ­ος προέλασε μέχρι τήν Ἄμι­δα. Κατά τήν πολιορκία της ὅμως ἡτ­τή­­θηκε, συνελήφθη αἰχμάλω­τος, μεταφέρθηκε στήν Βαγδάτη καί ἐκ­τε­λέ­σθηκε.

­Ἦταν ἡ ὥρα γιά τόν βασιλέα νά δράση προσωπικά:

Ἡ πρώτη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 974. Ἀρχικά ἐξα­σφά­λισε τήν συμμαχία τοῦ βασιλείου τῆς Ἀρμενίας καί κατό­πιν εἰσέβαλε στήν Μεσοποταμία, ὅπου ἐπανακατέλαβε πολλές πό­­λεις καί φρούρια μέ κυριό­τερες τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι καί τήν Νίσιβι. Ἀπό ἐκεῖ μποροῦσε νά στραφῆ κατά τῆς Βαγδάτης, ἀλλά μᾶλλον ἡ ξηρασία πού προέκυψε καί ἡ ἔλλειψις ἀνεφο­δια­σμοῦ, τόν ἀνάγκασαν νά ἐπιστρέψη νικητής στήν Κων­στα­ντινού­πο­λι μέ ἀτελείωτα λάφυρα καί αἰχμαλώτους.

Ἡ δεύτερη ἐκστρατεία του ἦταν καί ἡ κυριότερη. Ὁ στρα­τιώ­της - αὐτο­κράτωρ ξεκίνησε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 975. Ἀρχικά εἰσέβαλε στήν Συρία: Ἀπο­λύτρωσε τήν Ἀντιόχεια ἀπό τόν κίνδυνο καί συ­νέ­­χισε καταλαμβάνοντας τήν Ἀπάμεια, τήν Ἔμεσα καί τήν Ἡλι­ού­­πολι. Προήλασε στήν Δα­μα­σκό ἡ ὁποία δήλωσε φόρου ὑπο­τε­λῆς στόν Αὐτοκρά­το­ρα. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἄραβας συγ­γρα­φέας τοῦ «Χρονικοῦ τῆς Δαμασκοῦ», Ibn al-Qalanisi, ἀπο­καλεῖ τόν Τσιμισκῆ «Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων».

Κατόπιν στράφηκε πρός στήν Παλαιστίνη: Κα­τέ­λαβε διαδο­χι­κά τήν Τιβεριάδα, τό ὄρος Θαβώρ, τήν Να­ζα­ρέτ καί τήν Βη­­θ­­σᾶν! Τά Ἱεροσό­λυ­μα ἦταν πλέον μία ἀνάσα ἀπό τό στράτευ­μα τοῦ Τσι­μι­σκῆ. Ἀλλά ἐκεῖνος βιαζόταν νά συντρίψη τούς Φατι­μί­δες τῆς Φοινίκης: Ἀστραπιαία κινεῖται καί καταλαμβάνει τήν Πα­ρά­λιο Και­σάρεια καί κατόπιν τήν Σιδώνα, τήν Βυρυττό, τήν Ἄκ­ρα, τήν Βύβλο καί τά Γάβαλα. Φτάνει ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Τρι­πό­­λε­ως ἡ ὁποία ὅμως ἀντιστέκεται σθεναρά, ἀποφασίζει νά τήν ἀφήση καί τόν Σεπτέμβριο τοῦ 975 ἐπιστρέφει στήν Ἀντιό­χεια.

Ὁ θρίαμβος ἦταν ἀπερίγραπτος. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Νικόλαος Οἰκονομίδης «Ἡ ἐκστρατεία τοῦ 975 ἀποτελεῖ ὑπέρτατο τό­λμημα τῆς βυ­ζα­ντινῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς ἐναντίον τῶν Α­ρά­βων». Καί ὁ Robert Brow­ning συμπληρώνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά «ἐκπληκτική ἐπίδειξη ἰσχύος καί στρα­τιω­τικῆς ἐπιδεξιό­τη­τας».

Ἡ Αὐτοκρατορία ἀνακτοῦσε τήν Συρία καί τήν Πα­λαι­­στίνη μετά ἀ­πό σχεδόν 340 χρόνια ἀραβικῆς κατακτήσεως! Σύμφωνα μέ τά σύγχρο­να γεωγραφικά δεδομένα εἶχαν κατακτηθεῖ ἡ Συρία,  Λίβανος,  Ἰορδα­νία,  Παλαιστίνη καί τμῆμα τοῦ Ἰ­ράκ!

Τό τέλος ἑνός ἐνδόξου βασιλέως

Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἀπό τούς κο­ρυφαίους Αὐτοκράτορες τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας τῆς “Ρωμανίας”.

Ὡς ἔνδοξος στρατηλάτης εἶχε συντρίψει τούς Ρώ­σους, εἶχε καταλύσει τό κράτος τῶν Βουλγάρων καί εἶχε κατά­τρο­­­πώσει τους Ἄραβες ἀνα­κτώ­ντας τήν ἑλληνιστική Ἀνα­το­λή (Συ­­ρία Παλαιστίνη, Μεσοποταμία) μετά ἀπό 340 χρόνια.

Θεω­ρεῖται βέβαιο ὅτι ἑπόμενος στόχος τοῦ Τσι­­μισκῆ, ἦταν νά ἐπα­ναλάβη τό κα­­τό­­ρ­θω­μα τοῦ Αὐτοκρά­το­ρος Ἡρακ­λείου, κατακτώντας τά Ἱερο­σό­λυμα.

Ὅμως δέν πρό­λα­βε…

Ἐπιστρέφωντας ἀπό τήν τελευ­ταί­α καί πιό ἔνδοξη ἐκστρατεία του, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία. Ὅταν κατέφθασε στήν Βασιλεύουσα ἡ κα­τά­στασίς του εἶχε ἤδη ἐπιδεινωθῆ. Λέγεται ὅτι αἰσθανόμενος τό τέ­λος του, διέταξε μέρος τῶν ἀποκτηθέντων ἀπό τίς ἐκστρατεῖες νά μοι­ρασθῆ σέ πτωχούς, ἐνῶ πρόλαβε καί ἔλαβε τήν θεία μετά­λη­ψι.

Πέθανε στίς 10 Ἰανουαρίου 976, χωρίς νά ἀφήση ἀπογό­νους. Οἱ Λέων ὁ Διάκο­νος καί Ἰωάννης Σκυλίτζης ἄφη­σαν ὑπό­νοι­ες γιά πι­θανή δηλητη­ρί­ασί του ἀπό τόν “παρακοιμώ­με­νο” Βασίλει­ο, ἀλ­λά στήν πραγματικότητα «ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας προ­σιδιά­ζει πε­ρισ­σότερο σέ τύφο (χρονική διάρκεια καί κακή φυσι­κή κατάστα­ση τοῦ ἀσθενοῦς)».

Σέ ἔμμετρο ὕφος, ἔγραψε γι’ αὐτόν ὁ Κ. Μανασσῆς «καί μαχητής ἀπρόσμαχος καί βουλευτής ὀξύνους, ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων, ἀνδρεῖος, πράος καί δόρυ δολιχόσκιον κραδαίνειν ἠσκημένος καί τόξον ἔλκειν τήν νευρᾶν ἐπί βελῶν γλυφίσιν, ἀνήρ ἐλευθερόψυχος οὐκ ὑποτρέφων κότον».

Κατά τόν G. Ostrogorsky «Ὅπως ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τό ἴδι­ο καί ὁ Ἰωάν­νης Τζιμισκῆς ἦταν στρατηγός μέ ἀσύγκριτη με­γα­λο­­φυία, ἐνῶ σάν πολι­τι­κός ξεπερνοῦσε τόν ὑπερβολικά αὐθόρ­μη­το προ­­κάτοχό του».

Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger ὑπῆρξε «μικρός μέν τό δέμας, ἀλ­λ’ ἡρωϊκός τήν ρώμην, ὁ τολμητίας, ὁ ἀνίκητος, ὁ εἰς τούς κινδύνους ἀπτόητος καί τήν ἀνδρείαν ἔξοχος… ἄριστος κυβερνήτης καί κράτιστος στρατηγός, μεγάθυμος, γενναῖος, ἱπποτικός».[23]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου