Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ & ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ: Η Ιστορική Συνάντηση & Η Μεγάλη Σύνθεση

 Γράφει ο Μάνος Χατζηδάκης,



Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐ­­τό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰ­ώ­να εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια. Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολο­γίες, μα­γεί­ες, μαγ­γανεῖες καί δει­σιδαιμονίες. Ὅπως γράφει ὁ Διο­νύ­σιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰ­γυ­πτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύ­μα­τα Ἰρανικά».[1] Ὅταν ἐμφα­νί­σθηκε λοι­πόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπρο­στά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χά­ος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρού­σθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέ­ον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλ­λά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρη­σκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωρο­αστρι­σμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.

Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆ­ρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογε­νο­­­ποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συ­ν­δέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θε­ο­­­κρασία δέν εὐοδώθηκαν.

Οἱ ἑλληνιστικές ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ

Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνι­στι­­κῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα. Ἐμφανί­σθη­κε με­τά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλλη­νι­κῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευ­τι­κό συγκρι­τισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνι­στικά καί Ρω­μαϊκά χρό­­­νια. Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιού­ργη­μα τῆς ἑλ­λη­­νιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς.

Ἀπό τήν γέννησί του, ἡ ἑρμηνεία καί διάδοσις τοῦ Χριστια­νι­σμοῦ βασίσθηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀποτελοῦσε τήν κοι­νή γλῶσσα τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, Οἱ 7 Ἐπιστο­λές τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου γράφηκαν στά ἑλληνικά καί ἀπευ­θύνθηκαν κυρίως σέ Ἕλληνες.[2] Τά 4 εὐαγγέλια γράφ­η­καν στήν ἑλληνική κοι­νή. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Πα­παρ­­ρηγόπου­λος γιά τόν Χρι­στιανι­σμό: «ὁ πρῶτος αὐτοῦ κῆρυξ, λειτουργός, δι­δά­­­σκα­­λος καί νο­μο­θέ­της ὑπῆρξεν ὁ ἑλληνισμός».[3] Γράφει καί ὁ καθηγητής Δ. Ζα­κυ­θηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίω­σε τήν νέαν θρησκείαν».[4]

Τοῦτο συνέβη διότι ἔ­δω­­­­σε στόν Χρι­στια­νι­σμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔν­­νοιες, τήν θεο­λο­γία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του.

Ὁ Χριστιανισμός ξεκίνησε τήν πορεία του στίς ἑλληνιστικές πόλεις τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Βεροίας καί τῆς Ἀντιοχείας. Στήν τελευταία μάλιστα, δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία Χριστιανῶν "ἐξ ἐθνῶν", προερχόμενη κυρίως ἀπό Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἦταν πού ἡ νέα θρησκεία ἔλαβε καί τό ὄνομα Χριστιανισμός.

Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφε­σο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φι­­λαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια, οἱ ὁποῖες ἀποτελούν τίς «ἑπτά λυχνίες» τῆς «Ἀποκα­λύψεως» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἡ προέλευσις τοῦ ὀνόματος “Ἐκκλησία”, προῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική "Ἐκκλησία τοῦ Δήμου". Ὅπως ἐπιση­μαί­νει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Εἶναι πόλεις τῆς δυτικῆς, τῆς ἀπό τήν ἀρχαιότητα δηλαδή ἐξελληνισμένης, ἑλληνικῆς θά ἔλεγα, Μικρα­σί­ας».[5]

Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρ­χές τοῦ 4ου αἰ­ῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅ­πως γρά­φει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευ­χθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνστα­ντῖ­νος…».[6]

Εἶχε ἤδη δια­­­­δο­θῆ στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Καισάρεια, τήν Σμύρνη, τήν Θρά­­­­κη, τήν Κρήτη, τήν Κύπρο, τήν Θεσσα­λο­νί­κη, τήν Βιθυνία, τόν Πό­ντο, τήν Πάτμο, τίς Σποράδες καί τίς Κυκλάδες.[7]  Κατά τόν A. Harnack, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπι­κρατήσει περίπου στό ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Α­σίας, τῆς Θράκης καί Δαρ­δα­νίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἀχαϊας, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κύπρου, τῆς κεντρι­κῆς καί νο­τίου Ἰταλίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Κοί­λης Συρίας, τῆς Ἀλεξαν­δρεί­­ας καί Θηβαϊδος, τῆς βορείου Ἀφρι­κῆς καί τῶν νοτίων ἀκτῶν τῆς Γα­λα­τίας.[8] Ὅπως γράφει ὁ Κ. Πα­παρ­ρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπι­τυ­χῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[9]

Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης στά πρῶτα της βήματα ἦταν ἑλληνική. Πράγματι, μέχρι τό 324 οἱ πε­ρισσό­τεροι πάπες (ἐπίσκοποι) Ρώ­μης, ἦσαν οἱ Ἕλλη­νες.[10] Ἀλλά καί μετά τήν ἵδρυσι τῆς Κωνστα­ντινουπόλεως ὑπῆρξαν Ἕλλη­νες πάπες.[11] Ὅπως γρά­φει ὁ L. W. Barnard: «Μέχρι τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλη­σία ἦταν κυρίως ἑλληνόφωνη καί στήν σύν­θε­σή της ἀνατολική. Τά ὀνόματα τῶν Ἐπισκόπων ἦταν ἑλληνι­κά ἤ ἀνα­τολικά. Οἱ ἐπιγραφές ἐπί τῶν παπικῶν τάφων ἦταν κυ­ρί­­ως στήν ἑλληνική ὥς τό τέλος τοῦ 3ου αἰ., ἐνῶ ἡ χρῆσις τῆς ἑλλη­νι­κῆς στήν λειτουργία συνεχίσθηκε ἀκόμη πιό πέρα».[12]

Ὅπως παρατηρεῖ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπού­λου «Τό γεγο­νός ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἑλλη­νικήν καί μάλιστα εἰς τήν ἀπ­λουστέραν αὐτῆς μορφήν συνέβα­λεν εἰς τήν μελέτην τῶν προ­τύ­πων τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος».[13]

Ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό

Ἡ περίοδος ἀπό τό 324 μέχρι τό 610 εἶναι ἐντελῶς με­τα­βα­τική σέ ὅλους τους τομεῖς. Ἐνῶ διατηροῦνται τά ρωμαϊκά χα­ρα­κτη­ριστικά τῆς Αὐτοκρατορίας, παράλληλα ἐξελληνίζε­ται καί ἐκχριστιανί­ζεται. Γίνεται, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρ­βε­λέρ «ἡ ἐκχριστιανισμένη καί ἐξελληνισμένη Ρωμαϊκή ἀνα­το­λι­κή αὐτοκρατορία».[14] Ὅπως στόν πολιτικό - πολιτιστικό το­μέα, ἀποτε­λεῖ τήν πε­ρίο­δο τοῦ σταδιακοῦ ἀλλά σταθεροῦ ἐξελ­λη­νι­­σμοῦ της, στόν θρησκευτικό τομέα ἀπο­τε­λεῖ τήν ἐποχή τῆς με­τα­βά­σε­ως ἀπό τήν παλαιά στήν νέα θρησκεία.

Ὁ πρῶτος σταθμός ἐκχριστιανισμοῦ συμ­­πί­πτει σχε­δόν χρο­νι­κά μέ τόν πρῶτο σταθμό ἐξελληνισμοῦ, πού εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί πρόκειται γιά τήν Α’ Οἰ­κουμενική Σύνο­δο τῆς Νικαίας πού ἔγινε τό ἔτος 325.

Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων πού συμμετεῖχαν ἦταν Ἕλληνες καί ἀνῆκαν σέ ἑλληνικές ἤ ἐξελληνισμένες περιο­χές. Ἡ γλῶσσα πού χρησιμοποιήθηκε καθ’ ὅλη τήν 20ήμερη δια­ρ­κειά της ἦταν ἡ ἑλληνική. Οἱ πράξεις καί τό “Σύμβολο τῆς Πί­στε­ως” συντάχθηκαν στά ἑλληνικά. Ὁ λατινόφωνος Μέ­γας Κων­στα­­ντῖνος «ἑλληνίζων τή φωνή» -γράφει ὁ Εὐσέ­βιος- ἀπευ­­­­θύν­θη­κε στήν Σύνοδο. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἰδέες ἑλληνικές υἱο­θέτησαν, καταδικάζοντας τόν ἀρειανισμό καί διαμορφώνοντας τίς πρῶτες βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἤδη δηλαδή, ἔχουμε τό πρῶτο ἀποφασιστικό βῆμα συζεύξεως Ἑλληνισμοῦ καί Χρι­­­­­­στια­νι­σμοῦ.[15] Ὅπως μάλιστα ἐπισημαίνει ὁ G. Mathew παρατηρεῖται «μα­ζικός προσυλητισμός τῆς ἐγγράμματης ἐξελληνισμένης τάξης, ἀ­πό τήν ὁποίαν προέρχονταν οἱ κρατικοί ἀξιωματοῦχοι».[16]

 Οἱ τέσσαρες μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔδρασαν τόν 4ο αἰώνα, ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες, μι­λοῦσαν καί ἔγραφαν στήν ἑλλ­η­νι­κή γλῶσσα, διέθεταν ἑλληνι­κή παιδεία καί χρησιμοποιού­σαν τήν ἑλληνι­κή δια­λεκτική ὁρο­λο­­γία γιά τήν διατύπωσι τῶν θεο­λογικῶν δο­γμά­των τοῦ Χριστια­νι­σμοῦ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος[17] στό ἔρ­γο «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ’ ἑλλη­νικῶν γραμμάτων ὠ­φελοῖντο λό­γων», τούς κα­λεῖ νά νά προ­­­­­σεγ­­γίζουν τά ἑλλη­νι­κά γράμ­μα­τα ὅπως οἱ μέλισσες τά λου­λού­­δια, ἐξη­γώντας «Οὐκ ἄχρηστα ψυ­χαίς μα­θή­ματα τά ἔξω­θεν δή ταύ­­τα».

Ὁ Γρηγόριος Νύσσης[18] πίστευε πώς ὅσοι δέν ἔχουν ἑλληνική παιδεία πρέπει νά θεωροῦνται ἀγροῖκοι καί ἀμόρφωτοι καί μεταφύτευσε «στό ἐσωτερικό του χριστιανικοῦ κόσμου τήν πνευ­μα­τική κληρο­νο­μιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλά­δας».[19]

Ὁ Γρηγόριος Ναζια­ν­ζη­νός[20] θεωρεῖται «φιλό­σο­φος τοῦ Ἑλ­λη­­νι­σμοῦ», ἀφοῦ κατά τόν P. Lemerle διέθετε «μία ἀγάπη ὁλότελα ἑλληνική γιά τά γράμμματα»[21] πού κα­­­­­τά­φερε νά τήν συ­­ν­­δυάση μέ τήν Ἐκκλη­σία[22], ἐνῶ ὁ F. Dolger πα­ρατηρεῖ ὅτι «Τά ἔργα τους, τόσο ἀπό λογοτεχνική ὅσο καί ἀπό φι­λο­σοφική ἄποψη, ἄξια συναγωνίζονταν τά ἔργα τῶν εἰδωλολατρῶν ἀντιπάλων τους».[23] Κατά τόν G. Mat­he­w οἱ τρεῖς Καπ­πα­δόκες χα­ρα­κτηρίζονται ὡς «χριστια­νοί πλα­τωνιστές» ἐνῶ «ἕνα με­γά­λο μέρος τῆς φρασεολογίας τους καί τῶν ἰδεῶν τους εἶναι κα­θα­ρά στω­ϊ­κό… Ὅλα τέλος συνδέονται μεταξύ τούς μέ ἕνα τυπικό ἀρι­στο­τε­λι­κό κεντρικό μοτίβο, τοῦ Θεοῦ σάν Αἰτίου, τοῦ “Ἀκινήτου Κι­νούντος” κάθε ἐπιθυμία».[24]

Ὁ Ἰωάννης Χρυ­σό­­στο­­μος[25] ἀνα­γνώ­ρι­ζε τήν ἀξί­α τῆς ἑλλη­νι­κῆς παιδείας στήν τέχνη τοῦ λό­γου, τήν ρη­το­­ρι­κή, τίς ἐπι­στή­μες καί τήν ποίησι. Πα­ρό­τι δέν ἦταν ἰδιαίτερα θετικός πρός τήν ἀρ­χαί­α φιλοσοφία, ἐπαι­νοῦ­σε τούς φιλοσόφους Σω­κράτη καί Διογένη καθώς καί τήν πλα­τω­νική καί στωϊκή ἠθικολογία.

"Οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ­ξε­­­ραν τούς ἐθνι­κούς φιλοσόφους καί χρω­στοῦσαν πολλά στό νεο­­­πλα­τω­νι­σμό"

Ἡ διαπάλη τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς διάφορες αἱρέσεις θά ἐνι­σχύση πε­ραιτέρω τόν ἐξελληνισμό του. Ὁ “ἀρειανισμός” θά προκαλέση τίς Α’ καί Β’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ “νεστοριανισμός” τήν Γ’ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύνοδο. Ὁ “μονοφυσιτισμός” τήν Δ’ Οἰκου­με­νική Σύ­νο­δο καί οἱ θρη­­­­σκευτικές παλινωδίες τοῦ Ἰουστινια­νοῦ τήν Ε’ Οἰ­κου­­μενική Σύ­νο­δο. Ὅ­λες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γίνονται στά ἑλληνικά, ἀποτελοῦνται κα­τά πλειοψηφία ἀπό Ἕλληνες, υἱο­θε­τοῦν ἑλληνική ὁρολογία καί θέ­­τουν τίς βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθο­δοξίας. Ἀπόρροια τοῦ ἀπόλυ­του ἐξελ­λη­νι­σ­μοῦ εἶναι καί ὁ διαχωρισμός τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου πού ὑπο­κρύπτει καθαρά πολιτικούς λόγους.

Οἱ κανόνες, τά δόγματα ἡ ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἡ λειτου­ργία, οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἔχουν ὡς γλωσσικό ὄργανο τήν ἑλλη­νι­κή. Ἀκόμη καί ἡ καταπολέμησις τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων πού ἀναφύονται τούς πρώτους αὐτούς αἰῶνες ὠθοῦν «εἰς τήν σπουδήν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί δή τῆς νεοπλατωνικῆς».[26] Ὁ Κ. Ἄμ­α­ντος ἀναρωτιέται «Πῶς θά ἀνεπτύσσετο τόσον γόνιμος καί ἐξαιρε­τι­κή θεολογία χωρίς τούς ἀρχαίους Ἕλληνας συγγραφεῖς;».[27] Ὁ Ste­ven Run­ci­­man γράφει: «Οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ­ξε­­­ραν τούς ἐθνι­κούς φιλοσόφους καί χρω­στοῦσαν πολλά στό νέο­­­πλα­τω­νι­σμο».[28] Ἔτσι, κατά τόν Cyril Mango, πέτυχαν «νά μετατρέψουν τή θρη­σκεί­α τους σέ φιλοσοφία, δηλαδή σέ ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα μέ συ­νο­χή, πού δίκαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς τό μεγαλύτερο πνευ­ματικό ἐπίτευγμα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας».[29]

Ὁ G. Mat­he­w γράφει: «Ὁ ὄψιμος βυζαντινός πολιτισμός διατή­ρη­­σε τή συνέχειά του μέ τό ἑλληνικό παρελθόν κυρίως χάρη στούς λόγιους χριστιανούς τοῦ τετάρτου καί τοῦ πέμπτου αἰώνα».[30] Κατά τήν Ἑλέ­νη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «ἡ μεγάλη προσφορά τῆς ἑλλη­νι­κῆς σκέ­ψε­ως στή ζωή τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ φιλοσοφική ἐδραί­ω­ση τῆς ὀρθῆς πίστεως»[31] Καί κατά τόν Ρῶσο θεολόγο Γ. Φλωρό­φ­σκι «τό ἱστορι­κό νόημα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἐνσω­μά­τω­­σις τοῦ Ἑλλη­νισμοῦ στόν Χριστιανισμό».[32]

Ἡ μεταβατική περίοδος καί οἱ ἀκρότητες

Ἡ παράλληλη πορεία ἐξελληνισμοῦ καί ἐκχριστιανισμοῦ, δέν ἔγινε χωρίς ἐμπόδια. Στά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα ἡ ἀντίθε­σις καί ἡ ζύμωσις μεταξύ τους γινόταν σέ πνευ­μα­τι­κό - φιλοσοφι­κό ἐπί­πε­δο. Δέν ἀποφεύχθηκαν ὅμως ἀκρότητες καί ἀντιφάσεις πού ἀποτελοῦν φυσική συνέπεια μεγά­λων μεταβατικῶν κοινωνι­κῶν καί θρησκευτικῶν μεταβολῶν.

Ὁ Κωνστάντιος Β’, ἀπαγορεύει τίς θυσίες καί τήν προσκύ­νη­σι σέ “εἴδωλα”. Παράλληλα ὅμως ἱδρύει τήν Βασιλική Βιβλιοθήκη συγ­κε­ντρώνοντας τήν ἑλληνική παιδεία καί δημιουργεῖ ἀντιγρα­φι­κό ἐργαστήριο γιά τήν διάσωσί της.

Ἀρνητικό ρόλο στήν πορεία συγκλήσεως διαδραματίζει ὁ Ἰου­λιαν­ός. Ὁ λανθάνων “ἑλληνι­σμός” του -μεῖγμα ἐνοθεϊ­στι­­κῆς συν­θέσεως μι­θραϊσμοῦ, νεοπλα­τω­νικῆς θεολογίας καί ἀνα­­το­λίτι­κης θεουρ­γίας καί ἡ ἀπαγόρευσίς του νά διδά­σ­κουν οἱ χρι­στιανοί, ἐπέ­φε­ρε ὡς συνέ­πει­α τήν ἀντί­στρο­φη πράξι τοῦ Ἰουστι­νια­νοῦ (529) μέ τήν ἀπαγό­ρευσι νά διδά­σκουν οἱ “ἐθνι­κοί”.[33]

Διώξεις “ἐθνικῶν” γίνονται κυρίως ἀπό δύ­ο Αὐτοκράτο­ρες: Τόν Θεοδόσιο Α’ καί ἀπό τόν Ἰουστι­νια­νό Α’, ἀπό τούς ὁποί­ους, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Μαλάλας «διω­γ­μός ἐγέγονεν τῶν Ἑλλή­νων μέγας».[34] Ὅμως ὁ πρῶτος ἦταν ὁ μόνος δυτι­κο­γενής (Ἴβη­ρας) Αὐτοκράτωρ καί συνεπῶς ξένος μέ τό ἑλληνικό πνεῦμα τῆς Ἀνατολῆς. Καί ὁ δεύτε­ρος ἦταν ὁ τελευταῖος λατινό­φρων καί λα­­τινόφωνος Αὐ­το­κρά­τωρ.

Ὁ Θεοδόσιος Α’ καθιερώνει τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπί­ση­μη θρη­σκεία καί ἐπανειλημμένα (382 - 384 - 391) ἐκδίδει ἀπο­φά­σεις ἀπα­­γο­ρεύ­σεως τῶν θυσιῶν, κλεισίματος ἱερῶν καί ἐκποιή­σε­ως τῶν πε­­­ριου­­­σιῶν τους. Ἡ συνεχής ἐπανάληψις τῶν ἀπαγορεύ­σε­ων δεί­χνει ὅτι δέν ὑπῆρξε πο­τέ αὐστηρή ἐφαρμογή τους. Παράλληλα διο­ρίζει Ἔπα­ρ­χο Κωνσταντι­νου­­πό­λεως καί παι­­­δαγωγό τοῦ υἱοῦ του Ἀρκα­δί­ου, τόν ἐθνικό Θε­μί­στι­ο[35] καί εὐ­νοεῖ τόν ἐθνι­κό Λι­βά­νιο. Ὅπως καί ὁ Ἰουστι­νια­νός Α’, στόν ἐθνι­κό Τρι­βω­­νια­νό στηρί­ζε­­ται γιά τόν μνημειῶδες νομοθε­τι­κό του ἔργο.

Οἱ καταστροφές καί ἀκρότητες ἔγι­ναν ἀποκλειστικά στήν Συ­ρία καί τήν Αἴ­γυ­­πτο ἀπό μή Ἕλληνες “χριστια­νούς” καί “ἐθ­νικούς”: Στήν Ἀ­ντι­ό­χεια “ἐθνι­κοί” κα­τα­κρε­ουργοῦν τόν ἐπί­σκο­πο Πο­ρ­φύ­ριο καί στήν Ἀλεξάνδρεια τούς ἐπι­σκόπους Προ­πέρτιο καί Γε­ώ­­ργιο Καπ­πα­δόκη. Ἀργό­τερα “χρι­­στιανοί” πρά­τ­τουν τό ἴδιο στήν φι­λό­σο­φο Ὑπα­τία. Τό 384 ὁ Ἴβηρας Μα­τέ­­­ρνος Κυ­­νή­γιος, πα­ρε­κί­νη­σε μο­να­χούς σημιτοχαμιτικῆς προελεύ­σεως σέ μεγάλες κα­τα­στρο­­­φές.[36] 4 χρόνια μετά ὁ Θεοδόσιος Α’ τόν ἀντι­­κα­τέ­στη­σε, οἱ κα­τά­στροφες ἔπαυσαν καί ἀπα­γο­ρεύ­θη­κε ἡ εἴ­σο­δος τῶν φα­­να­τι­κῶν μο­να­χῶν στίς πόλεις.[37] Οἱ Ἕλλη­νες Χρι­στια­­νοί ἀντιθέ­τως ἀν­τι­τάχθηκαν στίς κα­τα­στροφές μέ πρῶτο τόν Γρη­γόριο Να­ζια­νζη­νό.[38]

Στήν Ἑλλάδα καί τήν Μι­κρά Ἀσία ὅλοι οἱ να­οί παραμέ­νουν ἄθικτοι.[39] Στίς 14 Νοεμβρίου 435, ὁ Θεοδόσιος Β’ ἐπιτρέπει τήν μετατρο­πή τῶν ἱερῶν σέ χρι­στια­­νικούς ναούς, ὥστε νά δια­­σωθοῦν.[40] Ἡ σύζυγός του Ἀθη­ναΐς - Εὐδοκία ἀποτελεῖ χαρακτη­ρι­στι­­κό παράδειγμα τῆς συ­ζεύ­ξε­ως Ἑλληνισμοῦ - Χριστιανισμοῦ. Ἑλληνίδα, κόρη κα­θη­γητοῦ Ρη­­το­ρι­κῆς, πού εἶχε διδαχθεῖ Ὅμηρο, Ἕλλη­νες Τρα­γικούς, Λυσία, Δη­­­μο­σθένη, Φιλοσοφία, Ἀσ­τρο­­νομία, Γεωμετρία καί πα­ράλ­­λη­λα Χρι­στια­νή. Γράφει ὁ Vasiliev: «Ἡ προ­σω­πικότητα τῆς αὐτοκρά­τει­ρας αὐτῆς εἶναι ἕνα ζωντανό παρά­δει­γμα τῆς συνυπάρξεως στό Βυ­ζά­ντιο τοῦ χρι­στια­νισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας».[41]

Ὁ “ἐκχριστιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Στά 280 χρόνια πού ἀποτελοῦν τήν ὑστερορωμαϊκή-πρωτο­βυζαντινή ἐποχή συμβαίνουν ὅπως εἴδαμε δύο παράλληλα γεγο­νό­τα: Ὁ ἐξελληνισμός καί ὁ ἐκχριστιανισμός.

Τά δύο αὐτά μεγέθη ἀναμιγνύονται, συγκρούονται, ἀλληλο­επη­ρεάζονται καί στό τέλος συντίθενται. Ἡ παράλληλη πορεία τους, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ συγκρούσεις ἀλλά καί στήν σύνθεσί τους. Προηγεῖται -ὅπως εἴδαμε- ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλλη­νι­­­σμοῦ στόν Χριστιανι­σμό. Δηλαδή ὁ “ἐ­ξε­λ­­λη­λισμός” τοῦ Χριστιανι­σ­μοῦ. Ὅπως γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «…Δογματι­κή, Ἐξηγητική, Ἀσκητική, Ποιμαντική, Ὑμνογραφία, ὑπηρετούμεναι ὑπό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί διά τῶν εἰς τήν ἑλληνικήν σκέψιν θη­τευ­σάντων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀπέκτησαν τάς ρίζας ἐ­κεί­νας, ἐφ’ ὧν ὁ χριστιανός ἐστήριξε τάς δογματικάς του πεποι­θή­­σεις, τήν ἠθικήν του τελείωσιν, τήν ψυχικήν του ἀνάτασιν».[42]

Ἀλλά σταδιακά συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο. Δηλαδή ὁ “ἐκ­χρι­στιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στούς αἰῶνες αὐ­τούς, ἡ ἰδεο­λο­γι­κή διαπάλη ὁλοκληρώ­νε­ται. Ἡ μεταβατική περίοδος λήγει. Ἡ νέα θρησκεία ἐπικρατεῖ. Ὅπως γράφει ὁ Karl Krumba­cher: «οἱ χρι­στιανικές ἀρχές ἀσυ­νει­δήτως περιεβλήθησαν τήν εἰδωλολατρι­κή ἐν­δυ­μασία».[43] Οἱ Ἕλληνες παύ­ουν νά εἶναι διχασμένοι σέ “ἐθνι­κούς” καί χριστιανούς καί μετα­βαί­νουν ἀπό τήν Ὕστερη Ἀρχαιό­τη­τα στόν Μεσαίωνα ὡς φορεῖς ἑνός νέ­ου πολιτισμοῦ πού θά ἀνα­πτυ­χθῆ ἀπό τόν 7ο αἰώνα καί ἔπειτα. Ὅπως πολύ ἐπιτυχημένα γρά­­­φει ὁ A. A. Vasiliev: «… ὁ Χριστιανισμός καί ὁ εἰδωλολατρικός Ἑλ­­ληνισμός βα­θμι­αί­­ως ἀναμίχθηκαν καί σχημάτισαν ἕναν χριστια­νο-ἑλληνο-ἀνατο­λικό πολιτισμό, γνωστό στή συνέχεια ὡς Βυ­ζα­ντινό Πο­λι­τισμό».[44]

"Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστια­νική θρη­σκεία στό πλαίσιο τῆς ρω­μαϊ­κῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γέ­νε­ση τοῦ ἱστορικοῦ ἐ­κεί­νου φαι­νομένου πού ὀνομάζουμε βυ­ζα­ντι­­νή αὐ­το­κρα­το­ρία"

Κατά τόν Cyril Mango λοιπόν «Τό πρώϊμο βυζαντινό κράτος… ἐνσω­μάτωσε τό χριστιανισμό στήν ἑλληνορωμαϊκή παράδοση»[45] ἐ­νῶ ὅπως γράφει ὁ Robert Brownιng, ὑπῆρξε «ἀμοιβαία προσαρ­μο­γή τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέ­ψης».[46] Ὅπως μάλιστα ἐπεξηγεῖ ὁ G. Os­tro­­gorsky: «Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστια­νική θρη­σκεία στό πλαίσιο τῆς ρω­μαϊ­κῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γέ­νε­ση τοῦ ἱστορικοῦ ἐ­κεί­νου φαι­νομένου πού ὀνομάζουμε βυ­ζα­ντι­­νή αὐ­το­κρα­το­ρία».[47] Προ­σ­φυῶς γράφει ὁ Σπυρίδων Λάμπρου: «Ὁ χριστιανι­σμός εἶχε συμ­φυ­­ή πλέ­­ον μετά τοῦ ἑλληνισμοῦ…».[48]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου