Γράφει ο Μάνος Χατζηδάκης,
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐτό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰώνα εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια. Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολογίες, μαγείες, μαγγανεῖες καί δεισιδαιμονίες. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύματα Ἰρανικά».[1] Ὅταν ἐμφανίσθηκε λοιπόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπροστά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χάος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρούσθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρησκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωροαστρισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.
Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογενοποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συνδέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θεοκρασία δέν εὐοδώθηκαν.
Οἱ ἑλληνιστικές ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ
Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνιστικῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα. Ἐμφανίσθηκε μετά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευτικό συγκριτισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνιστικά καί Ρωμαϊκά χρόνια. Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιούργημα τῆς ἑλληνιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς.
Ἀπό τήν γέννησί του, ἡ ἑρμηνεία καί διάδοσις τοῦ Χριστιανισμοῦ βασίσθηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀποτελοῦσε τήν κοινή γλῶσσα τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, Οἱ 7 Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γράφηκαν στά ἑλληνικά καί ἀπευθύνθηκαν κυρίως σέ Ἕλληνες.[2] Τά 4 εὐαγγέλια γράφηκαν στήν ἑλληνική κοινή. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος γιά τόν Χριστιανισμό: «ὁ πρῶτος αὐτοῦ κῆρυξ, λειτουργός, διδάσκαλος καί νομοθέτης ὑπῆρξεν ὁ ἑλληνισμός».[3] Γράφει καί ὁ καθηγητής Δ. Ζακυθηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίωσε τήν νέαν θρησκείαν».[4]
Τοῦτο συνέβη διότι ἔδωσε στόν Χριστιανισμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔννοιες, τήν θεολογία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του.
Ὁ Χριστιανισμός ξεκίνησε τήν πορεία του στίς ἑλληνιστικές πόλεις τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Βεροίας καί τῆς Ἀντιοχείας. Στήν τελευταία μάλιστα, δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία Χριστιανῶν "ἐξ ἐθνῶν", προερχόμενη κυρίως ἀπό Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἦταν πού ἡ νέα θρησκεία ἔλαβε καί τό ὄνομα Χριστιανισμός.
Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφεσο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φιλαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια, οἱ ὁποῖες ἀποτελούν τίς «ἑπτά λυχνίες» τῆς «Ἀποκαλύψεως» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἡ προέλευσις τοῦ ὀνόματος “Ἐκκλησία”, προῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική "Ἐκκλησία τοῦ Δήμου". Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Εἶναι πόλεις τῆς δυτικῆς, τῆς ἀπό τήν ἀρχαιότητα δηλαδή ἐξελληνισμένης, ἑλληνικῆς θά ἔλεγα, Μικρασίας».[5]
Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευχθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνσταντῖνος…».[6]
Εἶχε ἤδη διαδοθῆ στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Καισάρεια, τήν Σμύρνη, τήν Θράκη, τήν Κρήτη, τήν Κύπρο, τήν Θεσσαλονίκη, τήν Βιθυνία, τόν Πόντο, τήν Πάτμο, τίς Σποράδες καί τίς Κυκλάδες.[7] Κατά τόν A. Harnack, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπικρατήσει περίπου στό ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Ασίας, τῆς Θράκης καί Δαρδανίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἀχαϊας, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κύπρου, τῆς κεντρικῆς καί νοτίου Ἰταλίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Κοίλης Συρίας, τῆς Ἀλεξανδρείας καί Θηβαϊδος, τῆς βορείου Ἀφρικῆς καί τῶν νοτίων ἀκτῶν τῆς Γαλατίας.[8] Ὅπως γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπιτυχῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[9]
Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης στά πρῶτα της βήματα ἦταν ἑλληνική. Πράγματι, μέχρι τό 324 οἱ περισσότεροι πάπες (ἐπίσκοποι) Ρώμης, ἦσαν οἱ Ἕλληνες.[10] Ἀλλά καί μετά τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξαν Ἕλληνες πάπες.[11] Ὅπως γράφει ὁ L. W. Barnard: «Μέχρι τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία ἦταν κυρίως ἑλληνόφωνη καί στήν σύνθεσή της ἀνατολική. Τά ὀνόματα τῶν Ἐπισκόπων ἦταν ἑλληνικά ἤ ἀνατολικά. Οἱ ἐπιγραφές ἐπί τῶν παπικῶν τάφων ἦταν κυρίως στήν ἑλληνική ὥς τό τέλος τοῦ 3ου αἰ., ἐνῶ ἡ χρῆσις τῆς ἑλληνικῆς στήν λειτουργία συνεχίσθηκε ἀκόμη πιό πέρα».[12]
Ὅπως παρατηρεῖ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου «Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἑλληνικήν καί μάλιστα εἰς τήν ἀπλουστέραν αὐτῆς μορφήν συνέβαλεν εἰς τήν μελέτην τῶν προτύπων τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος».[13]
Ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό
Ἡ περίοδος ἀπό τό 324 μέχρι τό 610 εἶναι ἐντελῶς μεταβατική σέ ὅλους τους τομεῖς. Ἐνῶ διατηροῦνται τά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά τῆς Αὐτοκρατορίας, παράλληλα ἐξελληνίζεται καί ἐκχριστιανίζεται. Γίνεται, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «ἡ ἐκχριστιανισμένη καί ἐξελληνισμένη Ρωμαϊκή ἀνατολική αὐτοκρατορία».[14] Ὅπως στόν πολιτικό - πολιτιστικό τομέα, ἀποτελεῖ τήν περίοδο τοῦ σταδιακοῦ ἀλλά σταθεροῦ ἐξελληνισμοῦ της, στόν θρησκευτικό τομέα ἀποτελεῖ τήν ἐποχή τῆς μεταβάσεως ἀπό τήν παλαιά στήν νέα θρησκεία.
Ὁ πρῶτος σταθμός ἐκχριστιανισμοῦ συμπίπτει σχεδόν χρονικά μέ τόν πρῶτο σταθμό ἐξελληνισμοῦ, πού εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί πρόκειται γιά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας πού ἔγινε τό ἔτος 325.
Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων πού συμμετεῖχαν ἦταν Ἕλληνες καί ἀνῆκαν σέ ἑλληνικές ἤ ἐξελληνισμένες περιοχές. Ἡ γλῶσσα πού χρησιμοποιήθηκε καθ’ ὅλη τήν 20ήμερη διαρκειά της ἦταν ἡ ἑλληνική. Οἱ πράξεις καί τό “Σύμβολο τῆς Πίστεως” συντάχθηκαν στά ἑλληνικά. Ὁ λατινόφωνος Μέγας Κωνσταντῖνος «ἑλληνίζων τή φωνή» -γράφει ὁ Εὐσέβιος- ἀπευθύνθηκε στήν Σύνοδο. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἰδέες ἑλληνικές υἱοθέτησαν, καταδικάζοντας τόν ἀρειανισμό καί διαμορφώνοντας τίς πρῶτες βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἤδη δηλαδή, ἔχουμε τό πρῶτο ἀποφασιστικό βῆμα συζεύξεως Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ.[15] Ὅπως μάλιστα ἐπισημαίνει ὁ G. Mathew παρατηρεῖται «μαζικός προσυλητισμός τῆς ἐγγράμματης ἐξελληνισμένης τάξης, ἀπό τήν ὁποίαν προέρχονταν οἱ κρατικοί ἀξιωματοῦχοι».[16]
Οἱ τέσσαρες μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔδρασαν τόν 4ο αἰώνα, ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες, μιλοῦσαν καί ἔγραφαν στήν ἑλληνική γλῶσσα, διέθεταν ἑλληνική παιδεία καί χρησιμοποιούσαν τήν ἑλληνική διαλεκτική ὁρολογία γιά τήν διατύπωσι τῶν θεολογικῶν δογμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος[17] στό ἔργο «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ’ ἑλληνικῶν γραμμάτων ὠφελοῖντο λόγων», τούς καλεῖ νά νά προσεγγίζουν τά ἑλληνικά γράμματα ὅπως οἱ μέλισσες τά λουλούδια, ἐξηγώντας «Οὐκ ἄχρηστα ψυχαίς μαθήματα τά ἔξωθεν δή ταύτα».
Ὁ Γρηγόριος Νύσσης[18] πίστευε πώς ὅσοι δέν ἔχουν ἑλληνική παιδεία πρέπει νά θεωροῦνται ἀγροῖκοι καί ἀμόρφωτοι καί μεταφύτευσε «στό ἐσωτερικό του χριστιανικοῦ κόσμου τήν πνευματική κληρονομιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[19]
Ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός[20] θεωρεῖται «φιλόσοφος τοῦ Ἑλληνισμοῦ», ἀφοῦ κατά τόν P. Lemerle διέθετε «μία ἀγάπη ὁλότελα ἑλληνική γιά τά γράμμματα»[21] πού κατάφερε νά τήν συνδυάση μέ τήν Ἐκκλησία[22], ἐνῶ ὁ F. Dolger παρατηρεῖ ὅτι «Τά ἔργα τους, τόσο ἀπό λογοτεχνική ὅσο καί ἀπό φιλοσοφική ἄποψη, ἄξια συναγωνίζονταν τά ἔργα τῶν εἰδωλολατρῶν ἀντιπάλων τους».[23] Κατά τόν G. Mathew οἱ τρεῖς Καππαδόκες χαρακτηρίζονται ὡς «χριστιανοί πλατωνιστές» ἐνῶ «ἕνα μεγάλο μέρος τῆς φρασεολογίας τους καί τῶν ἰδεῶν τους εἶναι καθαρά στωϊκό… Ὅλα τέλος συνδέονται μεταξύ τούς μέ ἕνα τυπικό ἀριστοτελικό κεντρικό μοτίβο, τοῦ Θεοῦ σάν Αἰτίου, τοῦ “Ἀκινήτου Κινούντος” κάθε ἐπιθυμία».[24]
Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος[25] ἀναγνώριζε τήν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας στήν τέχνη τοῦ λόγου, τήν ρητορική, τίς ἐπιστήμες καί τήν ποίησι. Παρότι δέν ἦταν ἰδιαίτερα θετικός πρός τήν ἀρχαία φιλοσοφία, ἐπαινοῦσε τούς φιλοσόφους Σωκράτη καί Διογένη καθώς καί τήν πλατωνική καί στωϊκή ἠθικολογία.
"Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤξεραν τούς ἐθνικούς φιλοσόφους καί χρωστοῦσαν πολλά στό νεοπλατωνισμό"
Ἡ διαπάλη τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς διάφορες αἱρέσεις θά ἐνισχύση περαιτέρω τόν ἐξελληνισμό του. Ὁ “ἀρειανισμός” θά προκαλέση τίς Α’ καί Β’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ “νεστοριανισμός” τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ “μονοφυσιτισμός” τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί οἱ θρησκευτικές παλινωδίες τοῦ Ἰουστινιανοῦ τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γίνονται στά ἑλληνικά, ἀποτελοῦνται κατά πλειοψηφία ἀπό Ἕλληνες, υἱοθετοῦν ἑλληνική ὁρολογία καί θέτουν τίς βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπόρροια τοῦ ἀπόλυτου ἐξελληνισμοῦ εἶναι καί ὁ διαχωρισμός τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου πού ὑποκρύπτει καθαρά πολιτικούς λόγους.
Οἱ κανόνες, τά δόγματα ἡ ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἡ λειτουργία, οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἔχουν ὡς γλωσσικό ὄργανο τήν ἑλληνική. Ἀκόμη καί ἡ καταπολέμησις τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων πού ἀναφύονται τούς πρώτους αὐτούς αἰῶνες ὠθοῦν «εἰς τήν σπουδήν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί δή τῆς νεοπλατωνικῆς».[26] Ὁ Κ. Ἄμαντος ἀναρωτιέται «Πῶς θά ἀνεπτύσσετο τόσον γόνιμος καί ἐξαιρετική θεολογία χωρίς τούς ἀρχαίους Ἕλληνας συγγραφεῖς;».[27] Ὁ Steven Runciman γράφει: «Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤξεραν τούς ἐθνικούς φιλοσόφους καί χρωστοῦσαν πολλά στό νέοπλατωνισμο».[28] Ἔτσι, κατά τόν Cyril Mango, πέτυχαν «νά μετατρέψουν τή θρησκεία τους σέ φιλοσοφία, δηλαδή σέ ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα μέ συνοχή, πού δίκαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς τό μεγαλύτερο πνευματικό ἐπίτευγμα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας».[29]
Ὁ G. Mathew γράφει: «Ὁ ὄψιμος βυζαντινός πολιτισμός διατήρησε τή συνέχειά του μέ τό ἑλληνικό παρελθόν κυρίως χάρη στούς λόγιους χριστιανούς τοῦ τετάρτου καί τοῦ πέμπτου αἰώνα».[30] Κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «ἡ μεγάλη προσφορά τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως στή ζωή τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ φιλοσοφική ἐδραίωση τῆς ὀρθῆς πίστεως»[31] Καί κατά τόν Ρῶσο θεολόγο Γ. Φλωρόφσκι «τό ἱστορικό νόημα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό».[32]
Ἡ μεταβατική περίοδος καί οἱ ἀκρότητες
Ἡ παράλληλη πορεία ἐξελληνισμοῦ καί ἐκχριστιανισμοῦ, δέν ἔγινε χωρίς ἐμπόδια. Στά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ζύμωσις μεταξύ τους γινόταν σέ πνευματικό - φιλοσοφικό ἐπίπεδο. Δέν ἀποφεύχθηκαν ὅμως ἀκρότητες καί ἀντιφάσεις πού ἀποτελοῦν φυσική συνέπεια μεγάλων μεταβατικῶν κοινωνικῶν καί θρησκευτικῶν μεταβολῶν.
Ὁ Κωνστάντιος Β’, ἀπαγορεύει τίς θυσίες καί τήν προσκύνησι σέ “εἴδωλα”. Παράλληλα ὅμως ἱδρύει τήν Βασιλική Βιβλιοθήκη συγκεντρώνοντας τήν ἑλληνική παιδεία καί δημιουργεῖ ἀντιγραφικό ἐργαστήριο γιά τήν διάσωσί της.
Ἀρνητικό ρόλο στήν πορεία συγκλήσεως διαδραματίζει ὁ Ἰουλιανός. Ὁ λανθάνων “ἑλληνισμός” του -μεῖγμα ἐνοθεϊστικῆς συνθέσεως μιθραϊσμοῦ, νεοπλατωνικῆς θεολογίας καί ἀνατολίτικης θεουργίας καί ἡ ἀπαγόρευσίς του νά διδάσκουν οἱ χριστιανοί, ἐπέφερε ὡς συνέπεια τήν ἀντίστροφη πράξι τοῦ Ἰουστινιανοῦ (529) μέ τήν ἀπαγόρευσι νά διδάσκουν οἱ “ἐθνικοί”.[33]
Διώξεις “ἐθνικῶν” γίνονται κυρίως ἀπό δύο Αὐτοκράτορες: Τόν Θεοδόσιο Α’ καί ἀπό τόν Ἰουστινιανό Α’, ἀπό τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Μαλάλας «διωγμός ἐγέγονεν τῶν Ἑλλήνων μέγας».[34] Ὅμως ὁ πρῶτος ἦταν ὁ μόνος δυτικογενής (Ἴβηρας) Αὐτοκράτωρ καί συνεπῶς ξένος μέ τό ἑλληνικό πνεῦμα τῆς Ἀνατολῆς. Καί ὁ δεύτερος ἦταν ὁ τελευταῖος λατινόφρων καί λατινόφωνος Αὐτοκράτωρ.
Ὁ Θεοδόσιος Α’ καθιερώνει τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπίσημη θρησκεία καί ἐπανειλημμένα (382 - 384 - 391) ἐκδίδει ἀποφάσεις ἀπαγορεύσεως τῶν θυσιῶν, κλεισίματος ἱερῶν καί ἐκποιήσεως τῶν περιουσιῶν τους. Ἡ συνεχής ἐπανάληψις τῶν ἀπαγορεύσεων δείχνει ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ αὐστηρή ἐφαρμογή τους. Παράλληλα διορίζει Ἔπαρχο Κωνσταντινουπόλεως καί παιδαγωγό τοῦ υἱοῦ του Ἀρκαδίου, τόν ἐθνικό Θεμίστιο[35] καί εὐνοεῖ τόν ἐθνικό Λιβάνιο. Ὅπως καί ὁ Ἰουστινιανός Α’, στόν ἐθνικό Τριβωνιανό στηρίζεται γιά τόν μνημειῶδες νομοθετικό του ἔργο.
Οἱ καταστροφές καί ἀκρότητες ἔγιναν ἀποκλειστικά στήν Συρία καί τήν Αἴγυπτο ἀπό μή Ἕλληνες “χριστιανούς” καί “ἐθνικούς”: Στήν Ἀντιόχεια “ἐθνικοί” κατακρεουργοῦν τόν ἐπίσκοπο Πορφύριο καί στήν Ἀλεξάνδρεια τούς ἐπισκόπους Προπέρτιο καί Γεώργιο Καππαδόκη. Ἀργότερα “χριστιανοί” πράττουν τό ἴδιο στήν φιλόσοφο Ὑπατία. Τό 384 ὁ Ἴβηρας Ματέρνος Κυνήγιος, παρεκίνησε μοναχούς σημιτοχαμιτικῆς προελεύσεως σέ μεγάλες καταστροφές.[36] 4 χρόνια μετά ὁ Θεοδόσιος Α’ τόν ἀντικατέστησε, οἱ κατάστροφες ἔπαυσαν καί ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος τῶν φανατικῶν μοναχῶν στίς πόλεις.[37] Οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί ἀντιθέτως ἀντιτάχθηκαν στίς καταστροφές μέ πρῶτο τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό.[38]
Στήν Ἑλλάδα καί τήν Μικρά Ἀσία ὅλοι οἱ ναοί παραμένουν ἄθικτοι.[39] Στίς 14 Νοεμβρίου 435, ὁ Θεοδόσιος Β’ ἐπιτρέπει τήν μετατροπή τῶν ἱερῶν σέ χριστιανικούς ναούς, ὥστε νά διασωθοῦν.[40] Ἡ σύζυγός του Ἀθηναΐς - Εὐδοκία ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα τῆς συζεύξεως Ἑλληνισμοῦ - Χριστιανισμοῦ. Ἑλληνίδα, κόρη καθηγητοῦ Ρητορικῆς, πού εἶχε διδαχθεῖ Ὅμηρο, Ἕλληνες Τραγικούς, Λυσία, Δημοσθένη, Φιλοσοφία, Ἀστρονομία, Γεωμετρία καί παράλληλα Χριστιανή. Γράφει ὁ Vasiliev: «Ἡ προσωπικότητα τῆς αὐτοκράτειρας αὐτῆς εἶναι ἕνα ζωντανό παράδειγμα τῆς συνυπάρξεως στό Βυζάντιο τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας».[41]
Ὁ “ἐκχριστιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Στά 280 χρόνια πού ἀποτελοῦν τήν ὑστερορωμαϊκή-πρωτοβυζαντινή ἐποχή συμβαίνουν ὅπως εἴδαμε δύο παράλληλα γεγονότα: Ὁ ἐξελληνισμός καί ὁ ἐκχριστιανισμός.
Τά δύο αὐτά μεγέθη ἀναμιγνύονται, συγκρούονται, ἀλληλοεπηρεάζονται καί στό τέλος συντίθενται. Ἡ παράλληλη πορεία τους, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ συγκρούσεις ἀλλά καί στήν σύνθεσί τους. Προηγεῖται -ὅπως εἴδαμε- ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό. Δηλαδή ὁ “ἐξελληλισμός” τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «…Δογματική, Ἐξηγητική, Ἀσκητική, Ποιμαντική, Ὑμνογραφία, ὑπηρετούμεναι ὑπό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί διά τῶν εἰς τήν ἑλληνικήν σκέψιν θητευσάντων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀπέκτησαν τάς ρίζας ἐκείνας, ἐφ’ ὧν ὁ χριστιανός ἐστήριξε τάς δογματικάς του πεποιθήσεις, τήν ἠθικήν του τελείωσιν, τήν ψυχικήν του ἀνάτασιν».[42]
Ἀλλά σταδιακά συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο. Δηλαδή ὁ “ἐκχριστιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στούς αἰῶνες αὐτούς, ἡ ἰδεολογική διαπάλη ὁλοκληρώνεται. Ἡ μεταβατική περίοδος λήγει. Ἡ νέα θρησκεία ἐπικρατεῖ. Ὅπως γράφει ὁ Karl Krumbacher: «οἱ χριστιανικές ἀρχές ἀσυνειδήτως περιεβλήθησαν τήν εἰδωλολατρική ἐνδυμασία».[43] Οἱ Ἕλληνες παύουν νά εἶναι διχασμένοι σέ “ἐθνικούς” καί χριστιανούς καί μεταβαίνουν ἀπό τήν Ὕστερη Ἀρχαιότητα στόν Μεσαίωνα ὡς φορεῖς ἑνός νέου πολιτισμοῦ πού θά ἀναπτυχθῆ ἀπό τόν 7ο αἰώνα καί ἔπειτα. Ὅπως πολύ ἐπιτυχημένα γράφει ὁ A. A. Vasiliev: «… ὁ Χριστιανισμός καί ὁ εἰδωλολατρικός Ἑλληνισμός βαθμιαίως ἀναμίχθηκαν καί σχημάτισαν ἕναν χριστιανο-ἑλληνο-ἀνατολικό πολιτισμό, γνωστό στή συνέχεια ὡς Βυζαντινό Πολιτισμό».[44]
"Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστιανική θρησκεία στό πλαίσιο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γένεση τοῦ ἱστορικοῦ ἐκείνου φαινομένου πού ὀνομάζουμε βυζαντινή αὐτοκρατορία"
Κατά τόν Cyril Mango λοιπόν «Τό πρώϊμο βυζαντινό κράτος… ἐνσωμάτωσε τό χριστιανισμό στήν ἑλληνορωμαϊκή παράδοση»[45] ἐνῶ ὅπως γράφει ὁ Robert Brownιng, ὑπῆρξε «ἀμοιβαία προσαρμογή τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης».[46] Ὅπως μάλιστα ἐπεξηγεῖ ὁ G. Ostrogorsky: «Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστιανική θρησκεία στό πλαίσιο τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γένεση τοῦ ἱστορικοῦ ἐκείνου φαινομένου πού ὀνομάζουμε βυζαντινή αὐτοκρατορία».[47] Προσφυῶς γράφει ὁ Σπυρίδων Λάμπρου: «Ὁ χριστιανισμός εἶχε συμφυή πλέον μετά τοῦ ἑλληνισμοῦ…».[48]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου