Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Το θρησκευτικό σύστημα του Γνωστικισμού και η αναίρεσή του από τους Πατέρες της Εκκλησίας



Οι τρείς πρώτες αιώνες του Χριστιανισμού αποτέλεσαν κρίσιμη και  αποφασιστική εποχή για την ιστορία της Εκκλησίας, διότι ο ταχύτατα διαδεδομένος Γνωστικισμός αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο που  απειλούσε την ενότητα του  Χριστιανισμού. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι όχι τόσο οι διωγμοί, αλλά η αίρεση του Γνωστικισμού ανησύχησε τους  μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας...

Με το όνομα Γνωστικισμός χαρακτηρίζεται ένας μεγάλος αριθμός θρησκευτικών συστημάτων, τα οποία επιδιώκουν μέσω της Γνώσεως κάποιων αποκαλυφθεισών τάχα αληθειών να λυτρώσουν τον άνθρωπο. Τα συστήματα αυτά ανήκουν σε μια ιδιαίτερη  κατηγορία  διότι  δεν  είναι ούτε αμιγώς φιλοσοφικά, ούτε αμιγώς θρησκευτικά. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζουν μια πολύπλοκη μέθοδο ερμηνείας του κόσμου, του ανθρώπου, της ιστορίας και του Θεού. Σκοπός τους  είναι να δώσουν στους οπαδούς τους την αιώνια Γνώση,  μέσω της οποίας θα εγκαταλείψουν τη φυλακή του υλικού σκοτεινού κόσμου και θα εισέλθουν στη φωτεινή και ουράνια πραγματικότητα του Πνεύματος ή αλλιώς του  «Πληρώματος».
Ο όρος «Γνώση» στο Γνωστικισμό δηλώνει ότι οι Γνωστικοί γνωρίζουν κάτι το οποίο αγνοείται από τούς κοινούς ανθρώπους. Ο Γνωστικός δεν γνωρίζει κάποιο μυστήριο επειδή το διδάχθηκε από κάποιον, αλλά επειδή του αποκαλύφθηκε. Ο Γνωστικός θεωρεί ότι η γνώση υπερτερεί έναντι της πίστης. Η γνώση της άρρητης και ουράνιας θείας πραγματικότητας, είναι από μόνη της η τέλεια απολύτρωση.
Τα κύρια σημεία της γνωστικής «θεολογίας», είναι τα εξής:
1. Ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το Θεό υπάρχει ένας ασυμβίβαστος ανταγωνισμός .
2. Το «είναι» και το «εγώ» των Γνωστικών είναι αμετάβλητα θεία.
3. Αυτό το « εγώ» έχει εκπέσει και έχει φυλακισθεί μέσα στον υλικό κόσμο χωρίς να μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό του.
4. Μόνο μία θεία κλήση από τον κόσμο του φωτός μπορεί να υπενθυμίσει στο φυλακισμένο «εγώ» την αληθινή του πατρίδα. 
5. Στο τέλος  το θείο στοιχείο του Γνωστικού επιστρέφει στην ουράνια και φωτεινή πατρίδα.
Το όνομα κάποιων γνωστικών ομάδων προέρχεται είτε από τούς ιδρυτές αυτών των ομάδων όπως π.χ. οι Βαλεντινιανοί, οι Μαρκιωνίτες, οι Βασιλιδιανοί, οι Μανιχαίοι, είτε από τον τόπο προέλευσής τους και την εθνικότητά τους, όπως π.χ. οι Φρυγιστές, ή από τις θρησκευτικές πρακτικές τους, όπως π.χ. οι Εγκρατίτες, ή τις διδασκαλίες τους, όπως π,χ. οι Δοκήτες ή από τα αντικείμενα της λατρείας τους, όπως π.χ. οι Οφίτες
Αναλυτικότερα, στο  θρησκευτικό  σύστημα του Γνωστικισμού  υπάρχει κάποιου είδους φιλοσοφικού δυαλισμού, δηλαδή το σχήμα της αντίθεσης πνεύματος – ύλης, ο οποίος απορρίπτει και καταδικάζει τον υλικό κόσμο. Κατά συνέπεια,  ο κόσμος στον οποίο ζουν οι άνθρωποι είναι διαποτισμένος με το κακό, τον πόνο και τη θλίψη, και επομένως  αποκλείεται να έχει δημιουργηθεί από το Θεό Πατέρα, του οποίου η αγαθότητα ποτέ δεν θα επέτρεπε τη δημιουργία και την ύπαρξή του. Αυτός, λοιπόν, ο κόσμος δημιουργήθηκε είτε από κατώτερες μεσάζουσες θεότητες, είτε από κάποιον κακό Θεό, το  «Δημιουργό», όπως τον ονόμαζαν. Για τους Γνωστικούς ο υλικός κόσμος είναι κακός εκ φύσεως. 
Οι Γνωστικοί όχι μόνον απέδιδαν τη δημιουργία του υλικού κόσμου σε μία κατώτερη θεϊκή  οντότητα, αλλά ταύτιζαν αυτή την κατώτερη θεότητα με το Θεό που αποκαλύπτεται στην Π. Διαθήκη, ο οποίος Θεός, για τους Γνωστικούς, δεν είναι ο Πατήρ του Ιησού Χριστού. Αντίθετα,  έργο του Ιησού Χριστού ήταν να καταλύσει την εξουσία αυτού του Θεού της Π. Διαθήκης. Επικαλούμενοι το χωρίο Ιωάν. 14:30: «έρχεται γάρ ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχειουδέν», οι Μανιχαίοι ταύτιζαν τον δημιουργό του κόσμου με τον  Διάβολο. Ο Άγιος Επιφάνιος επισημαίνει ότι ο λόγος που οι Γνωστικοί  απέδιδαν τη δημιουργία του κόσμου και του σώματος σε κατώτερες θεϊκές οντότητες ήταν για να υποστηρίξουν έτσι την άποψη, ότι ο υλικός κόσμος  είναι ατελής  και ότι το ανθρώπινο σώμα πριν την έλευση μέσα σε αυτό του πνευματικού στοιχείου ήταν «χαμαί κείμενον δίκην σκώληκος έρποντος», χωρίς να έχει δηλαδή κάποια αξία. 
Σύμφωνα με τους  Πατέρες της Εκκλησίας όλες αυτές οι γνωστικές θεωρίες δεν είναι τίποτα άλλο από μυθολογίες, καθώς δυο πραγματικότητες μόνο υφίστανται: η Θεία ή Άκτιστη πραγματικότητα και η κτιστή πραγματικότητα. ΟΕιρηναίος Λουγδούνου ή Λυώνος τόνισε με έμφαση την ταυτότητα του Θεού της Π. Διαθήκης και της Κ. Διαθήκης. Επίσης,  ο άγιος Επιφάνιος εξαίρει το γεγονός ότι ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι ο Πατέρας του Ιησού Χριστού. Ένας είναι ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου και είναι Αυτός ο οποίος φανερώθηκε κατά τους χρόνους της Κ. Διαθήκης. Έτσι οι γνωστικές αντιλήψεις περί υπάρξεως δύο ή περισσοτέρων θεών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. 
Ο Άγιος Επιφάνιος  υποστηρίζει  ότι ο αληθινός Θεός και Πατέρας μαζί με τον Υιό και Λόγο του και το Άγιο Πνεύμα δημιούργησε τον πνευματικό αλλά και τον υλικό κόσμο και τον άνθρωπο σύμφωνα με το χωρίο Ιωάν. 1:3: «πάντα δι' αυτούεγένετο, καί χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ο γέγονεν» και Ψαλμ. 32:6: «τώ λόγω τού Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν καί τώ πνεύματι τού στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Για τους Πατέρες μας ο Δημιουργός  Θεός είναι δίκαιος και αγαθός. Την αλήθεια αυτή εξαίρει ο Ειρηναίος εναντίον των Γνωστικών οι οποίοι χώριζαν αγαθότητα και δικαιοσύνη και τις απέδιδαν  σε δύο διϊστάμενους Θεούς, τον αγαθό και τον  δημιουργό, αντίστοιχα. Ο Τερτυλλιανόςαντιπαραβάλλει το δόγμα της  δημιουργίας του υλικού κόσμου από τον Θεό, με σφοδρότητα εναντίον των Γνωστικών οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το διαστρέβλωναν. Ενώ ο Μαρκίων παραδεχόταν  τη δημιουργία από έναν δίκαιο  θεό, αλλά όχι αγαθό Θεό της Π. Διαθήκης, ο Τερτυλλιανός τονίζει με έμφαση, ότι ο κόσμος είναι εκ φύσεως καλός και απέδιδε τη δημιουργία του στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος είναι αγαθός και όχι απλά δίκαιος.
Οι παραπάνω αντιλήψεις  των Γνωστικών υπαγορεύονταν από την έντονη αντίθεσή τους στο νόμο και τις εντολές της Π. Διαθήκης. Για τους Γνωστικούς οι διδασκαλίες της προέρχονται είτε από κατώτερες θεϊκές οντότητες, τους «κοσμοποιούς» αγγέλους, είτε από το Διάβολο. Ο Άγιος Επιφάνιος δεν αποδεχόταν αυτές τις γνωστικές αντιλήψεις και υπογράμμιζε την ταυτότητα του Θεού της Π. Διαθήκης με αυτόν της Κ. Διαθήκης διότι  ο ίδιος ο Θεός, ο άσαρκος Λόγος  είναι Αυτός που  αποκαλύπτεται στην Π. Διαθήκη, και «διά Μωϋσέως»έδωσε το Νόμο, ενώ στην Κ. Διαθήκη φανερώθηκε ενσάρκως. Όπως σημειώνει ο  Άγιος Επιφάνιος, όταν γίνεται λόγος για τον άρχοντα του κόσμου αυτού, ή ότι ο κόσμος βρίσκεται μέσα στο κακό, δεν θα πρέπει  να εννοήσουμε ότι ο υλικός κόσμος είναι από τη φύση του κακός, όπως πίστευαν οι Μανιχαίοικαι οι υπόλοιποι Γνωστικοί, αλλά ότι οι πονηρές ενέργειες των ανθρώπων, δίνουν ύπαρξη στο κακό μέσα στον κόσμο. Ούτε τα σώματα των ανθρώπων, ούτε τα υλικά στοιχεία είναι κακά από τη φύση τους, αλλά το κακό λαμβάνει υπόσταση μέσα από τις πράξεις των ανθρώπων. Ο Θεός  δημιούργησε τον κόσμο  και για αυτό τα πάντα είναι «καλά λίαν» Γεν. 1:31. Κατά συνέπεια τίποτα το υλικό δεν είναι κακό, αλλά το κάθε όν έχει τη δική του λειτουργία μέσα στον κτιστό κόσμο. Το κακό εμφανίζεται από τη βούληση του ανθρώπου, εξαιτίας της μη σωστής χρήσης, της παράχρησης της λειτουργίας, είτε του σώματος είτε της ψυχής. Σε αντίθεση προς τους Γνωστικούς, που απέδιδαν τη δημιουργία σε κατώτερο δημιουργό Θεό, ο άγιος Ειρηναίος φρονεί ότι αυτή  είναι έργο του  Θεού Πατρός δια του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Τίποτα στη δημιουργία δεν είναι φύσει κακό. Η παρουσία του κακού δεν οφείλεται στην προαιώνια αντίθεση μεταξύ πνευματικού και υλικού στοιχείου όπως ήθελαν οι Γνωστικοί αλλά οφείλεται στη νίκη που σημείωσε ο εχθρός του Θεού, ο Διάβολος, κατά του ανθρώπου δια της αμαρτίας και κατέστρεψε τις αρμονικές σχέσεις  Θεού και ανθρώπων. 
Εφόσον οι Γνωστικοί θεωρούσαν ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κακός κατά συνέπεια  απέρριπταν και τα κείμενά της καθώς τα θεωρούσαν ως διδασκαλία του κακού Θεού. Αν και χρησιμοποίησαν τα κείμενα της Κ. Διαθήκης, τα ερμήνευαν όμως με τον δικό τους τρόπο και δίπλα σε αυτά  προσέθεσαν τα δικά τους κείμενα, τα οποία ονομάζονται απόκρυφα διότι δήθεν περιέχουν διδασκαλίες του Ιησού που τάχα τις δίδαξε κρυφά μόνο στους Γνωστικούς και τις αγνοούν οι μη μυημένοι στον Γνωστικισμό. Αυτές οι μυστικές διδασκαλίες καταγράφηκαν στα λεγόμενα απόκρυφα ευαγγέλιά τους. Η Εκκλησία αντιτάχθηκε αμέσως σε αυτές τις ενέργειες των Γνωστικών,  προσπαθώντας να ορίσει τον Κανόνα της Αγίας Γραφής και να υπερασπιστεί το κύρος και τη θεοπνευστία της Π. Διαθήκης. Επίσης  υποστήριξε ότι καμιά  θεωρία τους δεν στηρίζεται στα κείμενα της Αγίας Γραφής αλλά αποτελούν μυθολογίες.
Η  απόρριψη και καταδίκη  του υλικού κόσμου από τους Γνωστικούς είχε συνέπειες και στη θεώρηση τους για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Για τους Γνωστικούς  ο Ιησούς  Χριστός είναι η ενσάρκωση ενός διάφορου Θεού από τον ύψιστο Θεό, μιας κατώτερης θεότητας, ο οποίος ονομάζεται Αιώνας. Η ενσάρκωση όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά είτε η  εγκατοίκηση της θεότητας αυτής στον άνθρωπο Ιησού σύμφωνα με το γνωστικό υιοθετισμό, είτε η φαινομενική παρουσία της θεότητας αυτής μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα, όπως πρεσβεύει ο δοκητισμός. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια της λέξης δοκητισμός, από το ρήμα δοκέω – δοκώ που σημαίνει «μου φαίνεται, φαντάζομαι, θεωρώ»και εκφράζει την πεποίθηση ότι ο Χριστός δεν είχε πραγματικό σώμα αλλά φαινομενικό. Αν και οι δύο παραπάνω  θεωρήσεις, ο υιοθετισμός και οδοκητισμός, φαίνονται αντίθετες  μεταξύ τους όμως  είτε σύμφωνα με τόνυιοθετισμό, είτε σύμφωνα με το δοκητισμό, υπάρχει άρνηση ότι ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε πραγματικά. Κατά συνέπεια η λύτρωση που προσφέρθηκε από τον Ιησού Χριστό δεν απευθύνεται στον όλο άνθρωπο. Η σωτηρία είναι  μόνο γνώση και αποκάλυψη μυστηρίων που προσφέρει ένα άϋλο πνεύμα και όχι ανακαίνιση και θεραπεία της όλης ανθρώπινης ύπαρξης, σώματος και ψυχής. 
Σύμφωνα με τον Βασιλείδη, ο Λόγος του Θεού δεν ενσαρκώθηκε πραγματικά ούτε έλαβε πραγματική ανθρώπινη ύπαρξη και υποστήριζε ότι δεν  σταυρώθηκε ο Ιησούς  Χριστός αλλά ο Σίμωνας ο Κυρηναίος. Όμως σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο, του οποίου οι σωτηριολογικές προϋποθέσεις είναι διαφορετικές από αυτές των Γνωστικών, εάν  ο Σίμωνας σταυρώθηκε αντί του Χριστού, τότε η σωτηρία δεν προήλθε από το Χριστό αλλά από το Σίμωνα. Όμως ο Σίμωνας δεν είναι Θεός, αλλά κοινός  άνθρωπος  και κατά συνέπεια «ού δύναται σώζειν». Επίσης ο  Μάνης υποστήριζε ότι  ο σκοπός της έλευσης του Χριστού, είναι η απελευθέρωση της ψυχής από τον υλικό κόσμο, τον κόσμο του σκότους. Ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε πραγματικά αλλά φαινόταν μόνο στον κόσμο ως άνθρωπος. Η δοκητική αυτή αντίληψη του Μάνη, είναι απόλυτα συνεπής με τις δυαρχικές προϋποθέσεις της θεολογίας του και με την καταδίκη του υλικού σώματος.
Στον αντίποδα των δοκητικών αντιλήψεων βρίσκονται οι υιοθετιστικές αντιλήψεις  ορισμένων Γνωστικών όπως του Καρποκράτη, του Κηρίνθου, τωνΝαζωραίων, του Θεόδοτου, των Εβιωναίων, σύμφωνα με τις οποίες  ο Χριστός ήταν ένας απλός άνθρωπος ο οποίος έλαβε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κατά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό. Η στιγμή της βάπτισης του Χριστού αποτελεί και το χρονικό σημείο της ανάδειξής του ως Υιού του Θεού, όχι όμως φυσικού, αλλά θετού, υιοθετημένου υιού από τον Θεό, και για αυτό ονομάστηκαν οι θεωρίες τους υιοθετιστικές. Ο Κήρινθος πίστευε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από τον Ιωσήφ και τη Μαρία, όπως όλοι οι κοινοί  άνθρωποι. ΟιΕβιωνίτες ισχυρίζονταν ότι στον Ιησού που γεννήθηκε από τη Μαρία και τον Ιωσήφ, κατήλθε ο προαιώνιος Χριστός, κατά συνέπεια το πρόσωπο του Ιησού και του Χριστού δεν ταυτίζονται.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της Ορθοδόξου θεολογίας όπου προβάλλεται τόσο ο  αντιδοκητισμός όσο και ο αντιυϊοθετισμός. Έτσι σύμφωνα με τον Ειρηναίο Λυώνος το ανακεφαλαιωτικό έργο του ο Σωτήρας το επιτέλεσε στη γη ως Θεάνθρωπος, δηλαδή ως αληθινός Θεός και ως αληθινός άνθρωπος. Την περί θεότητας του Ιησού Χριστού διδασκαλία αντιπαραβάλλει ο Ειρηναίοςπρος τους Γνωστικούς υιοθετιστές  οι οποίοι αρνούμενοι τη θεότητα του Κυρίου, τον δέχονταν ως απλό άνθρωπο ο οποίος γεννήθηκε  από τον Ιωσήφ και τη Μαρία. Κατά τον Ειρηναίο οφείλουμε να πιστεύουμε σταθερά στον  Ύψιστο  Θεό, όπως και στον Υιό του, ο οποίος δεν έλαβε την αρχή του όταν κατήλθε στον κόσμο, αλλά υπήρχε προαιώνια, από τον οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα και επί των οποίων ασκεί κυριαρχική δύναμη και εξουσία. Είναι ο μόνος Κύριος, ο σαρκωθείς υπέρ ημών, τη γέννησή του οποίου προανήγγειλαν οι προφήτες. Ο ενανθρωπήσας Λόγος γεννήθηκε στη γη από την Παρθένο, όχι με τη σαρκική συνδρομή του Ιωσήφ, αλλά με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ως Θεός διακηρύχτηκε από τον Ιωάννη τον βαπτιστή, από τους αγγέλους, τους Μάγους και το Συμεών τον προφήτη. Το θείο του αξίωμα εξαίρει η Αγία Γραφή αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς που αποκάλεσε πολλές φορές τον εαυτόν του Υιό του Θεού. 
Επίσης,  ο Άγιος Επιφάνιος καταπολέμησε έντονα  τόσο τις δοκητικές χριστολογικές αντιλήψεις, όσο και τις υϊοθετιστικές αντιλήψεις των Γνωστικών. Κατά τον Άγιο Επιφάνιο, η Αγία Γραφή φανερώνει ακριβώς την αλήθεια της ενσάρκωσης του Λόγου και ότι ο Χριστός είναι ο ενσαρκωμένος Λόγος. Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο, η ύλη και το σώμα αποτελούν αγαθά πράγματα, πέρα από το γεγονός ότι βρίσκονται σε πτωτική κατάσταση, είναι προορισμένα να σωθούν. Κάθε  δοκητική χριστολογία θα πρέπει να τίθεται στο περιθώριο καθώς οι συνέπειές της  είναι καταστροφικές όσον αφορά τη σωτηριολογία. Ο σκοπός του ερχομού του Υιού του Θεού στον κόσμο δεν ήταν να δώσει μια απόκρυφη γνώση, αλλά να λυτρώσει τον άνθρωπο από το θάνατο και τη φθορά. Επίσης αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στις υιοθετιστικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες ο Ιησούς Χριστός ήταν ένας απλός άνθρωπος ο οποίος γεννήθηκε από τη Μαρία και τον Ιωσήφ.
Οι παραπάνω κοσμολογικές και χριστολογικές αντιλήψεις των Γνωστικών είχαν άμεση επίπτωση στο σύστημα της ηθικής που επιχείρησαν να εγκαθιδρύσουν και το οποίο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με την Ορθόδοξη πνευματική ζωή.  Σύμφωνα με τους Γνωστικούς μέσα στον υλικό κόσμο συντελείται ένα αιώνιο δράμα. Το θείο στοιχείο του ανθρώπου, ο  πραγματικός άνθρωπος έχει εγκλωβιστεί μέσα στο υλικό σώμα, είτε εξαιτίας μιας αρχέγονης πτώσης της ψυχής από το φωτεινό κόσμο μέσα στο υλικό σώμα, είτε εξαιτίας της προσπάθειας κατώτερων θεοτήτων στο να δημιουργήσουν έναν άνθρωπο σύμφωνα με την τέλεια και πνευματική εικόνα του ανθρώπου που είχε στο  νου του ο Ύψιστος Θεός. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας καρικατούρας  αυτής  της τέλειας εικόνας, που είναι ο αισθητός άνθρωπος.  Ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να συνειδητοποιήσει το θείο στοιχείο, το οποίο είναι εγκλωβισμένο μέσα στο υλικό του σώμα. Ο άνθρωπος όμως δεν γνωρίζει τον τρόπο εξόδου από τον υλικό κόσμο και την είσοδό του στον κόσμο του πνεύματος και του φωτός. Η μυστική αυτή Γνώση δίνεται στο Γνωστικό από τον Σωτήρα ο οποίος είναι ο Ιησούς  Χριστός και ο οποίος αφυπνίζει τον άνθρωπο.
Σύμφωνα με τον Μάνη υπάρχουν δύο  αρχές. Αυτές οι δύο αρχές,  είναι το φώς και το σκοτάδι, το αγαθό και το κακό, ο Θεός και η ύλη, το πνεύμα και η ύλη, αντίστοιχα. Αυτές οι δύο αρχές βρίσκονται σ’ ένα συνεχή ανταγωνισμό. Συνέπεια του ανταγωνισμού, είναι η δημιουργία ενός σύμπαντος, όπου κυριαρχεί το σκοτάδι και έχει αιχμάλωτο το φώς. Ο  άνθρωπος αποτελείται από το αγαθό και το κακό στοιχείο. Το αγαθό στοιχείο πρέπει να απελευθερωθεί μέσω της γνώσης του Θεού, της αυτογνωσίας, της αποφυγής των υλικών πραγμάτων και της τεκνογονίας.
Η άρνηση της πραγματικής ενσάρκωσης του Λόγου από τον Γνωστικισμό, τοποθετεί έξω από το μυστήριο της σωτηρίας την ύλη. Το γεγονός της ιστορικής παρουσίας του Ιησού, όπως και το πάθος Του, δεν έχει καμιά σωτηριολογική σημασία  στο Γνωστικισμό και προβάλλεται υπερβολικά η Γνώση την οποία παρείχε στους Γνωστικούς ο Ιησούς. Το γεγονός της μετάδοσης αυτής της μυστικής Γνώσης αποτελεί τη σωτηρία που έδωσε ο Θεός στον κόσμο. Εφόσον ο  Λόγος δεν ενσαρκώθηκε πραγματικά, αλλά φαινόταν ότι είχε ανθρώπινο σώμα κατά συνέπεια η λύτρωση που προσφέρθηκε από τον Ιησού Χριστό δεν απευθύνεται στο σώμα του αλλά μόνο στην ψυχή του. Η σωτηρία είναι μόνο γνώση και αποκάλυψη μυστηρίων την οποία παρείχαν οι αρχηγοί των γνωστικών αιρέσεων στους οπαδούς τους. Για τους Γνωστικούς το ανθρώπινο σώμα δεν έχει καμιά αξία και  είναι προορισμένο να καταδικαστεί διότι αποτελεί τη φυλακή μέσα στο οποίο είναι κλεισμένο το θεϊκό στοιχείο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τους Γνωστικούς μόνο το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου, ο «σπινθήρας», όπως το ονόμαζαν, θα σωθεί. 
Οι Γνωστικοί δεν έχουν ούτε διδασκαλία, ούτε πρακτική για την αρετή την οποία άλλωστε δεν χρειάζονται, όπως υποστήριζαν, όσοι γνώρισαν την αλήθεια. Μέσα στον Γνωστικισμό δεν υπάρχει ούτε άσκηση της αρετής, ούτε πόλεμος των παθών, ούτε αγώνας εναντίον της αμαρτίας όπως βιώνεται μέσα στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή. Μοναδικό μέλημά τους ήταν η απόκτηση αυτής της υπερφυσικής γνώσης που ενεπιστεύθη τάχα ο Ιησούς στους ιδρυτές της αίρεσης και η καταδίκη του υλικού σώματος ώστε να απελευθερωθεί το θεϊκό στοιχείο που είναι φυλακισμένο εντός του. Αυτό συνέβαινε, ανάλογα με την γνωστική ομάδα, με δύο τρόπους: είτε μέσω μιας άμετρης ηθικής ασυδοσίας, είτε ενός άκρατου ασκητισμού. Αυτές οι  δύο  πρακτικές, αν και είναι αντίθετες  όμως οδηγούν σε ένα κοινό αποτέλεσμα: την καταδίκη του υλικού σώματος και την αποφυγή της τεκνογονίας.
Οι κατ’  εξοχήν εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας, αυτής των  ελευθεριαζόντων Γνωστικών, είναι οι Νικολαΐτες. Αυτή η αιρετική ομάδα μνημονεύεται για πρώτη φορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ορισμένοι  υποστήριξαν την άποψη ότι ο Νικόλαος ήταν ο ηγέτης αυτής της αιρετικής κίνησης και ήταν ένας από τούς επτά διακόνους οι οποίοι είχαν ορισθεί από τους Αποστόλους για τη διεκπεραίωση και οργάνωση του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας. Ο καθηγητής Π. Κουτλεμάνης στη μελέτη του «Νικολαΐτες, οι πρώτοι αιρετικοί»,  λαμβάνοντας  υπόψη  τόσο τις πατερικές μαρτυρίες, όσο και τις απόψεις σύγχρονων ερευνητών, υποστηρίζει ότι ο διάκονος Νικόλαος δεν είχε καμία σχέση με την αίρεση και ότι ίσως οι ίδιοι οι Νικολαϊτες να συνέδεσαν την αίρεσή τους με τον διάκονο. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχε κάποιος άλλοςΝικόλαος που ίδρυσε την αίρεση. Κατά την παράδοση ο Νικόλαος είχε παντρευτεί μιά ωραία γυναίκα, θέλησε όμως να επιδοθεί στην αρετή της εγκράτειας. Δυστυχώς δεν κατόρθωσε να πετύχει αυτόν τον σκοπό και παρασύρθηκε στο άλλο άκρο, την άκρατη ηθική ασυδοσία. Οι οπαδοί αυτής της αίρεσης διακήρυτταν ότι η ηθική ασυδοσία αποτελεί μέσο  πνευματικής ανύψωσης. 
Ο σκοπός της άμετρης σεξουαλικής ασυδοσίας στην οποία επιδίδονταν οι ελευθεριάζοντες Γνωστικοί δεν ήταν η τεκνοποιΐα, αλλά η ικανοποίηση της σαρκός. Απαγόρευαν αυστηρά την τεκνοποιΐα. Εάν κάποια γυναίκα – μέλος της αίρεσης συνελάμβανε, ισχυριζόταν ότι υποδουλώθηκε στον «άρχοντα της επιθυμίας» ο οποίος ταυτιζόταν, με τον κακό δημιουργό του υλικού κόσμου. Γι’ αυτό το λόγο ορισμένοι Γνωστικοί προχωρούσαν σε εκτρώσεις και μετά  απ’  αυτές επιδίδονταν σε  βρώση του εκτρωθέντος εμβρύου, η οποία θεωρούνταν ότι είναι το «Τέλειο Πάσχα». Περιττό είναι να λεχθεί ότι κάθε είδους ασκητικής πρακτικής όπως η νηστεία και η εγκράτεια, θεωρούνταν ως υπακοή στον κακό Θεό που δημιούργησε τον κόσμο. Σύμφωνα με τούς ελευθεριάζοντες Γνωστικούς, ο άνθρωπος θα πρέπει να διατηρεί υγιές και ακμαίο το σώμα του, ώστε να επιδίδεται σε κάθε είδους ακολασία. Είναι χαρακτηριστική η προσταγή των ελευθεριαζόντων Γνωστικών: «μίγνηθι μετ' εμούίνα σε ανενέγκω προς τόν άρχοντα» με την οποία εκφραζόταν η κλήση για ηθική ασυδοσία. Δεν  δίσταζαν μάλιστα να παρουσιάζουν τον Χριστό ως αυτόν που δίδαξε και έπραξε τις αισχρές πράξεις των Γνωστικών. Επίσης το χωρίο Ιωάν. 6:53: «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετεζωήν εν εαυτοίς», ερμηνευόταν από τούς Γνωστικούς με αλληγορικό τρόπο για να υποστηρίξουν  την παράδοση σε κάθε είδους αισχρής πράξης η οποία συνοδευόταν από ανθρωποβορία.
Στον αντίποδα αυτών των αιρετικών ομάδων με ελευθεριάζουσες βρίσκονταν οι αιρετικές εκείνες γνωστικές  ομάδες, όπως οι Εγκρατίτες, οι Ιερακίτες, οιΑδαμιανοί, οι Αποστολικοί, οι οποίοι επιδίδονταν σε αυστηρή άσκηση και εγκράτεια, απαγορεύοντας κάθε είδους γενετήσιας πράξης, ακόμη και μέσα στο γάμο. Άλλωστε τον γάμο τον κατεδίκαζαν και το θεωρούσαν ως κάτι κακό. Αν και οι πρακτικές τους ήταν αντίθετη μ’ αυτή των ελευθεριαζόντων Γνωστικών, εν τούτοις, οι θεολογικές τους προϋποθέσεις ταυτίζονταν. Και οι δύο μεγάλες ομάδες αιρέσεων εκκινούσαν από τις ίδιες προϋποθέσεις, αλλά κατέληγαν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Βασική προϋπόθεση ήταν η αντίληψη ότι ο υλικός κόσμος είναι κακός και θα πρέπει να καταδικάζεται.
Ασφαλώς ούτε το είδος της άσκησης που προτάσσεται από  τις αιρέσεις με εγκρατιτικές τάσεις, ούτε η στάση απέναντι στη γενετήσια λειτουργία που προτείνεται από τους ελευθεριάζοντες Γνωστικούς δεν συμφωνούν με τις ηθικές αντιλήψεις της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης. Μόνο ο σεβασμός της ιερότητας της κτίσης που εκφράζεται με την άσκηση και την εγκράτεια προϋποθέτει θετική θεώρηση της υλικής πραγματικότητας. Ο άγιος Επιφάνιος όχι μόνο δεν αποδέχεται  την αντίληψη των Εγκρατιτών και τωνΑποστολικών, που υποστήριζαν, ότι ο γάμος είναι επινόηση του Διαβόλου, αλλά και τις αναιρεί επικαλούμενος  τα χωρία Γεν. 1:28: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»,Ματθ. 19:6: «ο ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή  χωριζέτω», Εβρ. 13:4: «Τίμιος ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος», που  φανερώνουν ότι ο γάμος είναι ευλογημένος και θεσμοθετημένος από το Θεό. Αν ο γάμος ήταν βδελυρός τότε όλοι οι άνθρωποι είναι ακάθαρτοι και η ίδια η δημιουργία κακή. Με το γάμο όμως συνεχίζεται το δημιουργικό έργο του Θεού και δοξάζεται το όνομά Του. Το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία οι οποίοι δεν παντρεύονται δεν σημαίνει ότι καταδικάζεται ο γάμος. Όπως υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι είναι ακτήμονες (μοναχοί), υπάρχουν επίσης χριστιανοί οι οποίοι έχουν περιουσία, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχουν παρθένοι και έγγαμοι. Μέσα στην Εκκλησία διασώζεται η ποικιλία των χαρισμάτων, ο δε αγώνας ενάντια στην αμαρτία είναι κοινός. Ο σκοπός της χριστιανικής ηθικής δεν είναι η εξαφάνιση και η καταδίκη της ύλης, αλλά η μεταμόρφωσή της και η σωτηρία της. Η διάκριση των φύλων και η εντολή περί αυξήσεως του γένους θεωρούνται από τον Κλήμεντα Ρώμης ότι προέρχονται από τη θεία Σοφία. Κατά τονΚλήμεντα Αλεξανδρέα η παρθενία των αιρετικών ουδεμία αξία έχει, γιατί δεν αποτελεί συνέπεια ελεύθερης στάσης απέναντι στο γάμο, αλλά αναγκαστική απόρροια της θεωρήσεως του γάμου ως κακού. Οι αιρετικοί παραιτούνται από το γάμο, διότι εχθρεύονται και μισούν το δημιουργό και τα κτίσματά του.
Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο, η υλική κτίση είναι ιερή και αγαθή, όπως και το ανθρώπινο σώμα. Ο άνθρωπος πρέπει να το σέβεται και  να μην το ατιμάζει με πράξεις ηθικής ασυδοσίας. Απέναντι στις αντιλήψεις των αιρετικών ο Άγιος Επιφάνιος αντιτάσσει χωρία της Αγίας Γραφής τα οποία αναφέρονται στην αξία της αρετής της παρθενίας και της εγκράτειας, όπως το Ματθ. 19:12: «εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό τών ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών» και 2 Τιμ. 3:1 – 5:«εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί·  έσονται γαρ οι άνθρωποιφίλαυτοι, … φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι». Τά παραπάνω χωρία τονίζουν την αξία της παρθενίας και συνάμα ανατρέπουν όλες τις ελευθεριάζουσες αντιλήψεις των Γνωστικών, οι οποίες είναι αντίθετες με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Μεγάλες προσωπικότητες της ιερής ιστορίας, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο προφήτης Ελισσαίος, ο Βαπτιστής Ιωάννης, έζησαν εν παρθενία, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη αξία της. Επίσης άγιες μορφές της βιβλικής ιστορίας όπως οι Πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, τίμησαν το γάμο. Ένας από τούς απογόνους τους, ήταν η Παρθένος Μαρία, από την οποία γεννήθηκε ο προαιώνιος Λόγος  του Θεού που έσωσε τον κόσμο. Κατά συνέπεια παρθενία και γάμος  συνυπάρχουν αρμονικά μέσα στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή.   
Ο Γνωστικισμός μαζί με τις θρησκευτικές ομάδες μέσω των οποίων εκφραζόταν δεν υφίσταται πια. Δεν υπάρχουν πια όλες αυτές οι ομάδες που προαναφέραμε παραπάνω όπως οι Οφίτες, οι Νικολαΐτες, οι Μανιχαίοι κ.α., όμως πολλές δοξασίες τους έχουν υιοθετηθεί από πολλές σύγχρονες αποκρυφιστικές ομάδες όπως είναι π.χ. το θρησκευτικό και φιλοσοφικό σύστημα της θεοσοφίας που ίδρυσε η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ, η Γνωστική Εκκλησία, θρησκευτικές ομάδες της λεγόμενης Νέας Εποχής κ.α. Αν και οι αρχαίοι Γνωστικοί  ίσως δεν θα θεωρούσαν τις σύγχρονες αποκρυφιστικές ομάδες ως γνήσιους κληρονόμους της διδασκαλίας τους, όμως πολλές αντιλήψεις τους όπως η καταδίκη της ύλης και του ανθρωπίνου σώματος, ο υπερτονισμός του πνευματικού στοιχείου έναντι του υλικού μέσω των διαφόρων μεθόδων διαλογισμού, οι διάφορες δοξασίες τους περί του προσώπου του Ιησού Χριστού ως μύστη και διδασκάλου κάποιας απόκρυφης δήθεν γνώσης, η αντίληψη ότι η ψυχή μπορεί να διερευνήσει από μόνη της τα μυστήρια του Θεού χωρίς να έχει ανάγκη θεραπείας από τα πάθη της και ειδικά από την εωσφορική οίηση, οι αντιλήψεις τους περί μιας ηθικής χαλαρότητας, η απαξίωσή τους απέναντι στα στοιχεία που συνθέτουν την Ορθόδοξη πνευματική ζωή όπως η συμμετοχή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, η άσκηση των αρετών, η πίστη, η προσευχή,  επαναφέρουν με τον πιο δραματικό τρόπο στο θεολογικό προσκήνιο τις γνωστικές θρησκευτικές αντιλήψεις που ταλάνισαν την Εκκλησία και απειλούν να παραμορφώσουν και να διαστρέψουν την Ορθόδοξη πνευματική ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου