Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Είναι όντως μικρή η διαφορά των δημοσκοπήσεων;

Γράφει ο Σπαρτιάτης
Έχοντας μπει πλέον στην τελευταία εβδομάδα πριν τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών, της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης σε πανελλαδικό επίπεδο μετά από 4 χρόνια κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι φυσικό η συζήτηση να επικεντρώνεται στις προβλέψεις για το επερχόμενο αποτέλεσμα. Οι εκλογές απέχουν μόλις μια εβδομάδα, όλοι ενδιαφέρονται τι θα βγάλει η κάλπη. Και όπως είναι αναμενόμενο, οι δημοσκοπήσεις έχουν την τιμητική τους.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση προετοίμαζε εδώ και πολλούς μήνες την αμυντική της γραμμή για την επερχόμενη ήττα της. Τα κυβερνητικά ΜΜΕ δημοσίευαν δημοσκοπήσεις με τεράστιες, εξωπραγματικές διαφορές πρώτου και δεύτερου κόμματος, ώστε να μπορούν μετά να μιλούν για μικρότερη διαφορά από την αναμενόμενη. Ο πρωθυπουργός είχε βάλει εδώ και πολλούς μήνες στις ομιλίες του υπονοούμενα για το τελικό ύψος της διαφοράς. Και φυσικά, σαν τελευταία πράξη της παράστασης, οι προεκλογικές παροχές της κυβέρνησης, σαν ύστατη προσπάθεια συσπείρωσης της κομματικής της βάσης.

Στο δια ταύτα λοιπόν. Έστω ότι πράγματι η διαφορά διαμορφώνεται στα επίπεδα που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Ας πούμε στις 5-8 μονάδες, δηλαδή μονοψήφια και σε κάθε περίπτωση πάνω από τη χειρότερη δημοσκοπική πρόβλεψη για τη ΝΔ. Θα πρόκειται πράγματι για χαμηλή διαφορά;
Ας δούμε λίγο τι μας λέει η εκλογική ιστορία. Καταρχάς πρέπει να συγκρίνουμε αποτελέσματα από την ίδια εκλογική αναμέτρηση, δηλαδή τις ευρωεκλογές. Δεν έχει νόημα η σύγκριση ευρωεκλογών και βουλευτικών εκλογών, καθώς το διακύβευμα αδιαμφισβήτητα είναι διαφορετικό, και η χαλαρή ψήφος στις ευρωεκλογές είναι λογική, αλλά και ιστορικά τεκμηριωμένη, όπως θα δούμε στην πορεία. Η ΝΔ έχει αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές τρεις φορές.
1989, επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με ποσοστό 40,41% έναντι 35,96% του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Διαφορά 4,45%.
1999, επί Κώστα Καραμανλή, με ποσοστό 36% έναντι 32,91 % του ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Διαφορά 3,09%.
2004, πάλι επί προεδρίας Κώστα Καραμανλή, με ποσοστό 43,01% έναντι 34,03% του ΠΑΣΟΚ του Γεωργίου Παπανδρέου. Διαφορά 8,98%, που είναι και η μεγαλύτερη διαφορά που έχει πετύχει σε ευρωεκλογές μέχρι σήμερα.
Όπως βλέπουμε λοιπόν, από μια πρώτη καθαρά ιστορική σκοπιά, αν η ΝΔ πετύχει τη διαφορά που προαναφέραμε, της τάξης του 5-9,5%, θα πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά που πετυχαίνει στην ιστορία της σε κάλπη ευρωεκλογών. Ακόμα δε και η διαφορά του 2004, μια ανάσα από τις 9 μονάδες, που βάσει του ως άνω σεναρίου θα είναι μεγαλύτερη, επετεύχθη υπό πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, δεδομένου ότι οι ευρωεκλογές έγιναν μόλις δύο μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες είχε επικρατήσει πανηγυρικά η ΝΔ μετά από 11 χρόνια διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Επρόκειτο δηλαδή για πολιτικές συνθήκες τελείως διαφορετικές από τις σημερινές, ουσιαστικά δεν υπήρχε αντίπαλος και η ΝΔ δεν είχε προλάβει να υποστεί καμία απολύτως κυβερνητική φθορά.
Τηρουμένων λοιπόν των ιστορικών αναλογιών, τυχόν διαφορά 5-8 μονάδων υπέρ της ΝΔ από ιστορική σκοπιά μόνο κακή δε θα είναι. Πολλώ δε μάλλον, αν κάνουμε μια σύγκριση με το πιο πρόσφατο παρελθόν, και θυμηθούμε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2014. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε με διαφορά 3,84% και το θεωρούσε θρίαμβο και λόγο παραίτησης μιας κυβέρνησης που βρισκόταν μόλις στο ήμισυ της κυβερνητικής της θητείας. Όχι λίγους μήνες πριν το σφύριγμα της λήξης. Αν λοιπόν μια διαφορά του 3,84% θεωρείται μεγάλη, πόσο μάλλον μια διαφορά του 5-8% σε εκλογές με το ίδιο διακύβευμα.
Εν ολίγοις, αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι το ως άνω και αυτό ιδωθεί από μια καθαρά ιστορική συγκριτική σκοπιά, τόσο σε σχέση με τις προηγούμενες νίκες της ΝΔ όσο και σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2014, μόνο για χαμηλή διαφορά δεν πρόκειται και μόνο λόγο πανηγυρισμού του Αλέξη δεν αποτελεί.
Ας δούμε όμως το ζήτημα και από μια δεύτερη σκοπιά. Όπως τονίστηκε και στην αρχή, οι ευρωεκλογές είναι διαφορετική εκλογική αναμέτρηση από τις βουλευτικές εκλογές, το πρακτικό διακύβευμα είναι μικρότερο και εκ των πραγμάτων τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά. Μια διαφορά του εύρους που αναφέρθηκε, αποτελεί καλό ή κακό προάγγελο για τις βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθήσουν;
Καταρχάς στην ελληνική εκλογική ιστορία είχαμε δύο περιπτώσεις ευρωεκλογών που διεξήχθησαν την ίδια ημέρα με
τις βουλευτικές εκλογές.
Το 1981, όταν και επικράτησε το ΠΑΣΟΚ, η διαφορά των ευρωεκλογών ήταν 8,78%, ενώ των βουλευτικών εκλογών ήταν 12,19%.
Το 1989, και συγκεκριμένα στις εκλογές του Ιουνίου, η διαφορά των ευρωεκλογών ήταν 4,45% υπέρ της ΝΔ, ενώ στις αντίστοιχες βουλευτικές εκλογές ήταν 5,15% υπέρ της ΝΔ.
Παρατηρούμε δηλαδή πως ακόμα και σε όσες περιπτώσεις οι ευρωεκλογές διεξήχθησαν την ίδια ημερομηνία με τις βουλευτικές, δηλαδή δεν είχε προηγηθεί εκλογική ήττα του κυβερνώντος κόμματος, η διαφορά των βουλευτικών εκλογών ήταν μεγαλύτερη υπέρ της εκάστοτε αντιπολίτευσης.
Ας δούμε όμως και τις άλλες περιπτώσεις, όπου οι βουλευτικές εκλογές ακολούθησαν λίγους μήνες μετά τις ευρωεκλογές.
Το 1984 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις ευρωεκλογές με διαφορά 8,39%, και στις βουλευτικές εκλογές το 1985 επικράτησε με 4,97%.
Το 1989, που μετά τις ως άνω διπλές εκλογές του Ιουνίου ακολούθησαν νέες βουλευτικές εκλογές το Νοέμβριο, η ΝΔ επικράτησε με διαφορά 5,52%.
Το 2000, ένα χρόνο μετά τις ευρωεκλογές του 1999, υπήρξε ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 1,05%, ενώ είχε χάσει στις ευρωεκλογές με 3,09%.
Το 2009, που οι βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν λίγους μήνες μετά τις ευρωεκλογές, το ΠΑΣΟΚ επικράτησε με διαφορά 10,45% στις βουλευτικές και μόλις 4,35% στις ευρωεκλογές.
Και τέλος, το 2015, έξι μήνες μετά τις ευρωεκλογές του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε με διαφορά 8,53% στις βουλευτικές, όταν στις ευρωεκλογές είχε κερδίσει με μόλις 3,84%.
Όπως παρατηρούμε, στις δύο τελευταίες αντίστοιχες περιπτώσεις η διαφορά του πρώτου από το δεύτερο κόμμα εκτοξεύθηκε ανάμεσα στις ευρωεκλογές και στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό αποδίδεται σε πολλούς παράγοντες. Είναι η τάση μερίδας του κόσμου να επιλέγει το στρατόπεδο του διαφαινόμενου νικητή, είναι οι εσωτερικές έριδες που συνήθως ακολουθούν την πρώτη εκλογική ήττα, είναι και άλλοι, εξωπολιτικοί παράγοντες.
Υπήρξαν ωστόσο και αντίθετα φαινόμενα στο απώτερο παρελθόν. Το 1984 η χαλαρή ψήφος των ευρωεκλογών κατά περίεργο τρόπο ευνόησε το κυβερνών κόμμα, ενώ το 2000 ο Κώστας Σημίτης κατάφερε να ανατρέψει την κατάσταση.
Βάσει των ανωτέρω, μπορούμε να καταλήξουμε ότι πράγματι μέχρι σήμερα η διαφορά ιστορικής φάσης ανάμεσα σε ευρωεκλογές και βουλευτικές εκλογές έχει φανεί να ευνοεί περισσότερο την Κεντροαριστερά, καθώς της επέτρεψε δύο φορές να διευρύνει τη διαφορά υπέρ της και μια τρίτη να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη καθώς είναι γνωστό ότι από το 1974 και μετά η Κεντροαριστερά διαθέτει μεγαλύτερα ερείσματα στην ελληνική κοινωνία, και κατ’ επέκταση μεγαλύτερες εφεδρείες ενόψει εκλογών με πρακτικό διακύβευμα. Όπως επίσης, τουλάχιστον μέχρι και το 2009, ήταν αναμενόμενο η χαλαρή ψήφος των ευρωεκλογών να βλάπτει την Κεντροαριστερά περισσότερο, καθώς αριστερότερα του κέντρου υπήρχαν περισσότερα κόμματα για να επιλέξει κανείς.
Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει είναι ότι αν πετύχει η ΝΔ τη διαφορά που διαφαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, δεν έχει λόγο να εφησυχάζει ότι στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών θα πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να πείσει στο ενδιάμεσο ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, που θα μείνουν στην παραδοσιακή τους επιλογή στις ευρωεκλογές, να ψηφίσουν ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές, που έχουν άμεσο πρακτικό διακύβευμα. Αυτό αφορά περισσότερο παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του Ποταμιού που στις ευρωεκλογές θα προτιμήσουν να το πάνε ιδεολογικά. Αφορά όμως και πλήθος ψηφοφόρων που θα στραφούν σε επιλογές δεξιότερα της ΝΔ, κυρίως για να εκφράσουν διαμαρτυρία ή ευρωσκεπτικισμό.
Αυτούς όλους η ΝΔ πρέπει να τους εντάξει μετά τις ευρωεκλογές, αν θέλει να πετύχει τη διεύρυνση της διαφοράς. Ο Τσίπρας θα φαίνεται ο τρελός του χωριού όταν πανηγυρίζει που έχασε με διαφορά 5-8 μονάδων αντί για 15, σύμφωνοι. Η ΝΔ όμως δεν πρέπει να εφησυχάσει. Η νίκη της 26ης Μαίου θα είναι μόνο η αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου