Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΙ. ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΘΕΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΑΠΙΣΤΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ. ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ, Μ᾽ ΑΥΤΗΝ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ, ΚΑΙ Μ᾽ ΑΥΤΗΝ ΘΑ ΑΠΟΘΑΝΟΥΜΕ Κ᾽ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ.(ἙΒΡ. 11,30-31)

Κυρ. πρὸ Χρ. Γεννήσεως (Ἑβρ. 11,9-10,32-40)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίου καντιώτου



ΠΙΣΤΙ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΙ

(Ἑβρ. 11,30-31)

Λένε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ δύναμις τοῦ ἀν­θρώπου εἶνε τὰ λεφτά. Ἄλλοι πάλι λένε, ὅ­τι ἡ δύναμί του εἶνε ἡ ἐξυπνάδα, ἢ τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θέσεις, ἢ ἡ τέχνη, ἢ ἡ ἐπιστήμη.
Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ εἶνε μία ἄλλη δύνα­μι ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμο­­νήσαμε· ἡ πίστι. Αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ στὸ 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὑμνεῖ ὡς ὑ­ψίστη δύ­ναμι τὴν πίστι· ἡ πίστι, λέει, κάνει θαύματα.
–Θαύματα; θὰ ρωτήσετε. Ναὶ θαύματα, ἀναρί­θμη­τα θαύματα. Ἐπὶ ὧρες καὶ ἡμέρες νὰ μι­λᾶμε, δὲν ἐξαν­τλοῦνται τὰ θαύματά της.

Δὲν ἔχουμε μιὰ θρησκεία ψεύτικη. Ἂν ἦταν ψεύτικη, θὰ συμφω­νοῦσα κ᾽ ἐγὼ νὰ τὴ γκρεμί­σουμε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ψεύτικη. Ὅλα μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα, ἕνα δὲν εἶνε ψέμα· ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἐ­κεῖ­νος τὸ εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσον­ται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Δὲν φτάνει ὁ χρόνος γιὰ νὰ διηγηθῇ κανεὶς τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἀ­κούσαμε σήμερα· «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμε­νον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφη­τῶν» (Ἑβρ. 11,32). Γι᾽ αὐτό, ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύμα­τα τῆς πίστεώς μας, θὰ σᾶς πῶ ἕνα μόνο θαῦ­μα. Ποιό δηλαδή; Εἶνε μία παλιὰ ἱστορία (βλ. Ἰησ. Ναυῆ κεφ. 6ο).

* * *

Στὴν Ἁγία Γῆ, ἀγαπητοί μου, λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ἀ­νατολικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, τὸν καιρὸ τῆς παλαιᾶς δι­α­θήκης ὑπῆρχε –τώρα δὲν ὑ­πάρχει πιά– μία ξα­κουστὴ πόλις, ἡ Ἰεριχώ. Εἶχε πλοῦτο, γιατὶ ἦ­ταν χτισμένη μέσα σὲ μιὰ πο­λὺ εὔφορη πεδι­ά­δα. Στὰ σπίτια ὑπῆρχαν ὅλα τ᾽ ἀ­γαθά, σκεύη ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι. Ἡ πόλις ἦταν ὠ­χυρωμέ­νη μὲ τείχη καὶ κάστρα χτισμέ­να ἀπὸ μεγάλα λιθάρια. Οἱ κάτοικοί της διασκέ­δαζαν καὶ γλεντοῦσαν. Ὅλα τὰ εἶχαν μὰ ἕνα δὲν εἶχαν, τὴν πίστι· δὲν πίστευαν στὸ Θεό, στὸν ἀληθι­νὸ Θεό. Ἔτσι περνοῦσαν ξένοιαστοι, μὲ τὰ λε­φτά τους, μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, μὲ τὶς δουλειὲς καὶ τὰ ἐμπόριά τους.
Περνοῦσαν ὅπως κ᾽ ἐμεῖς· ἀλλὰ θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή. Τὴν ὥρα ποὺ μετρᾷς τὸ παραδάκι καὶ τὸ χρυσάφι, τὴν ὥρα ποὺ ἀγκαλιάζεις τὴ διεφθαρμένη γυναῖκα, τὴν ὥρα ποὺ παίζεις στὰ χαρτιά, τὴν ὥρα ποὺ βλαστημᾷς τὸ Θεό, θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή· θὰ πληρώσῃς μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. Ἔτσι ἔ­γινε στὴν Ἰερι­χώ, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ μέσα σὲ λίγα δευτερό­λεπτα πᾶνε τὰ τείχη, τὰ κάστρα, τὰ παλά­τια, τὰ πάντα. Τί ἔγινε; Ἐ­μένα ρω­τᾶ­τε; Δια­βά­στε τὰ ἱ­ερὰ βιβλία. Κι ἂν δὲν πιστεύετε στὴ Γραφή, ρωτῆστε τοὺς ἀρ­χαι­ολό­γους, ποὺ πήγαν κ᾽ ἔ­σκαψαν καὶ βρήκαν μέσα στὴ γῆ θαμ­μένα ὅλα τὰ μεγαλεῖα τοῦ ματαίου κόσμου. Τὸ θε­ωρεῖτε παράξενο νὰ γί­νῃ τὸ ἴ­διο καὶ σ᾽ ἐ­μᾶς; Εἶ­μαι ἁ­μαρτωλός, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλ­λὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ νὰ τὸ θυ­μᾶστε· θὰ γίνῃ καμ­μιὰ μέρα καταστροφὴ καὶ θὰ μείνουν μόνο κάτι βοσκοὶ στὶς καλύβες· γιατὶ στὶς μεγάλες πόλεις μαζεύτηκε ὅλη ἡ διαφθορά.
Πρῶτα στὴν Ἑλ­λάδα διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀν­τρόγυνο. Τώρα; χιλιάδες τὰ διαζύγια. Ποῦ πᾶ­με; Σαπίσαμε. Πῶς μᾶς ἀνέχε­ται ὁ Μεγαλοδύνα­μος! ποῦ καὶ ποῦ κουνάει τὴ γῆ, σὰν νὰ μᾶς λέῃ, Ἐδῶ εἶ­μαι! Ταραζόμαστε λιγάκι, καὶ μετὰ πάλι τὰ ἴδια· ἔτσι κάνει ὁ κόσμος αὐτός.
Μιὰ μέρα λοιπὸν ἔφτασαν μπροστὰ στὴν Ἰ­ε­ριχὼ οἱ Ἑβραῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἦταν σχε­δὸν ἄοπλοι καὶ βλέπον­τας τὸ τεῖχος μὲ τὰ κά­στρα φοβήθηκαν. –Ἀρ­χηγέ μας, λένε, ἐδῶ τὰ πράγματα εἶνε δύσκολα· καὶ μόνο πέτρες νὰ ῥίχνουν ἀπὸ ᾽κεῖ πάνω, μᾶς πλάκωσαν. –Ὄ­χι, λέει ἐκεῖνος, ἐδῶ θὰ μείνουμε· ὁ Θεὸς μοῦ εἶπε ὅτι ἡ Ἰεριχὼ θὰ πέ­σῃ χωρὶς νὰ ματώσῃ μύτη. –Μὰ πῶς; –Ἀ­κοῦ­στε· θὰ πάρουμε τὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης, ποὺ περιέχει τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, καὶ θὰ τὴν περιφέρουμε. Μπροστὰ οἱ ἱ­ερεῖς μὲ τὶς σάλ­πιγγες, οἱ μάχιμοι ἄντρες, ἡ κιβωτός, καὶ πίσω ὁ λαός. Ἐπὶ ἑ­πτὰ μέρες νὰ κάνουμε ἕνα κύκλο κάθε μέρα γύρω ἀπὸ τὴν πόλι σιωπηρά· τὴν ἑ­βδόμη φο­ρὰ θὰ σαλπίσουν οἱ σάλπιγγες, ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξῃ, καὶ θὰ δῆτε τί θὰ γίνῃ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὴν ἑβδόμη φορά, ἀφοῦ σάλ­πισαν οἱ ἱερεῖς, ἐκραύγασαν ὅλοι, κι ἀμέσως ἔ­γινε σεισμός· τὸ τεῖχος ἔπεσε ὁλόγυρα, μπήκαν μέσα οἱ Ἰσραηλῖτες, κυρίευσαν τὴν πόλι, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τὴν ἔκαψαν. Μετὰ φύσηξε ἀ­έρας, ἔφερε ἄμμο καὶ τὴ σκέπασε, τὴ σαβάνωσε ὅπως τὸ νεκρό, καὶ οἱ ἀρχαιολόγοι σκάβουν νὰ βροῦν τὰ ἐρείπιά της.
Δὲν σώθηκε κανείς, ἐκτὸς μόνο ἀπὸ τὴν οἰ­κογένεια μιᾶς γυναίκας. Τί ἦταν αὐτή; ἡ βασί­λισσα, καμμιὰ πλούσια; Ἕνα φτωχαδάκι ἦταν, καὶ μάλιστα πολὺ ἁμαρτωλό· ἡ πόρνη ῾Ραάβ· αὐτὴ μόνο σώθηκε. Γιατί; Γιατὶ εἶχε πιστέψει στὸν ἀληθι­νὸ Θεό. Μὴν περιφρονοῦμε, λοιπόν, κανένα· καὶ μέσα στὰ κουρέλια τῆς βρωμερῆς κοινωνίας ὑπάρχουν διαμάντια, ἀγαπητέ μου. Τί μεγαλεῖα ἔχει ἡ πίστι μας! Αὐτὴ ἡ πόρνη σώ­θηκε· καὶ ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκε κάτι ποὺ ἀκούγοντάς το θ᾽ ἀνατριχιάσε­τε· ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους της, βγῆ­κε – ποιός; Ὁ Χριστός! Ἡ πόρνη ῾Ραχὰβ εἶνε μεταξὺ τῶν προ­­γόνων τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀ­κούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 1,5). Μπο­ρεῖ δηλαδὴ ὁ Θεὸς καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ βγά­λῃ ῥόδα· γιατὶ εἶνε μεγάλος καὶ δυνατὸς καὶ εὔ­σπλαχνος καὶ ἀγαπάει τοὺς μετανοοῦν­τας ἁμαρτωλούς.

* * *

–Μὰ τί θέλεις νὰ πῇς, θὰ ρωτήσετε, καὶ μᾶς ἀναφέρεις παλιὲς ἱστορίες; ἔχουν σημασία;
Ἔχουν. Τί σημασία ἔχουν; Μᾶς διδάσκουν πολλὰ πράγματα. Τ᾽ ἀκούσατε. Διδάσκουν μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο, ποὺ εἶνε γεμᾶ­τος ψευτιὰ καὶ ἀπατεωνία, δὲν εἶνε ἕνας δρόμος ἄνετος, μὲ ἄσφαλτο, γιὰ νὰ τρέχῃς μὲ λιμουζῖνες καὶ νὰ διασκεδάζῃς· εἶνε ἀνήφορος, Γολγοθᾶς, δρόμος μὲ ἀγκάθια ποὺ ματώνουν.
Αὐτὸ τὸ ξέρουν πρὸ παντὸς οἱ οἰκογενειάρ­χες. Δὲν εἶνε εὔκολο, ἕνας πατέρας νὰ ἔχῃ ἕ­ξι – ἑφτὰ παιδιά, καὶ νὰ ἀγωνιᾷ κάθε βράδυ πῶς θὰ τὰ ντύσῃ καὶ θὰ τὰ θρέψῃ καὶ πῶς θ᾽ ἀποκαταστήσῃ τὰ κορίτσια του. Ἀλλὰ βλέπεις μέσα σὲ φτωχὲς οἰκογένειες καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶδα προχθὲς ἕναν οἰκογενειάρχη, ποὺ τὸν ἤξερα ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια· φτωχα­δάκι εὐλογημένο, ποὺ ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό του, ἦρθε καὶ ῥίζωσε ἐδῶ. Κοπίασε, μόχθησε, πέρασε στε­νοχώρια μεγάλη. Ἀλλὰ μοῦ λέει· Εἶδα τὸ θαῦ­μα· τὰ παιδιά μου βρήκαν δουλειά, τὰ κορίτσια μου παντρεύτηκαν, δόξα σοι ὁ Θεός!… Καὶ καθένας ἀπὸ σᾶς, ἂν δὲν εἶνε ἀχάριστος, θὰ ἔχῃ νὰ πῇ κάτι παρόμοιο. Πῶς ζῆτε, πῶς ἀ­ναπνέετε; Εἴδατε θαύματα στὸ σπίτι. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἕνα ψιχουλάκι νὰ βάζῃς στὸ στόμα, νὰ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ἡ ὑ­γεία, τὰ παιδιά, ἡ ζωή, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Κάθε σπίτι ἑλληνικὸ ἔχει ἕνα θαῦμα. Ἐὰν δὲν ἦταν ὁ Θεὸς ἐπάνω μας, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἕλ­­ληνας στὸν κόσμο. Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός, ὄχι γιατὶ τὸ θέλουν οἱ Μεγάλοι. Στὰ χρό­νια τῆς Κατοχῆς μᾶς τὰ πῆραν ὅλα· δὲν ὑ­πῆρ­χε σιτάρι οὔτε γιὰ ἀντίδωρο, δὲν ὑπῆρχε λάδι οὔτε γιὰ τὰ καντήλια· πεινοῦσε ὁ λαὸς καὶ πέθαιναν στοὺς δρόμους οἱ ἄνθρωποι. Τί εἶπε τότε κάποιος ἀπὸ αὐτούς· Ἂν εἴχαμε μηχάνη­μα, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ σᾶς ἀφαιρού­σαμε, νὰ πεθάνετε ἀπὸ ἀσφυξία… Μέχρι τώρα, πα­ρὰ τὶς ἁμαρτίες μας, μᾶς σώζει ὁ Μεγα­λοδύναμος μὲ θαύματα, πού ᾽νε γραμμένα στὴν ἀ­τομικὴ καὶ οἰκογενειακὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή.
Στοὺς βαλκανικοὺς πολέμους οἱ Ἕλληνες ἤ­μασταν μιὰ φούχτα, ἀλλὰ μέναμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι, μακριὰ ἀπὸ κόμματα καὶ διαι­ρέσεις. Ἔτσι περάσαμε τὸν Ὄλυμπο καὶ φτάσαμε ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἔπεσε τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ ὑψώθηκε στὸ Λευκὸ Πύργο ἡ ἑλληνικὴ σημαία. Τὸ ἴδιο κι ὅταν ἔπεσε τὸ Μπιζάνι καὶ πήραμε τὰ Γιάννενα. Δὲν εἶνε θαύματα αὐτά;
Τὸ συμπέρασμα. Νὰ πιστεύουμε, ἀδέρφια μου. Δῶστε μου ἕνα δράμι πίστι! Ἕνα δράμι ἀπὸ οὐράνιο κινεῖ ἕνα πύραυλο, καὶ ἕνα δράμι πίστεως, ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες μας, μετακινεῖ βουνά! «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀν­θρώ­ποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ.18,27).
Νὰ φυλάξουμε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη δύναμις. Αὐτὴ σφουγγί­ζει δάκρυα, παρηγορεῖ, ἐνθαρρύνει, δείχνει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέει· Ἐκεῖ εἶνε ἡ αἰωνία πατρίδα μας. Ἂς κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στοὺς ἀθέους, στοὺς ἀπίστους, στοὺς αἱ­ρετικούς· ἂς κρατήσουμε τὴν πίστι μας. Μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ γεννηθήκαμε, μ᾽ αὐτὴν θὰ ζή­σουμε, καὶ μ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε κ᾽ ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Ὅσο θὰ ὑπάρχουν βουνὰ καὶ θάλασσες, ἐπάνω ἐδῶ στὰ βράχια μας θὰ δοξάζεται, θὰ ὑ­μνῆται καὶ ὑπερυψοῦται τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ ῾Ριζουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 19-12-1965


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου