Κυρ. πρὸ Χρ. Γεννήσεως (Ἑβρ. 11,9-10,32-40)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίου καντιώτου
ΠΙΣΤΙ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ
ΔΥΝΑΜΙ
(Ἑβρ.
11,30-31)
Δὲν ἔχουμε μιὰ θρησκεία ψεύτικη. Ἂν ἦταν ψεύτικη, θὰ συμφωνοῦσα κ᾽ ἐγὼ νὰ τὴ γκρεμίσουμε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ψεύτικη. Ὅλα μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα, ἕνα δὲν εἶνε ψέμα· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἐκεῖνος τὸ εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Δὲν φτάνει ὁ χρόνος γιὰ νὰ διηγηθῇ κανεὶς τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα· «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν» (Ἑβρ. 11,32). Γι᾽ αὐτό, ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματα τῆς πίστεώς μας, θὰ σᾶς πῶ ἕνα μόνο θαῦμα. Ποιό δηλαδή; Εἶνε μία παλιὰ ἱστορία (βλ. Ἰησ. Ναυῆ κεφ. 6ο).
* * *
* * *
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίου καντιώτου
ΠΙΣΤΙ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ
ΔΥΝΑΜΙ
(Ἑβρ.
11,30-31)
Λένε, ἀγαπητοί
μου, ὅτι ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὰ λεφτά. Ἄλλοι πάλι λένε, ὅτι ἡ δύναμί
του εἶνε ἡ ἐξυπνάδα, ἢ τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ θέσεις, ἢ ἡ τέχνη, ἢ ἡ ἐπιστήμη.
Παραπάνω
ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ εἶνε μία ἄλλη δύναμι ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμονήσαμε· ἡ πίστι. Αὐτὸ
λέει ἡ Γραφὴ στὸ 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὑμνεῖ ὡς ὑψίστη δύναμι τὴν πίστι· ἡ πίστι, λέει, κάνει
θαύματα.
–Θαύματα; θὰ ρωτήσετε. Ναὶ θαύματα, ἀναρίθμητα θαύματα. Ἐπὶ ὧρες καὶ ἡμέρες νὰ μιλᾶμε, δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ θαύματά της.
–Θαύματα; θὰ ρωτήσετε. Ναὶ θαύματα, ἀναρίθμητα θαύματα. Ἐπὶ ὧρες καὶ ἡμέρες νὰ μιλᾶμε, δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ θαύματά της.
Δὲν ἔχουμε μιὰ θρησκεία ψεύτικη. Ἂν ἦταν ψεύτικη, θὰ συμφωνοῦσα κ᾽ ἐγὼ νὰ τὴ γκρεμίσουμε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ψεύτικη. Ὅλα μπορεῖ νά ᾽νε ψέμα, ἕνα δὲν εἶνε ψέμα· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ διδασκαλία του. Ἐκεῖνος τὸ εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Δὲν φτάνει ὁ χρόνος γιὰ νὰ διηγηθῇ κανεὶς τὰ μεγαλεῖα τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα· «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν» (Ἑβρ. 11,32). Γι᾽ αὐτό, ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματα τῆς πίστεώς μας, θὰ σᾶς πῶ ἕνα μόνο θαῦμα. Ποιό δηλαδή; Εἶνε μία παλιὰ ἱστορία (βλ. Ἰησ. Ναυῆ κεφ. 6ο).
* * *
Στὴν Ἁγία
Γῆ, ἀγαπητοί μου, λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, τὸν
καιρὸ τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὑπῆρχε –τώρα δὲν ὑπάρχει πιά– μία ξακουστὴ
πόλις, ἡ Ἰεριχώ. Εἶχε πλοῦτο, γιατὶ ἦταν χτισμένη μέσα σὲ μιὰ πολὺ εὔφορη
πεδιάδα. Στὰ σπίτια ὑπῆρχαν ὅλα τ᾽ ἀγαθά, σκεύη ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι. Ἡ
πόλις ἦταν ὠχυρωμένη μὲ τείχη καὶ κάστρα χτισμένα ἀπὸ μεγάλα λιθάρια. Οἱ
κάτοικοί της διασκέδαζαν καὶ γλεντοῦσαν. Ὅλα τὰ εἶχαν μὰ ἕνα δὲν εἶχαν, τὴν πίστι·
δὲν πίστευαν στὸ Θεό, στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔτσι περνοῦσαν ξένοιαστοι, μὲ τὰ λεφτά
τους, μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, μὲ τὶς δουλειὲς καὶ τὰ ἐμπόριά τους.
Περνοῦσαν ὅπως κ᾽ ἐμεῖς· ἀλλὰ θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή. Τὴν ὥρα ποὺ μετρᾷς τὸ παραδάκι καὶ τὸ χρυσάφι, τὴν ὥρα ποὺ ἀγκαλιάζεις τὴ διεφθαρμένη γυναῖκα, τὴν ὥρα ποὺ παίζεις στὰ χαρτιά, τὴν ὥρα ποὺ βλαστημᾷς τὸ Θεό, θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή· θὰ πληρώσῃς μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. Ἔτσι ἔγινε στὴν Ἰεριχώ, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ μέσα σὲ λίγα δευτερόλεπτα πᾶνε τὰ τείχη, τὰ κάστρα, τὰ παλάτια, τὰ πάντα. Τί ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Διαβάστε τὰ ἱερὰ βιβλία. Κι ἂν δὲν πιστεύετε στὴ Γραφή, ρωτῆστε τοὺς ἀρχαιολόγους, ποὺ πήγαν κ᾽ ἔσκαψαν καὶ βρήκαν μέσα στὴ γῆ θαμμένα ὅλα τὰ μεγαλεῖα τοῦ ματαίου κόσμου. Τὸ θεωρεῖτε παράξενο νὰ γίνῃ τὸ ἴδιο καὶ σ᾽ ἐμᾶς; Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ νὰ τὸ θυμᾶστε· θὰ γίνῃ καμμιὰ μέρα καταστροφὴ καὶ θὰ μείνουν μόνο κάτι βοσκοὶ στὶς καλύβες· γιατὶ στὶς μεγάλες πόλεις μαζεύτηκε ὅλη ἡ διαφθορά.
Πρῶτα στὴν Ἑλλάδα διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; χιλιάδες τὰ διαζύγια. Ποῦ πᾶμε; Σαπίσαμε. Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Μεγαλοδύναμος! ποῦ καὶ ποῦ κουνάει τὴ γῆ, σὰν νὰ μᾶς λέῃ, Ἐδῶ εἶμαι! Ταραζόμαστε λιγάκι, καὶ μετὰ πάλι τὰ ἴδια· ἔτσι κάνει ὁ κόσμος αὐτός.
Μιὰ μέρα λοιπὸν ἔφτασαν μπροστὰ στὴν Ἰεριχὼ οἱ Ἑβραῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἦταν σχεδὸν ἄοπλοι καὶ βλέποντας τὸ τεῖχος μὲ τὰ κάστρα φοβήθηκαν. –Ἀρχηγέ μας, λένε, ἐδῶ τὰ πράγματα εἶνε δύσκολα· καὶ μόνο πέτρες νὰ ῥίχνουν ἀπὸ ᾽κεῖ πάνω, μᾶς πλάκωσαν. –Ὄχι, λέει ἐκεῖνος, ἐδῶ θὰ μείνουμε· ὁ Θεὸς μοῦ εἶπε ὅτι ἡ Ἰεριχὼ θὰ πέσῃ χωρὶς νὰ ματώσῃ μύτη. –Μὰ πῶς; –Ἀκοῦστε· θὰ πάρουμε τὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης, ποὺ περιέχει τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, καὶ θὰ τὴν περιφέρουμε. Μπροστὰ οἱ ἱερεῖς μὲ τὶς σάλπιγγες, οἱ μάχιμοι ἄντρες, ἡ κιβωτός, καὶ πίσω ὁ λαός. Ἐπὶ ἑπτὰ μέρες νὰ κάνουμε ἕνα κύκλο κάθε μέρα γύρω ἀπὸ τὴν πόλι σιωπηρά· τὴν ἑβδόμη φορὰ θὰ σαλπίσουν οἱ σάλπιγγες, ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξῃ, καὶ θὰ δῆτε τί θὰ γίνῃ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὴν ἑβδόμη φορά, ἀφοῦ σάλπισαν οἱ ἱερεῖς, ἐκραύγασαν ὅλοι, κι ἀμέσως ἔγινε σεισμός· τὸ τεῖχος ἔπεσε ὁλόγυρα, μπήκαν μέσα οἱ Ἰσραηλῖτες, κυρίευσαν τὴν πόλι, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τὴν ἔκαψαν. Μετὰ φύσηξε ἀέρας, ἔφερε ἄμμο καὶ τὴ σκέπασε, τὴ σαβάνωσε ὅπως τὸ νεκρό, καὶ οἱ ἀρχαιολόγοι σκάβουν νὰ βροῦν τὰ ἐρείπιά της.
Δὲν σώθηκε κανείς, ἐκτὸς μόνο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια μιᾶς γυναίκας. Τί ἦταν αὐτή; ἡ βασίλισσα, καμμιὰ πλούσια; Ἕνα φτωχαδάκι ἦταν, καὶ μάλιστα πολὺ ἁμαρτωλό· ἡ πόρνη ῾Ραάβ· αὐτὴ μόνο σώθηκε. Γιατί; Γιατὶ εἶχε πιστέψει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Μὴν περιφρονοῦμε, λοιπόν, κανένα· καὶ μέσα στὰ κουρέλια τῆς βρωμερῆς κοινωνίας ὑπάρχουν διαμάντια, ἀγαπητέ μου. Τί μεγαλεῖα ἔχει ἡ πίστι μας! Αὐτὴ ἡ πόρνη σώθηκε· καὶ ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκε κάτι ποὺ ἀκούγοντάς το θ᾽ ἀνατριχιάσετε· ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους της, βγῆκε – ποιός; Ὁ Χριστός! Ἡ πόρνη ῾Ραχὰβ εἶνε μεταξὺ τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 1,5). Μπορεῖ δηλαδὴ ὁ Θεὸς καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ βγάλῃ ῥόδα· γιατὶ εἶνε μεγάλος καὶ δυνατὸς καὶ εὔσπλαχνος καὶ ἀγαπάει τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς.
Περνοῦσαν ὅπως κ᾽ ἐμεῖς· ἀλλὰ θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή. Τὴν ὥρα ποὺ μετρᾷς τὸ παραδάκι καὶ τὸ χρυσάφι, τὴν ὥρα ποὺ ἀγκαλιάζεις τὴ διεφθαρμένη γυναῖκα, τὴν ὥρα ποὺ παίζεις στὰ χαρτιά, τὴν ὥρα ποὺ βλαστημᾷς τὸ Θεό, θά ᾽ρθῃ ἡ καταστροφή· θὰ πληρώσῃς μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. Ἔτσι ἔγινε στὴν Ἰεριχώ, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ μέσα σὲ λίγα δευτερόλεπτα πᾶνε τὰ τείχη, τὰ κάστρα, τὰ παλάτια, τὰ πάντα. Τί ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Διαβάστε τὰ ἱερὰ βιβλία. Κι ἂν δὲν πιστεύετε στὴ Γραφή, ρωτῆστε τοὺς ἀρχαιολόγους, ποὺ πήγαν κ᾽ ἔσκαψαν καὶ βρήκαν μέσα στὴ γῆ θαμμένα ὅλα τὰ μεγαλεῖα τοῦ ματαίου κόσμου. Τὸ θεωρεῖτε παράξενο νὰ γίνῃ τὸ ἴδιο καὶ σ᾽ ἐμᾶς; Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ νὰ τὸ θυμᾶστε· θὰ γίνῃ καμμιὰ μέρα καταστροφὴ καὶ θὰ μείνουν μόνο κάτι βοσκοὶ στὶς καλύβες· γιατὶ στὶς μεγάλες πόλεις μαζεύτηκε ὅλη ἡ διαφθορά.
Πρῶτα στὴν Ἑλλάδα διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; χιλιάδες τὰ διαζύγια. Ποῦ πᾶμε; Σαπίσαμε. Πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Μεγαλοδύναμος! ποῦ καὶ ποῦ κουνάει τὴ γῆ, σὰν νὰ μᾶς λέῃ, Ἐδῶ εἶμαι! Ταραζόμαστε λιγάκι, καὶ μετὰ πάλι τὰ ἴδια· ἔτσι κάνει ὁ κόσμος αὐτός.
Μιὰ μέρα λοιπὸν ἔφτασαν μπροστὰ στὴν Ἰεριχὼ οἱ Ἑβραῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἦταν σχεδὸν ἄοπλοι καὶ βλέποντας τὸ τεῖχος μὲ τὰ κάστρα φοβήθηκαν. –Ἀρχηγέ μας, λένε, ἐδῶ τὰ πράγματα εἶνε δύσκολα· καὶ μόνο πέτρες νὰ ῥίχνουν ἀπὸ ᾽κεῖ πάνω, μᾶς πλάκωσαν. –Ὄχι, λέει ἐκεῖνος, ἐδῶ θὰ μείνουμε· ὁ Θεὸς μοῦ εἶπε ὅτι ἡ Ἰεριχὼ θὰ πέσῃ χωρὶς νὰ ματώσῃ μύτη. –Μὰ πῶς; –Ἀκοῦστε· θὰ πάρουμε τὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης, ποὺ περιέχει τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, καὶ θὰ τὴν περιφέρουμε. Μπροστὰ οἱ ἱερεῖς μὲ τὶς σάλπιγγες, οἱ μάχιμοι ἄντρες, ἡ κιβωτός, καὶ πίσω ὁ λαός. Ἐπὶ ἑπτὰ μέρες νὰ κάνουμε ἕνα κύκλο κάθε μέρα γύρω ἀπὸ τὴν πόλι σιωπηρά· τὴν ἑβδόμη φορὰ θὰ σαλπίσουν οἱ σάλπιγγες, ὅλος ὁ λαὸς θὰ φωνάξῃ, καὶ θὰ δῆτε τί θὰ γίνῃ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὴν ἑβδόμη φορά, ἀφοῦ σάλπισαν οἱ ἱερεῖς, ἐκραύγασαν ὅλοι, κι ἀμέσως ἔγινε σεισμός· τὸ τεῖχος ἔπεσε ὁλόγυρα, μπήκαν μέσα οἱ Ἰσραηλῖτες, κυρίευσαν τὴν πόλι, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τὴν ἔκαψαν. Μετὰ φύσηξε ἀέρας, ἔφερε ἄμμο καὶ τὴ σκέπασε, τὴ σαβάνωσε ὅπως τὸ νεκρό, καὶ οἱ ἀρχαιολόγοι σκάβουν νὰ βροῦν τὰ ἐρείπιά της.
Δὲν σώθηκε κανείς, ἐκτὸς μόνο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια μιᾶς γυναίκας. Τί ἦταν αὐτή; ἡ βασίλισσα, καμμιὰ πλούσια; Ἕνα φτωχαδάκι ἦταν, καὶ μάλιστα πολὺ ἁμαρτωλό· ἡ πόρνη ῾Ραάβ· αὐτὴ μόνο σώθηκε. Γιατί; Γιατὶ εἶχε πιστέψει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Μὴν περιφρονοῦμε, λοιπόν, κανένα· καὶ μέσα στὰ κουρέλια τῆς βρωμερῆς κοινωνίας ὑπάρχουν διαμάντια, ἀγαπητέ μου. Τί μεγαλεῖα ἔχει ἡ πίστι μας! Αὐτὴ ἡ πόρνη σώθηκε· καὶ ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκε κάτι ποὺ ἀκούγοντάς το θ᾽ ἀνατριχιάσετε· ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους της, βγῆκε – ποιός; Ὁ Χριστός! Ἡ πόρνη ῾Ραχὰβ εἶνε μεταξὺ τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 1,5). Μπορεῖ δηλαδὴ ὁ Θεὸς καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ βγάλῃ ῥόδα· γιατὶ εἶνε μεγάλος καὶ δυνατὸς καὶ εὔσπλαχνος καὶ ἀγαπάει τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς.
* * *
–Μὰ τί
θέλεις νὰ πῇς, θὰ ρωτήσετε, καὶ μᾶς ἀναφέρεις παλιὲς ἱστορίες; ἔχουν σημασία;
Ἔχουν. Τί σημασία ἔχουν; Μᾶς διδάσκουν πολλὰ πράγματα. Τ᾽ ἀκούσατε. Διδάσκουν μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο, ποὺ εἶνε γεμᾶτος ψευτιὰ καὶ ἀπατεωνία, δὲν εἶνε ἕνας δρόμος ἄνετος, μὲ ἄσφαλτο, γιὰ νὰ τρέχῃς μὲ λιμουζῖνες καὶ νὰ διασκεδάζῃς· εἶνε ἀνήφορος, Γολγοθᾶς, δρόμος μὲ ἀγκάθια ποὺ ματώνουν.
Αὐτὸ τὸ ξέρουν πρὸ παντὸς οἱ οἰκογενειάρχες. Δὲν εἶνε εὔκολο, ἕνας πατέρας νὰ ἔχῃ ἕξι – ἑφτὰ παιδιά, καὶ νὰ ἀγωνιᾷ κάθε βράδυ πῶς θὰ τὰ ντύσῃ καὶ θὰ τὰ θρέψῃ καὶ πῶς θ᾽ ἀποκαταστήσῃ τὰ κορίτσια του. Ἀλλὰ βλέπεις μέσα σὲ φτωχὲς οἰκογένειες καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶδα προχθὲς ἕναν οἰκογενειάρχη, ποὺ τὸν ἤξερα ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια· φτωχαδάκι εὐλογημένο, ποὺ ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό του, ἦρθε καὶ ῥίζωσε ἐδῶ. Κοπίασε, μόχθησε, πέρασε στενοχώρια μεγάλη. Ἀλλὰ μοῦ λέει· Εἶδα τὸ θαῦμα· τὰ παιδιά μου βρήκαν δουλειά, τὰ κορίτσια μου παντρεύτηκαν, δόξα σοι ὁ Θεός!… Καὶ καθένας ἀπὸ σᾶς, ἂν δὲν εἶνε ἀχάριστος, θὰ ἔχῃ νὰ πῇ κάτι παρόμοιο. Πῶς ζῆτε, πῶς ἀναπνέετε; Εἴδατε θαύματα στὸ σπίτι. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἕνα ψιχουλάκι νὰ βάζῃς στὸ στόμα, νὰ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ἡ ὑγεία, τὰ παιδιά, ἡ ζωή, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Κάθε σπίτι ἑλληνικὸ ἔχει ἕνα θαῦμα. Ἐὰν δὲν ἦταν ὁ Θεὸς ἐπάνω μας, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἕλληνας στὸν κόσμο. Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός, ὄχι γιατὶ τὸ θέλουν οἱ Μεγάλοι. Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς μᾶς τὰ πῆραν ὅλα· δὲν ὑπῆρχε σιτάρι οὔτε γιὰ ἀντίδωρο, δὲν ὑπῆρχε λάδι οὔτε γιὰ τὰ καντήλια· πεινοῦσε ὁ λαὸς καὶ πέθαιναν στοὺς δρόμους οἱ ἄνθρωποι. Τί εἶπε τότε κάποιος ἀπὸ αὐτούς· Ἂν εἴχαμε μηχάνημα, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ σᾶς ἀφαιρούσαμε, νὰ πεθάνετε ἀπὸ ἀσφυξία… Μέχρι τώρα, παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας, μᾶς σώζει ὁ Μεγαλοδύναμος μὲ θαύματα, πού ᾽νε γραμμένα στὴν ἀτομικὴ καὶ οἰκογενειακὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή.
Στοὺς βαλκανικοὺς πολέμους οἱ Ἕλληνες ἤμασταν μιὰ φούχτα, ἀλλὰ μέναμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι, μακριὰ ἀπὸ κόμματα καὶ διαιρέσεις. Ἔτσι περάσαμε τὸν Ὄλυμπο καὶ φτάσαμε ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἔπεσε τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ ὑψώθηκε στὸ Λευκὸ Πύργο ἡ ἑλληνικὴ σημαία. Τὸ ἴδιο κι ὅταν ἔπεσε τὸ Μπιζάνι καὶ πήραμε τὰ Γιάννενα. Δὲν εἶνε θαύματα αὐτά;
Τὸ συμπέρασμα. Νὰ πιστεύουμε, ἀδέρφια μου. Δῶστε μου ἕνα δράμι πίστι! Ἕνα δράμι ἀπὸ οὐράνιο κινεῖ ἕνα πύραυλο, καὶ ἕνα δράμι πίστεως, ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες μας, μετακινεῖ βουνά! «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ.18,27).
Νὰ φυλάξουμε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη δύναμις. Αὐτὴ σφουγγίζει δάκρυα, παρηγορεῖ, ἐνθαρρύνει, δείχνει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέει· Ἐκεῖ εἶνε ἡ αἰωνία πατρίδα μας. Ἂς κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στοὺς ἀθέους, στοὺς ἀπίστους, στοὺς αἱρετικούς· ἂς κρατήσουμε τὴν πίστι μας. Μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ γεννηθήκαμε, μ᾽ αὐτὴν θὰ ζήσουμε, καὶ μ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε κ᾽ ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Ὅσο θὰ ὑπάρχουν βουνὰ καὶ θάλασσες, ἐπάνω ἐδῶ στὰ βράχια μας θὰ δοξάζεται, θὰ ὑμνῆται καὶ ὑπερυψοῦται τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Ἔχουν. Τί σημασία ἔχουν; Μᾶς διδάσκουν πολλὰ πράγματα. Τ᾽ ἀκούσατε. Διδάσκουν μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτὸ τὸν μάταιο κόσμο, ποὺ εἶνε γεμᾶτος ψευτιὰ καὶ ἀπατεωνία, δὲν εἶνε ἕνας δρόμος ἄνετος, μὲ ἄσφαλτο, γιὰ νὰ τρέχῃς μὲ λιμουζῖνες καὶ νὰ διασκεδάζῃς· εἶνε ἀνήφορος, Γολγοθᾶς, δρόμος μὲ ἀγκάθια ποὺ ματώνουν.
Αὐτὸ τὸ ξέρουν πρὸ παντὸς οἱ οἰκογενειάρχες. Δὲν εἶνε εὔκολο, ἕνας πατέρας νὰ ἔχῃ ἕξι – ἑφτὰ παιδιά, καὶ νὰ ἀγωνιᾷ κάθε βράδυ πῶς θὰ τὰ ντύσῃ καὶ θὰ τὰ θρέψῃ καὶ πῶς θ᾽ ἀποκαταστήσῃ τὰ κορίτσια του. Ἀλλὰ βλέπεις μέσα σὲ φτωχὲς οἰκογένειες καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶδα προχθὲς ἕναν οἰκογενειάρχη, ποὺ τὸν ἤξερα ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια· φτωχαδάκι εὐλογημένο, ποὺ ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό του, ἦρθε καὶ ῥίζωσε ἐδῶ. Κοπίασε, μόχθησε, πέρασε στενοχώρια μεγάλη. Ἀλλὰ μοῦ λέει· Εἶδα τὸ θαῦμα· τὰ παιδιά μου βρήκαν δουλειά, τὰ κορίτσια μου παντρεύτηκαν, δόξα σοι ὁ Θεός!… Καὶ καθένας ἀπὸ σᾶς, ἂν δὲν εἶνε ἀχάριστος, θὰ ἔχῃ νὰ πῇ κάτι παρόμοιο. Πῶς ζῆτε, πῶς ἀναπνέετε; Εἴδατε θαύματα στὸ σπίτι. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἕνα ψιχουλάκι νὰ βάζῃς στὸ στόμα, νὰ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ἡ ὑγεία, τὰ παιδιά, ἡ ζωή, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε.
Κάθε σπίτι ἑλληνικὸ ἔχει ἕνα θαῦμα. Ἐὰν δὲν ἦταν ὁ Θεὸς ἐπάνω μας, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἕλληνας στὸν κόσμο. Ζοῦμε, γιατὶ θέλει ὁ Θεός, ὄχι γιατὶ τὸ θέλουν οἱ Μεγάλοι. Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς μᾶς τὰ πῆραν ὅλα· δὲν ὑπῆρχε σιτάρι οὔτε γιὰ ἀντίδωρο, δὲν ὑπῆρχε λάδι οὔτε γιὰ τὰ καντήλια· πεινοῦσε ὁ λαὸς καὶ πέθαιναν στοὺς δρόμους οἱ ἄνθρωποι. Τί εἶπε τότε κάποιος ἀπὸ αὐτούς· Ἂν εἴχαμε μηχάνημα, καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμα θὰ σᾶς ἀφαιρούσαμε, νὰ πεθάνετε ἀπὸ ἀσφυξία… Μέχρι τώρα, παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας, μᾶς σώζει ὁ Μεγαλοδύναμος μὲ θαύματα, πού ᾽νε γραμμένα στὴν ἀτομικὴ καὶ οἰκογενειακὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή.
Στοὺς βαλκανικοὺς πολέμους οἱ Ἕλληνες ἤμασταν μιὰ φούχτα, ἀλλὰ μέναμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι, μακριὰ ἀπὸ κόμματα καὶ διαιρέσεις. Ἔτσι περάσαμε τὸν Ὄλυμπο καὶ φτάσαμε ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἔπεσε τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ ὑψώθηκε στὸ Λευκὸ Πύργο ἡ ἑλληνικὴ σημαία. Τὸ ἴδιο κι ὅταν ἔπεσε τὸ Μπιζάνι καὶ πήραμε τὰ Γιάννενα. Δὲν εἶνε θαύματα αὐτά;
Τὸ συμπέρασμα. Νὰ πιστεύουμε, ἀδέρφια μου. Δῶστε μου ἕνα δράμι πίστι! Ἕνα δράμι ἀπὸ οὐράνιο κινεῖ ἕνα πύραυλο, καὶ ἕνα δράμι πίστεως, ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχαν οἱ πατέρες μας, μετακινεῖ βουνά! «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ.18,27).
Νὰ φυλάξουμε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη δύναμις. Αὐτὴ σφουγγίζει δάκρυα, παρηγορεῖ, ἐνθαρρύνει, δείχνει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέει· Ἐκεῖ εἶνε ἡ αἰωνία πατρίδα μας. Ἂς κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στοὺς ἀθέους, στοὺς ἀπίστους, στοὺς αἱρετικούς· ἂς κρατήσουμε τὴν πίστι μας. Μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ γεννηθήκαμε, μ᾽ αὐτὴν θὰ ζήσουμε, καὶ μ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε κ᾽ ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν μας. Ὅσο θὰ ὑπάρχουν βουνὰ καὶ θάλασσες, ἐπάνω ἐδῶ στὰ βράχια μας θὰ δοξάζεται, θὰ ὑμνῆται καὶ ὑπερυψοῦται τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ ῾Ριζουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 19-12-1965
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ ῾Ριζουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 19-12-1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου