Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις εκκίνησε τις διαδικασίες του Άρθρου 7 εναντίον της Πολωνίας. Τι θα συμβεί τώρα;


Του Dalibor Rohac
Στην πραγματικότητα, όχι πολλά πράγματα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέστησε στην ΕΕ να αναλάβει δράσεις εναντίον της Πολωνίας λόγω των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση της χώρας στο δικαστικό σύστημα, εκκινώντας έτσι τη διαδικασία που προβλέπει το Άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η μετατροπή όμως αυτής της σύστασης σε δράση απαιτεί σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί, καθώς η πολωνική κυβέρνηση διαθέτει συμμάχους που μπορούν εύκολα να μπλοκάρουν τυχόν περαιτέρω κινήσεις.


Ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι, επικεφαλής του κυβερνώνοντος κόμματος “Νόμος και Δικαιοσύνη” αποχωρεί από τη συνεδρίαση του κοινοβουλίου - Βαρσοβία, 14 Δεκεμβρίου 2017. Agencja Gazeta/Przemek Wierzchowski μέσω REUTERS
Η διαμάχη ως προς το Άρθρο 7 δεν θα πρέπει να οδηγήσει στη σύγχυση των αντιφιλελεύθερων και πολιτικών - όπως οι περιοριστικές πολιτικές της χώρας για τη μετανάστευση και το άσυλο, ο κοινωνικός συντηρητισμός και οι κρατικιστικές οικονομικές πολιτικές - με τον αυταρχισμό. Μολονότι στην περίπτωση της Πολωνίας - ή της Ουγγαρίας - αυτά τα δύο φαίνεται να πάνε μαζί, το Άρθρο 7 αφορά αποκλειστικά τη δεύτερη κατηγορία.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του κόμματος “Νόμος και Δικαιοσύνη” (PiS), από την ανάληψη της εξουσίας τον Οκτώβριο του 2015 επεδίωξε να ενισχύσει τον πολιτικό έλεγχο επί του δικαστικού σώματος, εισάγοντας αρχικά αλλαγές στη σύνθεση και τις διαδικασίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου τις οποίες το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές, και στη συνέχεια εισάγοντας μια σαρωτική μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που παρέχει στην εκτελεστική εξουσία πρωτόγνωρες εξουσίες επί του διορισμού των δικαστών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επικρίθηκαν ακόμη και από τον Rex Tillerson του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ οποίος εξέφρασε τις ανησυχίες του για την αποδυνάμωση της νομοκρατίας στην Πολωνία.
Όπως έγραψα το καλοκαίρι: “Το PiS δικαιολογεί τις αλλαγές αυτές υποστηρίζοντας ότι το δικαστικό σύστημα είναι διεφθαρμένο, έχει πολιτικοποιηθεί λόγω των διορισμών δικαστών από την προηγούμενη κυβέρνηση του κόμματος της Πλατφόρμας Πολιτών (PO) και κυριαρχείται από μια σφιχτή κλίκα πρώην κομμουνιστών δικαστών. Παρόμοιες αιτιάσεις δεν σπανίζουν στις μετα-κομμουνιστικές χώρες. Όμως, συγκρινόμενη με τις άλλες χώρες τις περιοχής, η Πολωνία δεν έχει αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς βρίσκεται μάλιστα σε καλύτερη κατάταξη απ’ ό,τι οι περισσότεροι γείτονές της στην Κεντρική Ευρώπη σε δείκτες όπως αυτοί της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Νομοκρατία και τον Έλεγχο της Διαφθοράς. Όσο για τα δικαστήρια που κυριαρχούνται από κομμουνιστές, η μέση ηλικία ενός δικαστή στην Πολωνία είναι τα 38 χρόνια”.
Έκτοτε έχουν ενταθεί στην Πολωνία οι εκστρατείες σπίλωσης των επικριτών της κυβέρνησης από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης και έχουν θεσπιστεί νέοι, αυστηρότεροι κανόνες που περιορίζουν τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Βεβαίως, η χώρα δεν έχει ακολουθήσει το μονοπάτι του αυταρχισμού στο βαθμό που το έχουν κάνει η Ρωσία και η Τουρκία (ή ακόμη και η Ουγγαρία) αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την κατεύθυνση στην οποία οδεύει.
Οι επικριτές της απόφασης αυτής της ΕΕ υποστηρίζουν ότι είναι χαρακτηριστική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Για παράδειγμα, το Άρθρο 7 ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε εναντίον της Ουγγαρίας, όπου το κυβερνών κόμμα Fidesz είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που αυτές οι κατηγορίες ευσταθούν, η υποκρισία θα πρέπει εδώ να θεωρηθεί προθάλαμος της αρετής. Η ΕΕ δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη έναντι απειλών προς τη νομοκρατία μεταξύ των ίδιων των μελών της, ιδίως καθώς προσπαθεί να την προάγει στις υποψήφιες προς εισδοχή χώρες.
Είναι ακόμη πιθανό οι κυρώσεις εναντίον της Πολωνίας, που μπορεί να περιλαμβάνουν την αναστολή του δικαιώματος ψήφου της χώρας στο Συμβούλιο, να καταλήξουν να ενισχύσουν το PiS ενεργοποιώντας την εκλογική του βάση έναντι αυτού που η κυβέρνηση παρουσιάζει ως ξένη παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Το PiS, συνεπές προς τη φήμη του, ήδη απάντησε στις έρευνες της ΕΕ ανοίγοντας το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Αν η πολωνική αντιπολίτευση συνταχθεί ανοιχτά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αντιπατριωτική.
Η Κεντρική Ευρώπη όμως μας δίνει και αντίρροπα παραδείγματα. Η Σλοβακία αντιμετώπισε κατά τη διακυβέρνηση του Vladimír Meciar τον κίνδυνο αποκλεισμού της από το πρώτο κύμα των διευρύνσεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ εξαιτίας ανησυχιών ως προς τη νομοκρατία και τον αναδυόμενο αυταρχισμό στη χώρα. Εκεί, ο κίνδυνος να καταστεί η Σλοβακία μια “μαύρη τρύπα της Ευρώπης” συνέβαλε στη συστράτευση των δυνάμεων αντιπολίτευσης και την αποχώρηση του Meciar από την εξουσία το 1998. Μια αντίστοιχη ζοφερή προοπτική για την Πολωνία μπορεί να αλλάξει τον πολιτικό υπολογισμό των Πολωνών, συμπεριλαμβανομένων και των ψηφοφόρων του PiS.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να δούμε να εκτυλίσσεται στην Πολωνία ένα τέτοιο πείραμα. Ένας αριθμός κυβερνήσεων χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης μπορούν να μπλοκάρουν το Άρθρο 7 πριν κλιμακωθούν οι διαδικασίες που αυτό προβλέπει. Κατά συνέπεια, η πολωνική μάχη για τη νομοκρατία, τη δημοκρατία και το περιορισμένο κράτος θα πρέπει να δοθεί πρώτα και κύρια στην Πολωνία.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Δεκεμβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

Φωτογραφία: AP

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου