Τοῦ ἁγίου
πρωτομάρτυρος Στεφάνου
27 Δεκεμβρίου
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
27 Δεκεμβρίου
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
O EΛΕΓΧΟΣ
«Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν…» (Πράξ.
7,51)
Τὸ κήρυγμα,
ἀγαπητοί μου, εἶνε «φῶς τῶν ἐν σκότει» (῾Ρωμ. 2,20) καὶ «σκιᾷ καθημένων» (Λουκ.
1,79. Ἠσ. 9,2=Ματθ. 4,16), παρηγορία τῶν τεθλιμμένων. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ οἰκοδομή,
διδασκαλία, κατήχησις, ἑρμηνεία γραφῶν, εἶνε ἀκόμη καὶ ἔλεγχος τῶν ἁμαρτανόντων.
Ἐδῶ κάποιοι διαφωνοῦν.
–Οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας, λένε, νὰ περιοριστοῦν στὶς ἱεροτελεστίες στὸ ναό… Ἂν τώρα ἔξω ὁ διάβολος ξεθεμελιώνῃ σχολεῖα καὶ σπίτια, ἂν κηρύττῃ ἀθεΐα, ἂν στὴν κοινωνία σπέρνῃ ἀδικία, ἂν βάζῃ φωτιὰ στὸ σύμπαν, οἱ κληρικοὶ δὲν χρειάζεται ν᾽ ἀνησυχοῦν· ἂς ἀρκεσθοῦν στὶς εἰσπράξεις καὶ τὸν κορβανᾶ τους· ἀπαγορεύεται στοὺς κήρυκες νὰ ἐλέγχουν.
–Οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας, λένε, νὰ περιοριστοῦν στὶς ἱεροτελεστίες στὸ ναό… Ἂν τώρα ἔξω ὁ διάβολος ξεθεμελιώνῃ σχολεῖα καὶ σπίτια, ἂν κηρύττῃ ἀθεΐα, ἂν στὴν κοινωνία σπέρνῃ ἀδικία, ἂν βάζῃ φωτιὰ στὸ σύμπαν, οἱ κληρικοὶ δὲν χρειάζεται ν᾽ ἀνησυχοῦν· ἂς ἀρκεσθοῦν στὶς εἰσπράξεις καὶ τὸν κορβανᾶ τους· ἀπαγορεύεται στοὺς κήρυκες νὰ ἐλέγχουν.
Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, τί γνώμη ἔχετε σεῖς ἐπ᾽ αὐτοῦ. Σ᾿ ἕνα ἔθνος ἱστορικό, ποὺ μὲ τὸν κλῆρο του ἔφτειαξε βασίλειο καὶ ἀγωνίστηκε σὲ ὅλα τὰ πεδία, θέλετε τὸν παπᾶ κλεισμένο στὸ καβούκι του καὶ ἀδιάφορο γιὰ ὅλα τ᾽ ἄλλα; Τὴν ἀπάντησι πάντως στοὺς κυρίους αὐτοὺς τὴν δίνει σήμερα ὄχι ὁ ὑποφαινόμενος κήρυκας ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος. Τὸν ἀκούσατε;
* * *
Ἂς φύγουμε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸ παρόν, ἂς γυρίσουμε πίσω. Μὲ τὰ
φτερὰ τῆς φαντασίας ἂς διασχίσουμε τοὺς αἰῶνες κι ἂς σταθοῦμε στὰ Ἰεροσόλυμα
τὸ 33 μ.Χ.. Εἶνε τὸ ἔτος ποὺ ὁ Κύριός μας σταυρώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὸ
Γολγοθᾶ. Τὰ βράχια τοῦ λόφου εἶνε ἀκόμα κόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.
Κάπου ἐκεῖ κοντὰ νά ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες ματωμένες. Φρίκη. Ρωτοῦμε καὶ μαθαίνουμε, ὅτι ἐδῶ πρὶν λίγο ἔγινε φόνος, ἐκτελέσθηκε ἄνθρωπος. –Ποιός ἦταν αὐτός; –Κάποιος Στέφανος. –Πῶς τὸν θανάτωσαν; –Μὲ πέτρες…
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι τότε τοὺς καταδίκους εἰς θάνατον οἱ μὲν Ῥωμαῖοι τοὺς σταύρωναν μὲ καρφιὰ πάνω στὰ ξύλα, οἱ Ἑβραῖοι ὅμως τοὺς θανάτωναν μὲ λιθοβολισμό· τοὺς ἔβγαζαν δηλαδὴ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι ἢ τὸ χωριό, τοὺς γύμνωναν, ἔπαιρναν ὅλοι ἀπὸ ἕνα λιθάρι, τό ᾽ρριχναν μὲ ὁρμὴ πάνω στὸν κατάδικο, κι αὐτὸς ξεψυχοῦσε κάτω ἀπ᾽ τὶς πέτρες.
–Μὰ τί κακὸ ἔκανε ἆραγε ὁ Στέφανος; Διέπραξε κανένα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα ἐκεῖνα ποὺ προβλέπει ὁ μωσαϊκὸς νόμος νὰ τιμωροῦνται μὲ τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν; Μήπως σκότωσε; μήπως ἀτίμασε καμμιὰ γυναῖκα, μοίχευσε ἢ ἐπόρνευσε; μήπως ἔβλαψε κάποιον; μήπως ἔδωσε ψεύτικο ὅρκο; ἢ μήπως βλαστήμησε τὸ Θεό, ποὺ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἦταν τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα; Τίποτα ἀπὸ αὐτά. Γιατί λοιπὸν νὰ θανατωθῇ μὲ τέτοιο οἰκτρὸ τρόπο;
Θέλετε νὰ μάθετε τὴν αἰτία; Ἤσκησε ἔλεγχο, εἶπε τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ κόστισε τὴ ζωή· αὐτὴ ποὺ καὶ τὸν Σωκράτη πότισε μὲ τὸ κώνειο, αὐτὴ ποὺ καὶ ἄλλους ἥρωες ὡδήγησε στὸ θάνατο. Γιὰ τὴν ἀλήθεια καταδικάστηκε ὁ Στέφανος, γιὰ τὸν ἔλεγχο. Τί ἔλεγχο;
Τὸν ἀκούσατε τὸν μακρὸ σημερινὸ ἀπόστολο, τὸν προσέξατε; Τί εἶνε· εἶνε ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου. Ἐνώπιον δικαστηρίου ἑκατὸ καὶ πλέον μελῶν (γραμματέων, φαρισαίων, ἀρχιερέων, ἱερέων) ἐκλήθη νὰ ἀπολογηθῇ. Τοὺς κολάκευσε, ὅπως κάνουν συνήθως στὰ δικαστήρια οἱ κατηγορούμενοι; προσπάθησε νὰ προβάλῃ ἐπιχειρήματα, νὰ ἑλκύσῃ τὴν εὔνοια τῶν δικαστῶν; Ὄχι. Μίλησε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας καὶ εἰλικρινείας. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διαβάστε μία καὶ δύο φορὲς τὸ 7ο (ζ΄) κεφάλαιο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων· καὶ ἂν δὲν κλάψετε, τότε εἶστε βράχια, εἶστε κ᾽ ἐσεῖς πέτρες. Τί τοὺς εἶπε; Τὸ νόημα μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ ἑξῆς.
–Ἐσεῖς, λέει, ποὺ ἑτοιμάζεστε νὰ μὲ δικάσετε, καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε πατρίδα ἔνδοξη, ὅτι εἶστε λαὸς περιούσιος, ἐκλεκτός, ξεχωρισμένος ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη. Καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε ἐνδόξους προγόνους· τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰωσήφ, τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἰερεμία, τὸ Δαυΐδ. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Μπορεῖ νά ᾿χετε τὰ ἴδια ὀνόματα, νὰ λέγεστε Ἀβραὰμ Ἰσαὰκ Ἰωσήφ· μπορεῖ νὰ μιλᾶτε τὴν ἴδια γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν οἱ προφῆτες· μπορεῖ νὰ κατοικῆτε μέσα στὰ σπίτια ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖνοι· μπορεῖ νὰ περπατᾶτε στοὺς ἴδιους δρόμους καὶ πλατεῖες. Μπορεῖ νὰ τά ᾽χετε ὅλ᾽ αὐτά, ἀλλὰ δὲν τοὺς μοιάζετε.
Τί κοινὸ ἔχετε σεῖς μὲ τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης; Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν φιλόξενος, ἐσεῖς εἶστε ἀφιλόξενοι (τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς βρῆκε κλειστὰ ὅλα τὰ σπίτια, κ᾽ ἡ Παναγία ἔμεινε ἔξω νὰ τουρτουρίζῃ). Ἐκεῖνοι ἦταν ἁγνοί, ἐσεῖς εἶστε φαῦλοι. Ἐκεῖνοι ἦταν πατριῶτες, ἐσεῖς πουλᾶτε τὴν πατρίδα γιὰ ἀργύρια, δὲν ἔχετε καμμία πατρίδα. Σὲ τίποτα δὲν μοιάζετε μ᾽ ἐκείνους.
Ὄχι μόνο δὲν τοὺς μοιάζετε, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως μοιάζετε μὲ κάτι ἄλλους· μὲ τοὺς διῶκτες τους, ἐκείνους ποὺ κατεδίωξαν τοὺς προφῆτες καὶ ἁγίους τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ναί· δὲν τοὺς κατεδίωξαν ξένοι, οἱ Ἑβραῖοι τοὺς κατεδίωξαν. Πόσα ὑπέφερε ὁ Ἀβραὰμ στὴ ζωή του, πόσα ὑπέφερε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες καὶ ἀσεβεῖς Ἰσραηλῖτες! Πόσα ὑπέφερε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ λαό του! Πόσο ὑπέφερε ὁ Ἠσαΐας, ποὺ τὸν πριόνισαν καὶ τὸν πέταξαν στὰ ποτάμια. Τί ὑπέφερε ὁ Ἰερεμίας, ποὺ τὸν ἔφτυσαν στὸ πρόσωπο, ποὺ χέρια φαύλων καὶ ἀναξίων ἱερέων τὸν χαστούκισαν καὶ τὸν ἔδειραν! Πόσα δὲν ἔκαναν αὐτοὶ στοὺς ἁγίους; Κ᾽ ἐσεῖς τοὺς μιμεῖσθε· ὅ,τι ἔκαναν αὐτοί, κάνετε κ᾽ ἐσεῖς.
Ἐσεῖς μάλιστα τοὺς ξεπεράσατε· φτάσατε στὸ ζενὶθ τῆς κακοηθείας καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Δεῖξτε τὰ χέρια σας· εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν Ἀθῴου. Ἐσεῖς ἤσασταν ποὺ κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ φωνάζατε σὰν τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ τσακάλια «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ἐσεῖς καταδικάσατε τὸν Ἀκηλίδωτο, τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Εἶστε Χριστοκτόνοι – Θεοκτόνοι.
Αὐτὰ τοὺς εἶπε. Ἔ, ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτά, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε! Χλώμιασαν, ἔφραξαν τ᾿ αὐτιά τους· τὰ μάτια κοκκίνισαν, τὸ στόμα ἄφριζε, ἡ γλῶσσα τραύλιζε, τὰ δόντια ἔτριζαν. Καὶ ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ πρόσωπο τοῦ Στεφάνου ἔλαμπε σὰν τοῦ ἀγγέλου κ᾽ ἔβλεπε ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Χριστὸ στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ὥρμησαν πάνω του ὅλοι μαζί, τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι κι ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν.
Μεταξὺ αὐτῶν ποιός ἦταν; –δὲν ἔχω καιρό, θὰ χρειαζόταν ἰδιαίτερο κήρυγμα– μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἕνα παλληκαράκι δεκαεπτὰ ἐτῶν. Ποιός; Ὁ Σαῦλος, ὁ μετέπειτα Παῦλος! Φώναζε κι αὐτὸς «θάνατος στὸ Στέφανο!». Ἀλλ᾽ ὦ Χριστέ, ποὺ ξέρεις νὰ παίρνεις λύκους καὶ νὰ τοὺς κάνῃς ἀρνιά! αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί, καὶ ὄχι μόνο ἀρνὶ ἀλλὰ καὶ μέγας ἀπόστολος.
Καὶ ἐνῷ τὰ λιθάρια ἔπεφταν βροχὴ στὸ ἅγιο κεφάλι τοῦ Στεφάνου, ἐκεῖνος εἶπε· «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ γονατισμένος φώναξε δυνατά· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Ἔτσι, μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, μιμήθηκε τὸ Χριστό μας, σφράγισε τὴ ζωή του καὶ ἔγινε ὁ πρωτομάρτυς τῆς Ἐκκλησίας.
Κάπου ἐκεῖ κοντὰ νά ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες ματωμένες. Φρίκη. Ρωτοῦμε καὶ μαθαίνουμε, ὅτι ἐδῶ πρὶν λίγο ἔγινε φόνος, ἐκτελέσθηκε ἄνθρωπος. –Ποιός ἦταν αὐτός; –Κάποιος Στέφανος. –Πῶς τὸν θανάτωσαν; –Μὲ πέτρες…
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι τότε τοὺς καταδίκους εἰς θάνατον οἱ μὲν Ῥωμαῖοι τοὺς σταύρωναν μὲ καρφιὰ πάνω στὰ ξύλα, οἱ Ἑβραῖοι ὅμως τοὺς θανάτωναν μὲ λιθοβολισμό· τοὺς ἔβγαζαν δηλαδὴ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι ἢ τὸ χωριό, τοὺς γύμνωναν, ἔπαιρναν ὅλοι ἀπὸ ἕνα λιθάρι, τό ᾽ρριχναν μὲ ὁρμὴ πάνω στὸν κατάδικο, κι αὐτὸς ξεψυχοῦσε κάτω ἀπ᾽ τὶς πέτρες.
–Μὰ τί κακὸ ἔκανε ἆραγε ὁ Στέφανος; Διέπραξε κανένα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα ἐκεῖνα ποὺ προβλέπει ὁ μωσαϊκὸς νόμος νὰ τιμωροῦνται μὲ τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν; Μήπως σκότωσε; μήπως ἀτίμασε καμμιὰ γυναῖκα, μοίχευσε ἢ ἐπόρνευσε; μήπως ἔβλαψε κάποιον; μήπως ἔδωσε ψεύτικο ὅρκο; ἢ μήπως βλαστήμησε τὸ Θεό, ποὺ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἦταν τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα; Τίποτα ἀπὸ αὐτά. Γιατί λοιπὸν νὰ θανατωθῇ μὲ τέτοιο οἰκτρὸ τρόπο;
Θέλετε νὰ μάθετε τὴν αἰτία; Ἤσκησε ἔλεγχο, εἶπε τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ κόστισε τὴ ζωή· αὐτὴ ποὺ καὶ τὸν Σωκράτη πότισε μὲ τὸ κώνειο, αὐτὴ ποὺ καὶ ἄλλους ἥρωες ὡδήγησε στὸ θάνατο. Γιὰ τὴν ἀλήθεια καταδικάστηκε ὁ Στέφανος, γιὰ τὸν ἔλεγχο. Τί ἔλεγχο;
Τὸν ἀκούσατε τὸν μακρὸ σημερινὸ ἀπόστολο, τὸν προσέξατε; Τί εἶνε· εἶνε ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου. Ἐνώπιον δικαστηρίου ἑκατὸ καὶ πλέον μελῶν (γραμματέων, φαρισαίων, ἀρχιερέων, ἱερέων) ἐκλήθη νὰ ἀπολογηθῇ. Τοὺς κολάκευσε, ὅπως κάνουν συνήθως στὰ δικαστήρια οἱ κατηγορούμενοι; προσπάθησε νὰ προβάλῃ ἐπιχειρήματα, νὰ ἑλκύσῃ τὴν εὔνοια τῶν δικαστῶν; Ὄχι. Μίλησε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας καὶ εἰλικρινείας. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διαβάστε μία καὶ δύο φορὲς τὸ 7ο (ζ΄) κεφάλαιο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων· καὶ ἂν δὲν κλάψετε, τότε εἶστε βράχια, εἶστε κ᾽ ἐσεῖς πέτρες. Τί τοὺς εἶπε; Τὸ νόημα μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ ἑξῆς.
–Ἐσεῖς, λέει, ποὺ ἑτοιμάζεστε νὰ μὲ δικάσετε, καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε πατρίδα ἔνδοξη, ὅτι εἶστε λαὸς περιούσιος, ἐκλεκτός, ξεχωρισμένος ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη. Καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε ἐνδόξους προγόνους· τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰωσήφ, τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἰερεμία, τὸ Δαυΐδ. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Μπορεῖ νά ᾿χετε τὰ ἴδια ὀνόματα, νὰ λέγεστε Ἀβραὰμ Ἰσαὰκ Ἰωσήφ· μπορεῖ νὰ μιλᾶτε τὴν ἴδια γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν οἱ προφῆτες· μπορεῖ νὰ κατοικῆτε μέσα στὰ σπίτια ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖνοι· μπορεῖ νὰ περπατᾶτε στοὺς ἴδιους δρόμους καὶ πλατεῖες. Μπορεῖ νὰ τά ᾽χετε ὅλ᾽ αὐτά, ἀλλὰ δὲν τοὺς μοιάζετε.
Τί κοινὸ ἔχετε σεῖς μὲ τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης; Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν φιλόξενος, ἐσεῖς εἶστε ἀφιλόξενοι (τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς βρῆκε κλειστὰ ὅλα τὰ σπίτια, κ᾽ ἡ Παναγία ἔμεινε ἔξω νὰ τουρτουρίζῃ). Ἐκεῖνοι ἦταν ἁγνοί, ἐσεῖς εἶστε φαῦλοι. Ἐκεῖνοι ἦταν πατριῶτες, ἐσεῖς πουλᾶτε τὴν πατρίδα γιὰ ἀργύρια, δὲν ἔχετε καμμία πατρίδα. Σὲ τίποτα δὲν μοιάζετε μ᾽ ἐκείνους.
Ὄχι μόνο δὲν τοὺς μοιάζετε, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως μοιάζετε μὲ κάτι ἄλλους· μὲ τοὺς διῶκτες τους, ἐκείνους ποὺ κατεδίωξαν τοὺς προφῆτες καὶ ἁγίους τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ναί· δὲν τοὺς κατεδίωξαν ξένοι, οἱ Ἑβραῖοι τοὺς κατεδίωξαν. Πόσα ὑπέφερε ὁ Ἀβραὰμ στὴ ζωή του, πόσα ὑπέφερε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες καὶ ἀσεβεῖς Ἰσραηλῖτες! Πόσα ὑπέφερε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ λαό του! Πόσο ὑπέφερε ὁ Ἠσαΐας, ποὺ τὸν πριόνισαν καὶ τὸν πέταξαν στὰ ποτάμια. Τί ὑπέφερε ὁ Ἰερεμίας, ποὺ τὸν ἔφτυσαν στὸ πρόσωπο, ποὺ χέρια φαύλων καὶ ἀναξίων ἱερέων τὸν χαστούκισαν καὶ τὸν ἔδειραν! Πόσα δὲν ἔκαναν αὐτοὶ στοὺς ἁγίους; Κ᾽ ἐσεῖς τοὺς μιμεῖσθε· ὅ,τι ἔκαναν αὐτοί, κάνετε κ᾽ ἐσεῖς.
Ἐσεῖς μάλιστα τοὺς ξεπεράσατε· φτάσατε στὸ ζενὶθ τῆς κακοηθείας καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Δεῖξτε τὰ χέρια σας· εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν Ἀθῴου. Ἐσεῖς ἤσασταν ποὺ κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ φωνάζατε σὰν τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ τσακάλια «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ἐσεῖς καταδικάσατε τὸν Ἀκηλίδωτο, τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Εἶστε Χριστοκτόνοι – Θεοκτόνοι.
Αὐτὰ τοὺς εἶπε. Ἔ, ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτά, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε! Χλώμιασαν, ἔφραξαν τ᾿ αὐτιά τους· τὰ μάτια κοκκίνισαν, τὸ στόμα ἄφριζε, ἡ γλῶσσα τραύλιζε, τὰ δόντια ἔτριζαν. Καὶ ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ πρόσωπο τοῦ Στεφάνου ἔλαμπε σὰν τοῦ ἀγγέλου κ᾽ ἔβλεπε ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Χριστὸ στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ὥρμησαν πάνω του ὅλοι μαζί, τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι κι ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν.
Μεταξὺ αὐτῶν ποιός ἦταν; –δὲν ἔχω καιρό, θὰ χρειαζόταν ἰδιαίτερο κήρυγμα– μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἕνα παλληκαράκι δεκαεπτὰ ἐτῶν. Ποιός; Ὁ Σαῦλος, ὁ μετέπειτα Παῦλος! Φώναζε κι αὐτὸς «θάνατος στὸ Στέφανο!». Ἀλλ᾽ ὦ Χριστέ, ποὺ ξέρεις νὰ παίρνεις λύκους καὶ νὰ τοὺς κάνῃς ἀρνιά! αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί, καὶ ὄχι μόνο ἀρνὶ ἀλλὰ καὶ μέγας ἀπόστολος.
Καὶ ἐνῷ τὰ λιθάρια ἔπεφταν βροχὴ στὸ ἅγιο κεφάλι τοῦ Στεφάνου, ἐκεῖνος εἶπε· «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ γονατισμένος φώναξε δυνατά· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Ἔτσι, μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, μιμήθηκε τὸ Χριστό μας, σφράγισε τὴ ζωή του καὶ ἔγινε ὁ πρωτομάρτυς τῆς Ἐκκλησίας.
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀγαπητοί μου, ποιό εἶνε; Ἐὰν ὁ Στέφανος μιλοῦσε ἄλλη
γλῶσσα, γλῶσσα διπλωματίας καὶ κολακείας, θὰ γλύτωνε τὴ ζωή του. Θὰ ζοῦσε δέκα
– εἴκοσι – τριάντα χρόνια· δὲν θὰ ἦταν ὅμως σήμερα ὁ ἅγιος, ποὺ μαζευόμαστε νὰ
τιμήσουμε τὴ μνήμη του.
Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Στὴν παλαιὰ διαθήκη, ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε τοὺς βασιλεῖς Ἰεζάβελ καὶ Ἀχαάβ. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἤλεγξε τοὺς ἱερεῖς. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὸ ἴδιο. Στὴν καινὴ διαθήκη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ θὰ ἑορτάσουμε (7 Ἰανουαρίου), δὲν κολάκευσε· ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα, εἶπε στὸν Ἡρῴδη «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18), καὶ πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤλεγξε τὸ κακὸ καὶ εἶπε· «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Α΄ Τιμ. 5,20). Σὲ λίγο θὰ γιορτάσουμε καὶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας, ποὺ ἤλεγξαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες.
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὰ σήμερα οἱ ποιμένες, οἱ ἱεροκήρυκες καὶ προπαντὸς οἱ ἐπίσκοποι. Τί σχέσι ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸν Στέφανο; Ὦ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ποῦ εἶνε ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα σου; Ποῦ καταντήσαμε;
Νὰ σᾶς πῶ ποῦ καταντήσαμε; Κρατοῦμε βούρτσα καὶ βουρτσίζουμε – κολακεύουμε τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας· δὲν ἔχουμε τὸ σθένος νὰ ἐλέγξουμε· δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ διακινδυνεύσουμε τὴ ζωή μας γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ λαὸ ποὺ ὑποφέρει.
Ἀλλά, Χριστέ, σὺ ποὺ ἔδωσες θάρρος στὸν Στέφανο, δός μας κ᾽ ἐμᾶς τοὺς μικρούς!
Παρακαλέστε τὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὴ νέα γενεὰ νὰ βγοῦν πάλι νέοι ἱερεῖς, κήρυκες, θεολόγοι, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν τὸν Στέφανο νὰ διδάξουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ ποῦν· «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν», ὣς πότε θ᾽ «ἀντιπίπτετε τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ»; (Πράξ. 7,51). Ἀμήν.
Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Στὴν παλαιὰ διαθήκη, ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε τοὺς βασιλεῖς Ἰεζάβελ καὶ Ἀχαάβ. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἤλεγξε τοὺς ἱερεῖς. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὸ ἴδιο. Στὴν καινὴ διαθήκη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ θὰ ἑορτάσουμε (7 Ἰανουαρίου), δὲν κολάκευσε· ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα, εἶπε στὸν Ἡρῴδη «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18), καὶ πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤλεγξε τὸ κακὸ καὶ εἶπε· «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Α΄ Τιμ. 5,20). Σὲ λίγο θὰ γιορτάσουμε καὶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας, ποὺ ἤλεγξαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες.
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὰ σήμερα οἱ ποιμένες, οἱ ἱεροκήρυκες καὶ προπαντὸς οἱ ἐπίσκοποι. Τί σχέσι ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸν Στέφανο; Ὦ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ποῦ εἶνε ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα σου; Ποῦ καταντήσαμε;
Νὰ σᾶς πῶ ποῦ καταντήσαμε; Κρατοῦμε βούρτσα καὶ βουρτσίζουμε – κολακεύουμε τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας· δὲν ἔχουμε τὸ σθένος νὰ ἐλέγξουμε· δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ διακινδυνεύσουμε τὴ ζωή μας γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ λαὸ ποὺ ὑποφέρει.
Ἀλλά, Χριστέ, σὺ ποὺ ἔδωσες θάρρος στὸν Στέφανο, δός μας κ᾽ ἐμᾶς τοὺς μικρούς!
Παρακαλέστε τὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὴ νέα γενεὰ νὰ βγοῦν πάλι νέοι ἱερεῖς, κήρυκες, θεολόγοι, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν τὸν Στέφανο νὰ διδάξουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ ποῦν· «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν», ὣς πότε θ᾽ «ἀντιπίπτετε τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ»; (Πράξ. 7,51). Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Κων/νου
& Ἑλένης πλ. Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ π.Χ.Γεν. 27-12-1964
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 107β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=63691
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 107β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=63691
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου