Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

O EΛΕΓΧΟΣ, «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠ­σίν

Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου
27 Δεκεμβρίου
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

O EΛΕΓΧΟΣ

«Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠ­σίν…» (Πράξ. 7,51)
Τὸ κήρυγμα, ἀγαπητοί μου, εἶνε «φῶς τῶν ἐν σκότει» (῾Ρωμ. 2,20) καὶ «σκιᾷ καθημένων» (Λουκ. 1,79. Ἠσ. 9,2=Ματθ. 4,16), παρηγορία τῶν τεθλιμμένων. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ οἰ­κοδομή, διδασκαλία, κατήχη­σις, ἑρμηνεία γραφῶν, εἶνε ἀκόμη καὶ ἔ­λεγχος τῶν ἁμαρτανόντων. Ἐδῶ κάποιοι διαφωνοῦν.
–Οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας, λέ­νε, νὰ περιοριστοῦν στὶς ἱεροτελεστί­ες στὸ ναό… Ἂν τώρα ἔ­­ξω ὁ διάβολος ξεθεμελιώνῃ σχολεῖα καὶ σπίτια, ἂν κηρύττῃ ἀθεΐα, ἂν στὴν κοινω­νία σπέρνῃ ἀδι­κία, ἂν βάζῃ φωτιὰ στὸ σύμπαν, οἱ κλη­ρικοὶ δὲν χρειάζεται ν᾽ ἀνησυχοῦν· ἂς ἀρ­κεσθοῦν στὶς εἰσπράξεις καὶ τὸν κορβανᾶ τους· ἀπαγορεύεται στοὺς κήρυκες νὰ ἐλέγχουν.

Δὲν ξέρω, ἀγαπητοί μου, τί γνώμη ἔχετε σεῖς ἐπ᾽ αὐτοῦ. Σ᾿ ἕνα ἔθνος ἱστορικό, ποὺ μὲ τὸν κλῆρο του ἔφτειαξε βασίλειο καὶ ἀγωνίστηκε σὲ ὅλα τὰ πεδία, θέλετε τὸν παπᾶ κλεισμένο στὸ καβούκι του καὶ ἀδιάφορο γιὰ ὅλα τ᾽ ἄλλα; Τὴν ἀπάντησι πάντως στοὺς κυρίους αὐ­τοὺς τὴν δίνει σήμερα ὄχι ὁ ὑποφαινόμενος κή­ρυκας ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος. Τὸν ἀκούσατε;

* * *

Ἂς φύγουμε πρὸς στιγμὴν ἀ­πὸ τὸ παρόν, ἂς γυρίσουμε πίσω. Μὲ τὰ φτε­ρὰ τῆς φαντασίας ἂς δι­ασχίσουμε τοὺς αἰῶνες κι ἂς σταθοῦμε στὰ Ἰεροσόλυμα τὸ 33 μ.Χ.. Εἶνε τὸ ἔτος ποὺ ὁ Κύριός μας σταυρώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὸ Γολγοθᾶ. Τὰ βράχια τοῦ λόφου εἶνε ἀκόμα κόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.
Κάπου ἐκεῖ κοντὰ νά ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες ματωμέ­νες. Φρίκη. Ρωτοῦμε καὶ μαθαίνου­με, ὅτι ἐ­δῶ πρὶν λίγο ἔγινε φόνος, ἐκτελέσθη­κε ἄν­θρωπος. –Ποιός ἦταν αὐτός; –Κάποιος Στέ­φανος. –Πῶς τὸν θανάτωσαν; –Μὲ πέτρες…
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι τότε τοὺς καταδίκους εἰς θάνατον οἱ μὲν Ῥωμαῖοι τοὺς σταύ­ρωναν μὲ καρφιὰ πάνω στὰ ξύλα, οἱ Ἑ­βραῖοι ὅμως τοὺς θανάτωναν μὲ λιθοβολισμό· τοὺς ἔβγαζαν δηλαδὴ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόλι ἢ τὸ χωριό, τοὺς γύμνωναν, ἔπαιρναν ὅλοι ἀπὸ ἕνα λιθά­ρι, τό ᾽ρριχναν μὲ ὁρμὴ πάνω στὸν κατάδικο, κι αὐτὸς ξεψυχοῦσε κάτω ἀπ᾽ τὶς πέτρες.
–Μὰ τί κακὸ ἔκανε ἆραγε ὁ Στέφανος; Δι­έπραξε κανένα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα ἐκεῖνα ποὺ προβλέπει ὁ μωσαϊκὸς νόμος νὰ τιμωροῦνται μὲ τὴν ἐ­σχάτη τῶν ποινῶν; Μήπως σκότωσε; μήπως ἀτίμασε καμμιὰ γυναῖκα, μοίχευσε ἢ ἐ­πόρνευσε; μήπως ἔβλαψε κάποιον; μήπως ἔ­δωσε ψεύτικο ὅρκο; ἢ μήπως βλαστήμησε τὸ Θεό, ποὺ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἦταν τὸ μεγαλύ­τερο ἔγκλημα; Τίποτα ἀπὸ αὐτά. Γιατί λοι­πὸν νὰ θανατωθῇ μὲ τέτοιο οἰκτρὸ τρόπο;
Θέλετε νὰ μάθετε τὴν αἰτία; Ἤσκησε ἔλεγχο, εἶπε τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ κόστι­­σε τὴ ζωή· αὐτὴ ποὺ καὶ τὸν Σωκρά­τη πότισε μὲ τὸ κώνειο, αὐτὴ ποὺ καὶ ἄλλους ἥρωες ὡ­δήγησε στὸ θάνατο. Γιὰ τὴν ἀλήθεια καταδικά­στηκε ὁ Στέφανος, γιὰ τὸν ἔλεγχο. Τί ἔλεγχο;
Τὸν ἀκούσατε τὸν μακρὸ σημερινὸ ἀπόστο­λο, τὸν προσέξατε; Τί εἶνε· εἶνε ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου. Ἐνώπιον δικαστηρίου ἑκατὸ καὶ πλέ­ον μελῶν (γραμματέων, φαρισαίων, ἀρχιερέων, ἱερέων) ἐκλήθη νὰ ἀπολογηθῇ. Τοὺς κολά­κευσε, ὅπως κάνουν συνήθως στὰ δικαστή­ρια οἱ κατηγορούμενοι; προσπάθησε νὰ προβάλῃ ἐπιχειρήματα, νὰ ἑλκύ­σῃ τὴν εὔνοια τῶν δικαστῶν; Ὄχι. Μίλησε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἀ­λη­θείας καὶ εἰλικρινείας. Ὅ­ταν πᾶτε στὸ σπίτι ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διαβάστε μία καὶ δύο φορὲς τὸ 7ο (ζ΄) κεφάλαιο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων· καὶ ἂν δὲν κλάψετε, τότε εἶστε βράχια, εἶστε κ᾽ ἐσεῖς πέτρες. Τί τοὺς εἶπε; Τὸ νόημα μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ ἑξῆς.
–Ἐσεῖς, λέει, ποὺ ἑτοιμάζεστε νὰ μὲ δικάσετε, καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε πατρίδα ἔνδοξη, ὅτι εἶ­στε λαὸς περιούσιος, ἐκλεκτός, ξεχωρισμένος ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη. Καυχᾶσθε ὅτι ἔχετε ἐν­δόξους προγόνους· τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰωσήφ, τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἰερεμία, τὸ Δαυΐδ. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦ­το; Μπορεῖ νά ᾿χετε τὰ ἴδια ὀνόματα, νὰ λέ­γε­στε Ἀβραὰμ Ἰσαὰκ Ἰωσήφ· μπορεῖ νὰ μιλᾶ­τε τὴν ἴδια γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν οἱ προφῆ­τες· μπορεῖ νὰ κατοικῆτε μέσα στὰ σπίτια ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖνοι· μπορεῖ νὰ περπατᾶτε στοὺς ἴδιους δρόμους καὶ πλατεῖες. Μπορεῖ νὰ τά ᾽χετε ὅλ᾽ αὐτά, ἀλλὰ δὲν τοὺς μοιάζετε.
Τί κοινὸ ἔχετε σεῖς μὲ τοὺς μεγάλους ἐκείνους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης; Ὁ Ἀβρα­ὰμ ἦταν φιλόξενος, ἐσεῖς εἶστε ἀφιλόξενοι (τὴ νύχτα ποὺ γεννήθη­κε ὁ Χριστὸς βρῆκε κλειστὰ ὅλα τὰ σπίτια, κ᾽ ἡ Παναγία ἔ­μεινε ἔξω νὰ τουρτουρίζῃ). Ἐκεῖνοι ἦταν ἁγνοί, ἐσεῖς εἶστε φαῦλοι. Ἐκεῖνοι ἦταν πατριῶτες, ἐ­σεῖς πουλᾶ­τε τὴν πατρίδα γιὰ ἀργύρια, δὲν ἔ­χετε καμμία πατρίδα. Σὲ τίποτα δὲν μοιάζετε μ᾽ ἐκείνους.
Ὄχι μόνο δὲν τοὺς μοιάζετε, ἀλλ᾽ ἀν­τιθέτως μοιάζετε μὲ κάτι ἄλλους· μὲ τοὺς δι­ῶκτες τους, ἐκείνους ποὺ κατεδίωξαν τοὺς προ­φῆτες καὶ ἁγίους τῆς παλαιᾶς δι­αθήκης. Ναί· δὲν τοὺς κατεδίωξαν ξένοι, οἱ Ἑβραῖοι τοὺς κα­τεδίωξαν. Πόσα ὑπέφερε ὁ Ἀβραὰμ στὴ ζωή του, πόσα ὑπέφερε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τοὺς ἀν­τάρ­τες καὶ ἀ­σεβεῖς Ἰσραηλῖτες! Πόσα ὑπέφερε ὁ Δαυῒδ ἀπὸ τὸ λαό του! Πόσο ὑπέφερε ὁ Ἠ­σαΐας, ποὺ τὸν πριόνισαν καὶ τὸν πέταξαν στὰ ποτάμια. Τί ὑπέφερε ὁ Ἰερε­μίας, ποὺ τὸν ἔφτυσαν στὸ πρόσωπο, ποὺ χέρια φαύλων καὶ ἀναξίων ἱερέ­ων τὸν χαστούκισαν καὶ τὸν ἔδειραν! Πόσα δὲν ἔκαναν αὐτοὶ στοὺς ἁγίους; Κ᾽ ἐσεῖς τοὺς μιμεῖσθε· ὅ,τι ἔκαναν αὐτοί, κάνετε κ᾽ ἐσεῖς.
Ἐσεῖς μάλιστα τοὺς ξεπεράσατε· φτάσατε στὸ ζενὶθ τῆς κακοηθείας καὶ τοῦ ἐγκλήματος. Δεῖξτε τὰ χέρια σας· εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν Ἀθῴου. Ἐσεῖς ἤσασταν ποὺ κά­τω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου τὴ Μεγάλη Παρα­σκευὴ φωνάζατε σὰν τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ τσακάλια «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21). Ἐ­σεῖς καταδικάσατε τὸν Ἀκηλίδωτο, τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Εἶστε Χριστοκτόνοι – Θεοκτόνοι.
Αὐτὰ τοὺς εἶπε. Ἔ, ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτά, τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε! Χλώμιασαν, ἔφραξαν τ᾿ αὐτιά τους· τὰ μάτια κοκκίνισαν, τὸ στόμα ἄ­φριζε, ἡ γλῶσσα τραύλιζε, τὰ δόντια ἔτριζαν. Καὶ ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ πρόσωπο τοῦ Στεφάνου ἔλαμπε σὰν τοῦ ἀγγέλου κ᾽ ἔβλεπε ἀ­νοιγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Χριστὸ στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ὥρμησαν πάνω του ὅ­λοι μαζί, τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι κι ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν.
Μεταξὺ αὐτῶν ποιός ἦταν; –δὲν ἔχω καιρό, θὰ χρειαζόταν ἰδιαίτερο κήρυγμα– μεταξὺ αὐ­τῶν ἦταν ἕνα παλληκαράκι δεκαεπτὰ ἐτῶν. Ποιός; Ὁ Σαῦλος, ὁ μετέπειτα Παῦλος! Φώνα­ζε κι αὐτὸς «θάνατος στὸ Στέφανο!». Ἀλλ᾽ ὦ Χριστέ, ποὺ ξέρεις νὰ παίρνεις λύκους καὶ νὰ τοὺς κάνῃς ἀρνιά! αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί, καὶ ὄχι μόνο ἀρνὶ ἀλλὰ καὶ μέγας ἀπόστολος.
Καὶ ἐνῷ τὰ λιθάρια ἔπεφταν βροχὴ στὸ ἅ­γιο κεφάλι τοῦ Στεφάνου, ἐκεῖνος εἶπε· «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ γονατισμένος φώναξε δυνατά· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Ἔτσι, μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, μιμήθηκε τὸ Χριστό μας, σφράγισε τὴ ζωή του καὶ ἔγινε ὁ πρωτομάρτυς τῆς Ἐκκλησίας.

* * *

Τὸ συμπέρασμα, ἀγαπητοί μου, ποιό εἶνε; Ἐὰν ὁ Στέφανος μιλοῦσε ἄλλη γλῶσσα, γλῶσ­σα διπλωματίας καὶ κολακείας, θὰ γλύτωνε τὴ ζωή του. Θὰ ζοῦσε δέκα – εἴκοσι – τριάντα χρό­νια· δὲν θὰ ἦταν ὅμως σήμερα ὁ ἅγιος, ποὺ μα­ζευόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη του.
Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Στὴν παλαιὰ διαθήκη, ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε τοὺς βασιλεῖς Ἰεζάβελ καὶ Ἀχαάβ. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας ἤλεγξε τοὺς ἱερεῖς. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὸ ἴδιο. Στὴν καινὴ διαθήκη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ θὰ ἑορτάσουμε (7 Ἰανουαρίου), δὲν κολάκευσε· ἀ­νέβηκε στὰ ἀνάκτορα, εἶπε στὸν Ἡρῴδη «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18), καὶ πλή­ρωσε μὲ τὴ ζωή του τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος ἤλεγξε τὸ κακὸ καὶ εἶ­πε· «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπι­ον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔ­χω­σι» (Α΄ Τιμ. 5,20). Σὲ λίγο θὰ γιορτάσουμε καὶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας, ποὺ ἤ­λεγξαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες.
Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὰ σήμερα οἱ ποιμένες, οἱ ἱεροκήρυκες καὶ προπαντὸς οἱ ἐπίσκοποι. Τί σχέσι ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸν Στέφανο; Ὦ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, ποῦ εἶνε ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα σου; Ποῦ καταντήσαμε;
Νὰ σᾶς πῶ ποῦ καταντήσαμε; Κρατοῦμε βούρτσα καὶ βουρτσίζουμε – κολακεύουμε τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας· δὲν ἔχουμε τὸ σθένος νὰ ἐλέγξουμε· δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ διακινδυνεύσου­με τὴ ζωή μας γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ λαὸ ποὺ ὑποφέρει.
Ἀλλά, Χριστέ, σὺ ποὺ ἔδωσες θάρρος στὸν Στέφανο, δός μας κ᾽ ἐμᾶς τοὺς μικρούς!
Παρακαλέστε τὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὴ νέα γενεὰ νὰ βγοῦν πάλι νέοι ἱερεῖς, κήρυκες, θεολόγοι, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν τὸν Στέφανο νὰ διδάξουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ ποῦν· «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν», ὣς πότε θ᾽ «ἀντιπίπτετε τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ»; (Πράξ. 7,51). Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης πλ. Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ π.Χ.Γεν. 27-12-1964
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 107β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=63691


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου