και οι σύγχρονοι διακινητές της 
Του Ιωάννη Β. Κογκούλη                          
Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ως γνωστόν, η ρουμανική προπαγάνδα, η οποία, κατά τον Ευάγγελο Αβέρωφ, «ως τεχνητό δημιούργημα αποτελεί ίσως κάτι το μοναδικό και εκπληκτικό στη διεθνή ιστορία»στηρίχτηκε τον 19ο αιώνα σε εξωμότες Αρμάνους (Βλαχόφωνους), αλλά και σε ξένους επιστήμονες, αποδέκτες, για την προβολή της, οικονομικών ανταλλαγμάτων προερχομένων, κυρίως, από την Αυστρία, μέσω, ασφαλώς της Ρουμανίας, η οποία τότε επιδίωκε την είσοδο και κυριαρχία της στα Βαλκάνια. Σε αυτούς  ανήκουν οι: A. E. Picot και G.Weigand.

Η εν λόγω προπαγάνδα, πλήγωσε και εξακολουθεί να πληγώνει τον Αρμανόφωνο (Βλαχόφωνο) Ελληνισμό, ενώ, παράλληλα, συνετέλεσε στο να αναγκαστεί σημαντικός αριθμός Αρμάνων να κρύψει και, στη συνέχεια, να αποποιηθεί την αρμάνικη (βλάχικη) καταγωγή του.
Ειδικά, για τη στάση των Λαϊστινών απέναντι στη ρουμανική προπαγάνδα, αξίζει να σημειωθούν όσα αναφέρει ο Gustav Weigand κατά την επίσκεψή του στη Λάϊστα στις 26-27 Οκτωβρίου 1889«Οι άνθρωποι μιλούν με φοβερό θυμό για τη ρουμανική προπαγάνδα. Λένε ότι είναι Έλληνες και ότι θέλουν να είναι Έλληνες, παρόλο που η πλειοψηφία των κατοίκων, συγκεκριμένα των γυναικών, δεν καταλαβαίνουν ούτε μια λέξη ελληνικά…».
Δυστυχώς, η ρουμανική προπαγάνδα φαίνεται να συνεχίζεται και, μάλιστα, με νέες μορφές. Έτσι, ακόμη και σήμερα εκφράζονται κάποιες «δυναμικές απόψεις», προερχόμενες, κυρίως, από «αλυτρωτικούς κύκλους» του εξωτερικού, οι οποίοι για πολλές δεκαετίες έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα και οι οποίοι εξακολουθούν να δηλητηριάζουν τους εναπομείναντες Αρμάνους (Βλαχόφωνους Έλληνες). Σε αυτούς τους κύκλους φαίνεται να εντάσσεται και το αυτοαποκαλούμενο «Συμβούλιο των Μακεδονοαρμάνων» (Consiliul armanilor), το οποίο, προβάλλοντας τον μύθο της ύπαρξης ενός ξεχωριστού «έθνους των Βλάχων», επιδιώκει να μας εντάξει σε αυτό ως μέλη του. Ως προς το εν λόγω Συμβούλιο, εκτός των άλλων, παρατηρούμε:
α) Μάλλον, αυτό αποτελεί μετάλλαξη του «Μακεδορουμανικού Κομιτάτου», το γνωστό ως Societatea Culturala Macedo-Romana, το οποίο ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι το 1860 και είχε ως σκοπό να βοηθήσει, ιδιαίτερα, μέσω της εκπαίδευσης, επαρχίες που, κατ’ αυτούς κατοικούνταν από Ρουμάνους.
β) Η ονομασία του Συμβουλίου: «Μακεδονοαρμάνοι», συνιστά παραχάραξη της ιστορίας. Οι Μακεδονοαρμάνοι, όπως και οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί και οι Αιτωλοακαρνάνες Αρμάνοι (Βλάχοι) είναι οι γηγενείς Έλληνες/Ρωμιοί, Πελασγοί και Δωριείς το Γένος.Παρατηρείται, εν προκειμένω, εκ μέρους του αυτοαποκαλούμενου «Συμβουλίου των Μακεδονοαρμάνων» (Consiliul armanilor), κάτι ανάλογο με τον σφετερισμό από το κράτος των Σκοπίων του ονόματος της Μακεδονίας.
γ) Επειδή, σε αντίθεση με την παλαιότερη Ρουμανική προπαγάνδα που ήθελε όλους τους Αρμάνους (Βλάχους) Ρουμάνους στην καταγωγή, η με νέα μορφή της κάνει λόγο για την ύπαρξη ξεχωριστής Εθνότητας Αρμάνων (Βλάχων)!!!, σημειώνουμε πως, κατά τον Καθηγητή Ν. Α. Κατσάνη, «Οι λατινόφωνοι της Βαλκανικής δεν συνδέονται με κανένα δεσμό αίματος ή καταγωγής, παρά μόνον γλωσσικά και μάλιστα όχι κατά τρόπο απόλυτο». Εξάλλου, κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν δυνατόν να μην εκλατινιστούν από όλες τις ομάδες λαών που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους και να υποστηριχτεί ότι εκλατινίστηκαν μόνον όσοι ανήκαν σε μια ενιαία εθνολογική ομάδα. Ως εκ τούτου, αποτελεί απαράδεκτος ο ισχυρισμός ότι όλοι οι Αρμάνοι (Βλάχοι) είναι εθνολογικά συγγενείς μεταξύ τους, όπως φαίνεται να θέλει τους Αρμάνους (Βλάχους) της Βαλκανικής το αυτοαποκαλούμενο «Συμβούλιο των Μακεδονοαρμάνων» (Consiliul armanilor).   
Απέναντι σε τέτοιες απαράδεκτες κινήσεις, οι Λαϊστινοι Αρμάνοι (Βλαχόφωνοι Έλληνες) και ιδιαίτερα τα μέλη του Μορφωτικού Συλλόγου «Η Λάϊστα Ζαγορίου», ακολουθούντες το παράδειγμα των Λαϊστινών προγόνων μας, ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΟΥΜΕ ότι αποτελούμε αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κορμού. Μάλιστα, με υπερηφάνεια ο καθένας μας φέρει το όνομα Αρμάνος, δηλαδή, τον πολιτικό τίτλο του πολίτη της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, της Ρωμανία, της, κατά την Τουρκοκρατία, καλούμενης: Ρούμελη (=χώρα των Ρωμαίων).
Κατά συνέπεια, ως Έλληνες, γηγενείς κάτοικοι του ελληνικού χώρου, αντιδρώντας στις «δυναμικές απόψεις» των προερχομένων κυρίως από κύκλους του εξωτερικού, συνεχιστών της μεταλλαγμένης ρουμανικής προπαγάνδας, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΜΕ κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στην αποκοπή μας από τις ρίζες μας και, μάλιστα, την προερχόμενη από αυτούς που ανιστόρητα είτε μας θέλουν Ρουμάνους, δηλαδή, μέλη ενός έθνους, το οποίο αποτελεί αμάλγαμα επιμέρους εθνικοτήτων, ή, κατά τον Χ. Οικονόμου, «μιγάδα λαόν» (βλ. Ευρώπη ήτοι γεωγραφικόν αναγνωσματάριον προς χρήσιν των δημοτικών σχολείων, Αθήνα 1886, σ. 102), είτε ως μια εθνική οντότητα, ξέχωρη από τον λοιπό ελληνικό κορμό.
Ως προς το ότι ο Ρουμανικός λαός αποτελεί αμάλγαμα επιμέρους εθνικοτήτων, ή «μιγάδα λαόν», αναφέρουμε πως στο χώρο που καταλαμβάνει το νεοπαγές κρατικό μόρφωμα, το οποίοτο 1852-1853  προσεταιρίστηκε το όνομα της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, δηλαδή, της Ρωμανίας (το αποκαλούμενο Βυζάντιο), και ονομάστηκε το ίδιο Ρωμανία (Ρουμανία στα Νεοελληνικά) ενδεικτικά σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Από τον 7ο αιώνα π. Χ. εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στις πλούσιες πεδιάδες του σημερινού κρατικού μορφώματος που προσεταιρίστηκε το όνομα Ρωμανία (Ρουμανία στα Νεοελληνικά) μεγάλος αριθμός επιμέρους εθνοτήτων, όπως είναι οι Κιμμέριοι, οι Σκύθες, οι Γέτες και οι Δάκες. Αργότερα το έτος 105 και 107 μ. Χ. ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Μάρκος Ούλπιος Τραϊανός υποτάσσει την εν λόγω περιοχή, προσελκύοντας εποίκους από το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ των ετών 271-275 μ. Χ. ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αυρηλιανός εγκαταλείπει την περιοχή αυτή και διατηρεί μόνο τη Δοβρουτσά, ενώ τους 3ο–5ο μ. Χ. αιώνες ο εν λόγω χώρος υποτάσσεται στους Γότθους, στους Γέπιδες και στους Ούνους. Τους 6ο–7ο μ. Χ.αιώνες υποτάσσονται οι κατοικούντες στην χώρα αυτή στους Αβάρους, ενώ τον 7ο μ. Χ. αιώνακαταλαμβάνεται από τους Σλάβους, τον 9ο μ. Χ. αιώνα υποτάσσεται στους Ούγγρους, τον 11ος– 13ος  μ. Χ. αιώνες η χώρα κατακτάται από τους  Κουμάνους, τον 10ο μ. Χ. αιώνα η Τρανσυλβανία κατακτάται από την Ουγγαρία και εποικίζεται από Μαγυάρους και Σάξονες. Παράλληλα, μετά τον 9ο μ. Χ.  εγκαθίστανται στη χώρα οι Σάξονες, οι Σέκελοι, οι Τεύτονες ιππότες και πολύ αργότερα οι Σουηβοί (ομάδα Γερμανών).
Αλήθεια, ποια από τις επιμέρους εθνότητες που εγκαταστάθηκαν στις πλούσιες πεδιάδες της χώρας των αυτοαποκληθέντων Ρωμάνων (Ρουμάνων στη Νεοελληνική), μετατρέποντας το όνομά της σε Αρμάνους (Βλάχους), τις εγκατέλειψαν για να επιλέξουν ως τόπο διαμονής τα δυσκολοδιάβατα βουνά της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας (Τουρκικά: Μπουγιούκ Βαλαχί= Μεγάλη Βλαχία) και Αιτωλοακαρνανίας (Τουρκικά: Κιουτσούκ Βαλαχί=Μικρή Βλαχία);
Στη συνέχεια, στην εν λόγω χώρα, έχουμε εγκατάσταση Εβραίων και Αθιγγάνων και, ιδιαίτερα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν η χώρα διοικείτο από Έλληνες/ Ρωμιούς Φαναριώτες Ηγεμόνες, εγκαταστάθηκαν σε αυτήν ένα εκατομμύριο (1.000.000) Έλληνες/Ρωμιοί.
Ειδικότερα, ως προς την ονομασία της χώρας ως Ρωμανία (Ρουμανία) σημειώνουμε ότι αυτή έγινε το έτος 1859 από τον τότε Ηγεμόνα της, τον από μητέρα Ρωμιά/Ελληνίδα AlexandruCuza, άριστο γνώστη της ρωμαίικης/ελληνικής γλώσσας. Ονοματοδότης («νουνός») της χώρας υπήρξε ο Έλληνας και πρώτος συγγραφέας της Ρουμανικής ιστορίας, Δανιήλ Φιλιππίδης, με καταγωγή από τη Θεσσαλία. Έτσι, επαναλαμβάνουμε, ότι οι Ρουμάνοι προσεταιρίστηκαν το όνομα της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, του καλουμένου Βυζαντίου, της Ρωμανίας.Όμως, όπως προαναφέρθηκε:
α) Η ρωμαϊκή επαρχία, η οποία καταλαμβάνει το χώρο της σημερινής Ρουμανίας, εγκαταλείφτηκε από τον Αυρηλιανό τον 3ο αιώνα (272 μ. Χ.).
β) Από τον 4ο αιώνα, στο πλαίσιο της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, του καλουμένου Βυζαντίου, έχουμε τη γένεση του όρου Romania.
Λίγο ενωρίτερα, στις συζητήσεις που φαίνεται να προηγήθηκαν για την αλλαγή της ονοματοδοσίας της χώρας, ο Αρμάνος (Βλαχόφωνος Έλληνας) διδάσκαλος του Γένους και μέλος των Ακαδημιών Μονάχου και Βερολίνου Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836) σημείωνε ότι «αρμόζει αυτοίς το εθνικόν όνονα Δακοί ουχί Ρωμούνοι και Δακία η χώρα και ουχί Ρωμανία».
Επειδή, τόσο η παλαιότερη ρουμανική προπαγάνδα, όσο και η νεότερη, η οποία κάνει λόγο για μια Εθνότητα Αρμάνων (Βλάχων)!!!, έχουν ως κοινή αφετηρία τη συγγένεια μεταξύ Αρμανικής και Ρουμανικής γλώσσας, ως προς τη συγγένειά τους σημειώνουμε ότι η Αρμανική γλώσσα, η οποία ομιλείται από τους γηγενείς Έλληνες/Ρωμιούς, Πελασγούς και Δωριείς το ΓένοςΑρμάνους (Βλάχους) του ελληνικού χώρου:
α) Είναι αυτόνομη νεολατινική γλώσσα, ενταγμένη ως αδελφή μεταξύ των άλλων νεολατινικών γλωσσών και, ασφαλώς, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί «κόρη» της Ρουμανικής, δηλαδή, διάλεκτό της.
β) Έχει ως μήτρα της την Πρωτοελληνική – Πελασγική και Δωρική και, επομένως,  δεν νοείται απλώς ως μια λατινογενής γλώσσα.
γ) Είχε ήδη διαμορφωθεί  από τη μάχη της Πύδνας το  168 π. Χ., ενώ η καλούμενη Ρουμανική άρχισε να διαμορφώνεται μετά το 107 μ. Χ., όταν η εν λόγω περιοχή καταλήφθηκε από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό, δηλαδή, τρεις περίπου αιώνες (για την ακρίβεια 275 χρόνια) αργότερα. Μάλιστα, ο Αυτοκράτορας Τραϊανός για την κατάληψη της σημερινής περιοχής που σήμερα καταλαμβάνει η Ρουμανία, χρησιμοποίησε την πέμπτη φάλαγγα, την καλούμενη tsinsari (tsinsiστα Αρμανικά (βλάχικα) σημαίνει πέντε), η οποία αποτελείτο και από αρμανόφωνους Έλληνες Μακεδόνες Ηπειρώτες κ.λπ.
δ) Μέσω των εγκατεστημένων απόμαχων Ρωμαίων στρατιωτών στην εν λόγω περιοχή και, ιδιαίτερα, των αρμανόφωνων Ελλήνων, η Αρμανική γλώσσα συνέβαλε στη διαμόρφωση της Ρουμανικής.
ε) Είναι συγγενέστερη προς την Ελβετική- Ραιτορωμανική, την Πορτογαλική, την Ισπανική, την Ιταλική και, στη συνέχεια, προς τη Ρουμανική.
στ) Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνει το ρουμανικό κράτος, ως εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείτο τόσο η ελληνική όσο και η σλαβική.

Με βάση τα ανωτέρω, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από όλους τους Λαϊστινούς και, μάλιστα, τους νέους του χωριού μας, όταν αυτοί έρχονται σε επικοινωνία με σύγχρονους κρυφούς ή φανερούς φορείς του, σε βάρος των Αρμάνων (Βλαχόφωνων Ελλήνων), επιδιωκόμενου τόσο με την παλαιότερη όσο και με τη νέα του μορφή ρουμανικού προσηλυτισμού.









Αναζητώντας τις ρίζες μας προσφεύγουμε πάντοτε σε σχετική βιβλιογραφία. Την εν λόγω βιβλιογραφία θα παραθέτουμε σταδιακά