Του Σάκη Μουμτζή
Ήταν Πέμπτη βράδυ της 8ης
Ιουλίου 1965 και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έτρωγε στο Καστρί με τον
γιο του Ανδρέα και τη νύφη του Μαργαρίτα, όταν κατά τις 21.30 ακούστηκε η
μοτοσικλέτα του αγγελιοφόρου με την πρώτη ανακτορική επιστολή. Ο πρωθυπουργός, όπως
αφηγείται ο Ανδρέας Παπανδρέου μεταγενέστερα, δεν πίστευε σε αυτά που διάβαζε.
Ήταν μια επιθετική επιστολή του βασιλιά που ουσιαστικά κατηγορούσε τον
πρωθυπουργό για ανάμιξη σε συνωμοσία κατά του πολιτεύματος. Συντάκτες αυτής της
επιστολής – που σηματοδοτούσε και επισήμως τη ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών – ήταν
οι Κ. Χοϊδάς και Π. Πιπινέλης, που ήταν σύμβουλοι των Ανακτόρων.
Ο Γ. Παπανδρέου το ίδιο
βράδυ συνέταξε την απαντητική επιστολή του στην οποία έθεσε την ιστορική
διακύβευση που αποτέλεσε και το σύνθημα των μετέπειτα αγώνων. «Συμφώνως προς το
πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά
διά της νομίμου κυβερνήσεως». Αλλά πώς έφτασαν τα γεγονότα σε αυτό το σημείο;
Ποια ήταν η αιτία της σύγκρουσης;
ΑΣΠΙΔΑ και ΙΔΕΑ
Το κεντρικό ζήτημα ήταν ο έλεγχος του στρατεύματος, καθώς μέσα στο
1965 στους κόλπους του είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη της οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ που
συγκρότησαν κατώτεροι αξιωματικοί και την ύπαρξη της οποίας γνώριζε ο Α.
Παπανδρέου. Η αποκάλυψή της προκάλεσε αναταραχή στο στράτευμα εντός του οποίου
κυριαρχούσε μία άλλη στρατιωτική οργάνωση, ο ΙΔΕΑ, με καταβολές στα χρόνια του
εμφυλίου πολέμου. Συγχρόνως, εντός του Ιουνίου 1965 έγινε γνωστό πως αριστεροί
φαντάροι προέβησαν σε πράξεις δολιοφθοράς στον Εβρο. Πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκαν
η σκευωρία και ο σκευωρός, που δεν ήταν άλλος από τον μετέπειτα δικτάτορα Γ.
Παπαδόπουλο.
Ετσι, κατέστη αναγκαία για την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου η
αποστρατεία του αρχηγού του ΓΕΣ Ι. Γεννηματά, τον οποίον κατηγορούσαν τα
στελέχη της Ενώσεως Κέντρου και οι προσκείμενες σε αυτήν εφημερίδες, πως είχε
ανάμιξη στις εκλογές του 1961, τις επονομαζόμενες εκλογές της βίας και της
νοθείας. Τον Ι. Γεννηματά όμως στήριζαν ο υπουργός Εθνικής Αμύνης της
κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς και τα Ανάκτορα. Ο Π.
Γαρουφαλιάς ήταν πιστός προσωπικός και πολιτικός φίλος του Γ. Παπανδρέου από τη
δεκαετία του 1920. Μάλιστα για περίπου 15 χρόνια μετά την Απελευθέρωση, μαζί με
τον Θεμιστοκλή Τσάτσο και τον Λουκή Ακρίτα αποτελούσαν τους «τρεις
σωματοφύλακές του». Διαχώρισε τη θέση του το 1961, καθώς διαφώνησε με τις
αντιβασιλικές αιχμές του ανένδοτου αγώνα. Ο Γ. Παπανδρέου βρήκε στο πρόσωπό του
τη χρυσή τομή γι' αυτό το τόσο κρίσιμο υπουργείο, γιατί ο Γαρουφαλιάς
απολάμβανε τόσο τη δική του εμπιστοσύνη όσο και των Ανακτόρων.
Όμως σοβαρά προβλήματα για τον πρωθυπουργό υπήρχαν και στη συνοχή
της κοινοβουλευτικής του ομάδας, καθώς η Ένωση Κέντρου ήταν ουσιαστικά η
συνένωση οκτώ κομμάτων που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1961, μία συνένωση που
υπάκουε στις ανάγκες του μετεμφυλιακού πολιτικού πλαισίου, να υπάρχει δηλαδή
απέναντι στην εθνικόφρονα κυβέρνηση και μία εθνικόφρων αντιπολίτευση. Οι
εκλογές του 1956 που έσπασαν την πολιτική απομόνωση της Αριστεράς, μόλις επτά
χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και οι εκλογές του 1958 που την
ανέδειξαν σε αξιωματική αντιπολίτευση, κατέστησαν αναγκαία την αναδιάταξη των
αποκαλούμενων εθνικών πολιτικών δυνάμεων. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Αριστεράς
στην Ελλάδα, σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, δεν ήταν αποδεκτός τόσο από το πλέγμα
των εγχώριων συμφερόντων όσο και από τον συμμαχικό παράγοντα που επιτηρούσε και
ρύθμιζε, κατά περίσταση, τις εξελίξεις. Έτσι, η ένωση των διάσπαρτων κεντρώων
δυνάμεων υπό τους Γεώργιο Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλο δεν άργησε να
μετατοπίσει τον πολιτικό άξονα προς τον μεσαίο χώρο με εισροές τόσο από την
Δεξιά όσο και από την Αριστερά.
Πάντως η Ένωση Κέντρου, παρά τη συγκολλητική ουσία της εξουσίας,
παρέμεινε ένα ετερόκλιτο κόμμα που η ενότητά του δεν ήταν δεδομένη. Αυτή η
κατάσταση επιτάθηκε από την παρουσία του Α. Παπανδρέου που προσπαθούσε να
εκφράσει τα πιο ριζοσπαστικά στελέχη του κόμματος, προκαλώντας όμως την
αντισυσπείρωση των συντηρητικών βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, που εκφραζόταν
μέσα από την παραδοσιακή κεντρώα εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα.
Οι αντιθέσεις στην επιφάνεια
Στην κρίσιμη λοιπόν στιγμή του ελέγχου του στρατεύματος, όλες
αυτές οι αντιθέσεις ήρθαν στην επιφάνεια. Ο υπουργός Αμύνης Π. Γαρουφαλιάς
αρνήθηκε να αποστρατεύσει τον Ι. Γεννηματά και όταν ο πρωθυπουργός ζήτησε την
παραίτησή του – στα τέλη Ιουνίου 1965 – αυτός αρνήθηκε. Τότε ο Γ. Παπανδρέου
έστειλε στα Ανάκτορα το διάταγμα της αντικατάστασης του υπουργού και συγχρόνως
διεμήνυσε στον βασιλιά – μέσω του Κ. Χοϊδά – πως αυτός θα αναλάβει το επίμαχο
υπουργείο. Ο βασιλιάς, επικαλούμενος την εμπλοκή του Α. Παπανδρέου στην υπόθεση
ΑΣΠΙΔΑ που βρισκόταν στο ανακριτικό στάδιο, ζήτησε στη δεύτερη επιστολή του
(11/7/1965) από τον πρωθυπουργό να ορίσει άλλο στέλεχος του κόμματός του στο
υπουργείο Εθνικής Αμύνης.
Την Κυριακή 11 Ιουλίου 1965 ο Γ. Παπανδρέου συναντάται στην
Κέρκυρα με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για να τον συγχαρεί για τη γέννηση της κόρης
του. Εξερχόμενος, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «υπάρχει πλήρης αρμονία απόψεων επί
του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας».
Στις 13 Ιουλίου ο Γ. Παπανδρέου συγκαλεί την κοινοβουλευτική ομάδα
του κόμματος που διαγράφει ομόφωνα τον Π. Γαρουφαλιά, ενώ το βράδυ της ίδιας
ημέρας καλεί στο Καστρί τον Κ. Χοϊδά και του επαναεπιβεβαιώνει την πρόθεσή του
να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Την ίδια ημέρα έχουμε την παρέμβαση
της ΕΔΑ που διαβλέποντας πού οδηγούνται τα πράγματα ζητεί από τον πρωθυπουργό
να μην παραιτηθεί η κυβέρνησή του.
Στις 14 Ιουλίου 1965 ο Κ. Χοϊδάς επιδίδει στον Γ. Παπανδρέου την
τρίτη βασιλική επιστολή στην οποία κάνει αποδεκτή την αντικατάσταση του Π.
Γαρουφαλιά, αλλά συγχρόνως διατυπώνει -εκ νέου- την αντίθεσή του στην ανάληψη
του υπουργείου από τον πρωθυπουργό της χώρας. Αυτή τη νύχτα τον επισκέπτονται
στο Καστρί προβεβλημένα στελέχη της Ένωσης Κέντρου και του ζητούν να παραμείνει
στην πρωθυπουργία, επικαλούμενα τον κίνδυνο της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου
έχει να επιλέξει τον προσωπικό εξευτελισμό του ή την έντιμη αποχώρηση από την
εξουσία. Και επιλέγει την παραίτησή του, όπως σημειώνει στη δεύτερη επιστολή
του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο με τη σημαδιακή ημερομηνία 15 Ιουλίου 1965.
Γράφει: «Είναι η υπεράσπισις της προσωπικής μου τιμής και της τιμής της
Δημοκρατίας. Δύναμαι να παύσω να είμαι πρωθυπουργός. Δεν αποτελεί ούτε
πολιτικήν, ούτε ηθικήν μείωσιν. Αλλά δεν δέχομαι να είμαι εξευτελισμένος
πρωθυπουργός».
Κυβέρνηση Νόβα
Στις 7 το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1965 ο Γ. Παπανδρέου
επισκέπτεται τον βασιλιά στα Ανάκτορα και του υποβάλλει προφορικά την παραίτησή
του. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, χωρίς να περιμένει την έγγραφη υποβολή της
παραίτησης, ορκίζει πρωθυπουργό -ώρα 8 μ.μ.- τον Γ. Νόβα, λίγο αργότερα υπουργό
Δημοσίας Τάξεως τον ναύαρχο Ι. Τούμπα και αμέσως μετά τον Στ. Κωστόπουλο
υπουργό Εξωτερικών. Στις 16 Ιουλίου συμπληρώνεται το υπουργικό συμβούλιο από
στελέχη που αποστάτησαν από την Ενωση Κέντρου, ενώ η Αθήνα συγκλονίζεται από
διαδηλώσεις.
Ετσι συντελέσθηκε η πτώση της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, με
τους ιστορικούς να ασχολούνται με πληθώρα ερωτημάτων. Γιατί ο πρωθυπουργός ενώ
γνώριζε τον δυσμενή συσχετισμό των δυνάμεων επέλεξε τη σύγκρουση; Γιατί άφησε
να δημοσιοποιηθεί η διαφωνία του με τον βασιλιά καθιστώντας έτσι αναπόφευκτη τη
ρήξη, καθώς καμία πλευρά δεν μπορούσε πλέον να υποχωρήσει για λόγους γοήτρου;
Πόσο συνέβαλε σε αυτήν του την απόφαση η ανάμιξη του γιου του Α. Παπανδρέου
στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ; Για ποιο λόγο ευθύς εξαρχής δεν συναντήθηκε με τον βασιλιά
Κωνσταντίνο, αλλά συνομιλούσαν μέσω του Κ. Χοϊδά, που είχε σημαντικό μερίδιο
ευθύνης για την τροπή που πήραν τα πράγματα; Γιατί υπαναχώρησε από την αρχική
συμφωνία με τον βασιλιά για τον αντιστράτηγο ε.α. Δ. Παπανικολόπουλο, ως
διάδοχο του Π. Γαρουφαλιά στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης;
Συμπεράσματα
Οι ευθύνες των Ανακτόρων για τα Ιουλιανά είναι αυταπόδεικτες και
έχουν αναλυθεί εξαντλητικά. Ομως και οι ευθύνες του Γεωργίου Παπανδρέου είναι
σημαντικές, τόσο για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της 15ης Ιουλίου όσο, κυρίως,
για τα όσα επακολούθησαν, όταν και πρόταξε το προσωπικό του γόητρο αδιαφορώντας
για την ενότητα του κόμματός του και την κατασίγαση των παθών.
Θα μπορούσαν να διατυπωθούν και πολλά άλλα ερωτήματα που κινούνται
στον χώρο των πολιτικών χειρισμών και των κινήσεων τακτικής των δύο πλευρών. Το
βασικό όμως ερώτημα είναι, αν ήταν δυνατόν, στις δεδομένες συνθήκες –
εσωτερικές και διεθνείς- μια κυβέρνηση του Κέντρου να ασκήσει πλήρη έλεγχο στο
στράτευμα. Ή αν αποφεύγονταν η μοιραία σύγκρουση τη 15η Ιουλίου 1965, μήπως
αυτή θα συνέβαινε αργότερα για κάποια άλλη αφορμή;
Η βαθύτερη γενεσιουργός αιτία των Ιουλιανών βρίσκεται στο γεγονός πως
το μετεμφυλιακό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις της γενιάς που δεν είχε βιώσει τις δραματικές συνέπειες του εμφυλίου
πολέμου. Της γενιάς που γεννήθηκε τη δεκαετία του '40 και ως εκ τούτου δεν
πρωταγωνίστησε στην εμφύλια διαμάχη. Αυτή η γενιά – που εισήλθε δυναμικά στην
πολιτική σκηνή από τις αρχές της δεκαετίας του '60- ζητούσε πλήρεις
δημοκρατικές ελευθερίες, χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς, κάτι που θα
διαρρήγνυε όμως τη συνοχή του καθεστώτος που οικοδομήθηκε με το τέλος του
εμφυλίου πολέμου. Ενα καθεστώς που εξασφάλιζε την ένταξή μας στον δυτικό κόσμο,
το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και το οικονομικό σύστημα του
καπιταλισμού υπό κρατική εποπτεία. Οπισθοφυλακή αυτού του καθεστώτος ήταν ο
Στρατός, που επιτηρούσε και ήλεγχε μακρόθεν.
Ακόμα και η παραμικρή διασάλευση αυτών των σταθερών του
μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος δεν ήταν αποδεκτή από τα κέντρα εξουσίας
τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ. Επί πλέον υποστηριζόταν και από ένα
σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού, καθώς η συντηρητική παράταξη συνολικά
εξέφραζε, κατ' ελάχιστον, το 40% του εκλογικού σώματος. Η πόλωση ήταν πλήρης,
με αβέβαιη την αναμέτρηση. Ομως ο συνολικός συσχετισμός των δυνάμεων το 1965
ήταν συντριπτικά εις βάρος αυτών που επιζητούσαν έναν επανακαθορισμό των
πολιτικών προτεραιοτήτων. Που ζητούσαν περισσότερες ελευθερίες.
Τα κέντρα εξουσίας απεχθάνονται την αβεβαιότητα και την αστάθεια, και πάντοτε επεμβαίνουν για να καλύψουν τυχόν κενά και ρήγματα. Αυτό το υποεκτίμησε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ υπερεκτίμησε την αποτελεσματικότητα των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει ένας νέος «ανένδοτος αγώνας». Ετσι, οδηγήθηκε σε μία οδυνηρή σύγκρουση.
Τα κέντρα εξουσίας απεχθάνονται την αβεβαιότητα και την αστάθεια, και πάντοτε επεμβαίνουν για να καλύψουν τυχόν κενά και ρήγματα. Αυτό το υποεκτίμησε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ υπερεκτίμησε την αποτελεσματικότητα των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει ένας νέος «ανένδοτος αγώνας». Ετσι, οδηγήθηκε σε μία οδυνηρή σύγκρουση.
* O Σάκης Μουμτζής είναι συγγραφέας
Πηγές:
1. Πότης Παρασκευόπουλος, Μαρτυρία 1963-1967, εκδ. Διάλογος,
1974.
2. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα 1964-1967, εκδ. Παπαζήση, 1989
3. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, 2014.
4. Γιάννης Στεφανίδης, Η δημοκρατία δυσχερής; Περιοδικό Μνήμων, τεύχος 29.
5. Ε-Ιστορικά, Ενωσις Κέντρου 1961-1967, 28 Ιουλίου 2005.
2. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα 1964-1967, εκδ. Παπαζήση, 1989
3. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, 2014.
4. Γιάννης Στεφανίδης, Η δημοκρατία δυσχερής; Περιοδικό Μνήμων, τεύχος 29.
5. Ε-Ιστορικά, Ενωσις Κέντρου 1961-1967, 28 Ιουλίου 2005.
** Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της
Παρασκευής 13 Ιουλίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου