Δεν είναι πρέπον να έχεις την ευκαιρία να πλήξεις τη φαυλότητα, την αθλιότητα, την τυραννία με όσες δυνάμεις έχεις κι εσύ, αντί για το ξίφος και τον δρόμο του πολεμιστή, να διαλέγεις τον ρόλο του θεατή
Περιφέρομαι, λοιπόν, σε αυτά εδώ τα μέρη και θρηνώ για τις συμφορές μου, σαν το πουλί που κάποιο φίδι ρημάζει τη φωλιά του και καταβροχθίζει τα μικρά του μπροστά στα μάτια του, δεν τολμά να πλησιάσει, όμως δεν αντέχει και να φύγει, και, διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη και στον φόβο, πετάει κραυγάζοντας γύρω από τη φωλιά που έχει καταλάβει ο εχθρός και μάταια πασχίζει με τους μητρικούς του θρήνους να μαλακώσει ένα πλάσμα που η φύση το έχει πλάσει ανελέητο».
Ηλιοδώρου «Αιθιοπικά», βιβλίο Β΄, ΧΙΙ 4, Αθήνα: 2002, εκδόσεις Κάκτος, σ. 166.
Μόλις διαβάσατε ένα απόσπασμα από αριστουργηματικής εμπνεύσεως και εκτελέσεως έργο, το οποίο θεωρείται το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα της ελληνικής αρχαιότητας. Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία αγάπης δύο νέων, της Χαρίκλειας και του Θεαγένη, που, κυνηγημένοι από τη μοίρα, θα αντιμετωπίσουν κινδύνους και αντιξοότητες υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητα και το μεγαλείο του αληθινού έρωτά τους.
Ο Ηλιόδωρος, που καταγόταν από την Εμεσα της Συρίας, έζησε κατά τον 3ο (κατ’ άλλους τον 4ο) αιώνα μ.Χ. και πρόσφερε σε όλους τους εργάτες του λόγου ένα υπόδειγμα για το πώς θα αναπτύσσουν μυθιστορίες που ο αναγνώστης, απλά, δεν θα μπορεί να τις αφήσει από τα χέρια του αν δεν τις τελειώσει.
Αυτό το μυθιστόρημα, όμως, δεν είναι πολύτιμο μόνο για την έξοχη, κομψή ελληνική γλώσσα του, τη δεινότητα στη δημιουργία πλοκής, τις πολλαπλές ανατροπές και τις αναπάντεχες εξελίξεις που δεν αφήνουν τον αναγνώστη να βαρεθεί. Εχει τεράστια αξία και για την περιγραφή τόπων, ανθρώπων, εθίμων, δοξασιών και παραδόσεων, αλλά, κυρίως, για την ευστοχία στην ανάγνωση της ανθρώπινης φύσης, την κατανόηση των δομών των κοινωνιών, αλλά και τη σοφή ανάλυση και κατανόηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο Ηλιόδωρος ήταν ένας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ένα πνεύμα σπάνιο και ένα όνομα αδικαιολόγητα μη γνωστό στις ευρείες μάζες.
Η εικόνα που μας προσφέρει ο Ηλιόδωρος με το πουλί που δεν τολμά να επιτεθεί στο φίδι που «ρημάζει τη φωλιά του και καταβροχθίζει τα μικρά του μπροστά στα μάτια του» αντλεί την έμπνευσή της από τον Ομηρο («Ιλιάς» Β 311-317). Διαβάζοντάς την, αισθανόμαστε κι εμείς το δράμα του πτηνού γιατί μας παραπέμπει σ’ ένα βαθύ, τραυματικό βίωμα: στην άλωση της πόλης, της κοινωνίας, της πατρίδας, της ζωής μας από μια δύναμη μοχθηρή και πανίσχυρη, αδίστακτη και θηριώδη.
Οπως πάγωσε το δύσμοιρο ορνίθι του Ηλιοδώρου, έτσι ένιωθαν, νιώθουν και θα νιώθουν αποσβολωμένοι μπροστά στην επέλαση του κακού αναρίθμητοι άνθρωποι ανά τους αιώνες. Από τη μια η ψυχή τους συντρίβεται και εξεγείρεται από την καταστροφή όσων θεωρούν τμήματα του Eίναι τους και από την άλλη διστάζουν να επιτεθούν. Ο φόβος, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους αποτρέπει από τη δράση κι αφήνουν να γίνει το κακό. Κι όμως, έτσι ακριβώς ο άνθρωπος ετοιμάζει για τον εαυτό του έναν επίγειο Τάρταρο, έτσι απλώνει και οικοδομεί μια εφιαλτική, φτιαγμένη για εκείνον αποκλειστικά, μια προσωπική Κόλαση.
Πόσο βάρος μπορεί να φέρει κάποιος στη συνείδησή του όταν γνωρίζει ότι είδε το ένσαρκο κακό να αφανίζει ό,τι αγαπούσε, εκείνος μπορούσε να αντιδράσει και δίστασε από καθαρή δειλία;
Η στάση ζωής που προτείνει ο Ηλιόδωρος με αυτή τη συγκλονιστική μεταφορά είναι ξεθηκάρωμα και επίθεση στο θηρίο, ακόμα κι αν αυτό στοιχίσει τη ζωή μας. Δεν είναι πρέπον να έχεις την ευκαιρία να πλήξεις τη φαυλότητα, την αθλιότητα, την τυραννία με όσες δυνάμεις έχεις κι εσύ, αντί για το ξίφος και τον δρόμο του πολεμιστή, να διαλέγεις τον ρόλο του θεατή. Δεν είναι και μπορετό να φέρεις μαζί σου για το υπόλοιπο του βίου σου την εικόνα της όχεντρας μέσα στη φωλιά να καταβροχθίζει σάρκες από τη σάρκα σου και την ανάμνηση του εαυτού σου απλά να φωνάζει και να ουρλιάζει, πασχίζοντας με τους «θρήνους να μαλακώσει ένα πλάσμα που η φύση το έχει πλάσει ανελέητο».
Οταν η φωλιά κινδυνεύει, καμία συνθηκολόγηση ούτε υποταγή - ούτε καν στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ακόμα κι ένα σπουργίτι μπορεί να σκοτώσει μια οχιά. Αρκεί να το έχει πάρει απόφαση και να μην το νοιάζει ο θάνατος.
Ο Ηλιόδωρος, που καταγόταν από την Εμεσα της Συρίας, έζησε κατά τον 3ο (κατ’ άλλους τον 4ο) αιώνα μ.Χ. και πρόσφερε σε όλους τους εργάτες του λόγου ένα υπόδειγμα για το πώς θα αναπτύσσουν μυθιστορίες που ο αναγνώστης, απλά, δεν θα μπορεί να τις αφήσει από τα χέρια του αν δεν τις τελειώσει.
Αυτό το μυθιστόρημα, όμως, δεν είναι πολύτιμο μόνο για την έξοχη, κομψή ελληνική γλώσσα του, τη δεινότητα στη δημιουργία πλοκής, τις πολλαπλές ανατροπές και τις αναπάντεχες εξελίξεις που δεν αφήνουν τον αναγνώστη να βαρεθεί. Εχει τεράστια αξία και για την περιγραφή τόπων, ανθρώπων, εθίμων, δοξασιών και παραδόσεων, αλλά, κυρίως, για την ευστοχία στην ανάγνωση της ανθρώπινης φύσης, την κατανόηση των δομών των κοινωνιών, αλλά και τη σοφή ανάλυση και κατανόηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο Ηλιόδωρος ήταν ένας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ένα πνεύμα σπάνιο και ένα όνομα αδικαιολόγητα μη γνωστό στις ευρείες μάζες.
Η εικόνα που μας προσφέρει ο Ηλιόδωρος με το πουλί που δεν τολμά να επιτεθεί στο φίδι που «ρημάζει τη φωλιά του και καταβροχθίζει τα μικρά του μπροστά στα μάτια του» αντλεί την έμπνευσή της από τον Ομηρο («Ιλιάς» Β 311-317). Διαβάζοντάς την, αισθανόμαστε κι εμείς το δράμα του πτηνού γιατί μας παραπέμπει σ’ ένα βαθύ, τραυματικό βίωμα: στην άλωση της πόλης, της κοινωνίας, της πατρίδας, της ζωής μας από μια δύναμη μοχθηρή και πανίσχυρη, αδίστακτη και θηριώδη.
Οπως πάγωσε το δύσμοιρο ορνίθι του Ηλιοδώρου, έτσι ένιωθαν, νιώθουν και θα νιώθουν αποσβολωμένοι μπροστά στην επέλαση του κακού αναρίθμητοι άνθρωποι ανά τους αιώνες. Από τη μια η ψυχή τους συντρίβεται και εξεγείρεται από την καταστροφή όσων θεωρούν τμήματα του Eίναι τους και από την άλλη διστάζουν να επιτεθούν. Ο φόβος, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους αποτρέπει από τη δράση κι αφήνουν να γίνει το κακό. Κι όμως, έτσι ακριβώς ο άνθρωπος ετοιμάζει για τον εαυτό του έναν επίγειο Τάρταρο, έτσι απλώνει και οικοδομεί μια εφιαλτική, φτιαγμένη για εκείνον αποκλειστικά, μια προσωπική Κόλαση.
Πόσο βάρος μπορεί να φέρει κάποιος στη συνείδησή του όταν γνωρίζει ότι είδε το ένσαρκο κακό να αφανίζει ό,τι αγαπούσε, εκείνος μπορούσε να αντιδράσει και δίστασε από καθαρή δειλία;
Η στάση ζωής που προτείνει ο Ηλιόδωρος με αυτή τη συγκλονιστική μεταφορά είναι ξεθηκάρωμα και επίθεση στο θηρίο, ακόμα κι αν αυτό στοιχίσει τη ζωή μας. Δεν είναι πρέπον να έχεις την ευκαιρία να πλήξεις τη φαυλότητα, την αθλιότητα, την τυραννία με όσες δυνάμεις έχεις κι εσύ, αντί για το ξίφος και τον δρόμο του πολεμιστή, να διαλέγεις τον ρόλο του θεατή. Δεν είναι και μπορετό να φέρεις μαζί σου για το υπόλοιπο του βίου σου την εικόνα της όχεντρας μέσα στη φωλιά να καταβροχθίζει σάρκες από τη σάρκα σου και την ανάμνηση του εαυτού σου απλά να φωνάζει και να ουρλιάζει, πασχίζοντας με τους «θρήνους να μαλακώσει ένα πλάσμα που η φύση το έχει πλάσει ανελέητο».
Οταν η φωλιά κινδυνεύει, καμία συνθηκολόγηση ούτε υποταγή - ούτε καν στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ακόμα κι ένα σπουργίτι μπορεί να σκοτώσει μια οχιά. Αρκεί να το έχει πάρει απόφαση και να μην το νοιάζει ο θάνατος.
Παναγιώτης Λιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου