Οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως οι εθνικές εκλογές, αναμένεται να αναδιαμορφώσουν το πολιτικό τοπίο στη χώρα, το οποίο και τείνει πλέον αυθόρμητα να εκφράσει τις πραγματικότητες της καθίζησης που έχει προκαλέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξ. Ελ. Καθώς η χώρα βυθίζεται σε καθεστώς γεωπολιτικής και εθνικής αποδόμησης, οικονομικής και κοινωνικής λεηλασίας, πολιτιστικής και υπαρξιακής κρίσης, το πολιτικό κατεστημένο αποκτάει μια ροπή αναδιάταξης, προσανατολιζόμενο όμως σε κατευθύνσεις που επιβεβαιώνουν αντί να αίρουν το αδιέξοδο.
Η νέα πόλωση που προδιαγράφεται μέσα από την ανάλυση των δημοσκοπήσεων, αλλά και των ποιοτικών πολιτικών δεδομένων, διαπερνάει οριζόντια το πολιτικό σκηνικό: εντοπίζεται μεταξύ των εθνομηδενιστικών ηγεσιών και της πατριωτικής βάσης, των «απογειωμένων ελίτ» εναντίον των «ριζωμένων πλειοψηφιών». Εντούτοις, το ίδιο το πολιτικό κατεστημένο ετοιμάζεται να εκφράσει στρεβλά αυτή την αντίθεση: Η ταύτιση του παλαιού πολιτικού κόσμου –από την κεντροδεξιά μέχρι την… άκρα αριστερά και τους αντιεξουσιαστές– με την παγκοσμιοποίηση, η απόλυτη εγκατάλειψη του κοινωνικού σώματος από τον πολιτικό και τον πνευματικό κόσμο, αποτελούν παράγοντες που συντείνουν στη «μετάφραση» της διαμορφούμενης πόλωσης με τους όρους των ξεπερασμένων διαιρέσεων του παρελθόντος: Απ’ ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ο «πατριωτικός πόλος» κινδυνεύει να εκφραστεί προνομιακά από τα δεξιά της ηγεσίας της ΝΔ –και όχι κεντρικά από το κόμμα αυτό, καθώς η ηγεσία του φλερτάρει με τον εθνομηδενισμό– μέχρι την άκρα δεξιά, ενώ από το κέντρο μέχρι την αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, επιμένουν να ενσαρκώνουν την εγχώρια εκδοχή της παγκοσμιοποιητικής σοσιαλδημοκρατίας, που κατά τα άλλα βυθίζεται σε όλη την Ευρώπη. (Το ΚΚΕ, προφανώς, εξαιρείται από την ανάλυση έχοντας επιλέξει τον ιδιότυπο «ησυχασμό» του κόμματος-μουσείο, το οποίο αναλώνει όλη την δραστηριότητά του σε επετειακές εκδηλώσεις, αναφερόμενο στον προηγούμενο και στον προ-προηγούμενο αιώνα).
Η αντίθεση ανάμεσα τις εθνομηδενιστικές ηγεσίες και την πατριωτική βάση διαπερνά οριζόντια το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο», δηλαδή όλο το φάσμα των δυνάμεων που δρουν εντός της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, στρεβλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον δημοκρατικό του χαρακτήρα. Κι αυτό συμβαίνει γιατί οι πολιτικές γραφειοκρατίες εμφανίζουν μεγαλύτερη συνάφεια και σχέση με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους παρά με την ελληνική κοινωνία, τις αγωνίες και τις ανάγκες της, και ως εκ τούτου αποδεικνύονται ανίκανες να τις εκφράσουν, πολλώ μάλλον να συμβάλουν στην ικανοποίησή της. Η δημοκρατία, ωστόσο, είναι ένα πολίτευμα που λειτουργεί από τον λαό και στοχεύει στην ικανοποίηση των δικών του συλλογικών αναγκών, και ως εκ τούτου βυθίζεται σε κρίση όταν οι αντιπρόσωποί του δημιουργούν τέτοιο θεμελιώδες χάσμα μεταξύ εαυτών και των αντιπροσωπευομένων.
Όσο για την Αριστερά, το μεγαλύτερό της μέρος έχει υποστεί μια θεμελιώδη μετάλλαξη κατά το πέρασμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Αρνούμενη τις πραγματικότητες του έθνους, την εθνική ταυτότητα, την εθνική λαϊκή κυριαρχία, και συνακόλουθα την εθνική δημοκρατική κοινότητα που αυτή συγκροτεί, εγκαταλείπει την υπεράσπιση του εθνικού κράτους στα χέρια της άκρας δεξιάς, καθώς και την αναφορά σε μεγάλα συλλογικά υποκείμενα, για παράδειγμα τον «λαό» ή τους «μη προνομιούχους», με τα οποία συνέδεσε άρρηκτα την πορεία της στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, και τείνει να ταυτίζεται περισσότερο με τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό και την ατζέντα του, για τα «ανοιχτά σύνορα», την ικανοποίηση αιτημάτων που προέρχονται από τις πολιτισμικές μειοψηφίες, π.χ. για το φύλο, την προώθηση της εθνοαποδόμησης μέσα στην Παιδεία κ.ο.κ. Με αυτόν τον τρόπο χάνει τόσο τον εθνικοαπελευθερωτικό της χαρακτήρα όσο και τον κοινωνιοκεντρικό της προσανατολισμό και μεταβάλλεται σε συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης, που πιέζει για την «κοινωνικοποίησή» της, δηλαδή, τη διάχυση του «νέου τύπου ανθρώπου» που αυτή επιθυμεί να παράγει προς τα κάτω: ανέστιου, δίχως κοινωνικές ιδιότητες, ασφυκτικά ατομοκεντρικού, ανυπεράσπιστου μπροστά στις δυνάμεις του υπερτεχνολογικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος ήδη επιθυμεί να επέμβει και στην ίδια τη βιολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίο, ως προς αυτά, ότι οι τοποθετήσεις αυτής της Αριστεράς, και ο ρόλος που παίζει στην προέλαση της παγκοσμιοποίησης μέσα στην ελληνική κοινωνία, έχουν γεννήσει τον παράδοξο όρο της «νατοϊκής αριστεράς».
Διότι η μετατροπή του «διεθνισμού» σε κοσμοπολιτισμό επιτρέπει ευχερέστερα στην αριστερά και την κεντροαριστερά να μεταβληθεί στο ιδεολογικο-πολιτικό όχημα της παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο συνέβη σε μεγαλύτερη κλίμακα και στην Ελλάδα. Η αντιπατριωτική κουλτούρα με την οποία έχει ανατραφεί ένα πλειοψηφικό μέρος της ελληνικής Αριστεράς, με την επικουρία της καπηλείας του πατριωτισμού από την Χούντα, μετέβαλε την Αριστερά και τις ιδέες της στο προνομιακό όχημα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης και της διάλυσης των ταυτοτήτων. Κατ’ εξοχήν της εθνικής ταυτότητας αλλά και των κοινωνικών και έμφυλων ταυτοτήτων.
Έτσι, η νεοφιλελεύθερη Δεξιά εξέφραζε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την οικονομική παγκοσμιοποίηση και η Αριστερά τον ιδεολογικό και πολιτισμικό φιλελευθερισμό και τη διάβρωση των συλλογικών ταυτοτήτων που αντικαθίστανται από τα ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα σχεδόν αποκλειστικά, επιτρέποντας έτσι την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας αγοράς, απέναντι στην οποία δεν βρίσκονται έθνη και τάξεις αλλά άτομα.
Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο καταμερισμός εργασίας έλαβε προσωρινά τέλος, διότι αυτός ανέλαβε να εκφράσει ταυτόχρονα και τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον πολιτισμικό, και τις επιταγές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και εκείνες της πολιτισμικής, ακολουθώντας ως προς αυτό τη διττή πολιτική του Τζωρτζ Σόρος, που έχει ενοποιήσει τις δύο πλευρές της παγκοσμιοποιητικής του δραστηριότητας.
Λόγω αυτών των εξελίξεων, η αντίθεση παγκοσμιοποίησης και πατριωτισμού κινδυνεύει να ταυτιστεί με τη διαίρεση Αριστεράς και Δεξιάς, γεγονός που ανατροφοδοτεί εμφυλιακές δυναμικές, πιέζοντας το λαϊκό σώμα σε έναν διχασμό που ως βάση του θα έχει τον αναχρονισμό και όχι το στοίχημα της επιβίωσης ολόκληρου του έθνους στο παρόν και το μέλλον. Η κατάσταση αυτή, είναι προϊόν της «εμφυλιοπολεμικής μηχανικής» του εξουσιαστικού παγκοσμιοποιητικού συστήματος (κυβερνήσεων, διανοουμένων, ΜΜΕ, διαμορφωτών κοινής γνώμης και ακτιβιστών), και υιοθετείται ως στρατηγική αποδόμησης των αντιστάσεων, για την παραμονή του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού στην εξουσία, αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου για την αναπαραγωγή του καθεστώτος εθνικής και γεωπολιτικής υποταγής, κοινωνικής και οικονομικής λεηλασίας της χώρας.
Οι συνέπειες αυτής της προοπτικής, θα είναι εξόχως αρνητικές: Κατ’ αρχάς, η πλειοψηφία της εκλογικής βάσης επιμένει να συνδυάζει το πατριωτικό αίσθημα με τις δημοκρατικές αντιλήψεις, ωστόσο, κατά τη σύνθεση του κοινοβουλίου που προβλέπεται μετά τις επόμενες εκλογές, καμία δύναμη δεν θα είναι σε θέση να εκφράσει αυτήν την πλειοψηφική κοινωνική πραγματικότητα.
Ύστερα, η ενίσχυση των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων απομακρύνει την αναγκαία πατριωτική ενότητα, η οποία και αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση ώστε να δράσει η Ελλάδα ως εθνικό πολιτικό υποκείμενο για την επιβίωσή της μέσα στο ασταθές και χαοτικό διεθνές περιβάλλον, την ίδια στιγμή που όλες οι υπόλοιπες χώρες, εξαιτίας της κρίσης της παγκοσμιοποίησης, έχουν ήδη διαμορφώσει και υλοποιούν εθνικές στρατηγικές. Το κενό πολλαπλασιάζεται στην περίπτωση της Ελλάδας καθώς έχει να αντιμετωπίσει εθνικά θέματα ιδιάζουσας σοβαρότητας, από τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό και τους βαλκανικούς αλυτρωτισμούς, μέχρι τη μετανάστευση, τη δημογραφία και την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού.
Επί πλέον, η εμφυλιοπολεμική διαίρεση διευκολύνει τη στρατηγική ποινικοποίησης του πατριωτισμού, που επιδιώκει η παγκοσμιοκρατία, και την ίδια στιγμή διευκολύνει το μονοπώλιο που επιθυμούν να ασκήσουν σε αυτόν οι δυνάμεις του δεξιού ολοκληρωτισμού. Η διαίρεση του ελληνικού έθνους σε ένα «αριστερό» κι ένα «δεξιό» υποκατάστατό του θα προσθέσει στην εξωτερική αμφισβήτηση που δοκιμάζει ο ελληνισμός την εσωτερική αποσύνθεση, ολοκληρώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τραγικά το φάσμα της καταστροφής που πλανιέται πάνω από την εθνική μας ύπαρξη.
Ο δημοκρατικός πατριωτισμός αποτελεί τη μόνη δυνατή επιλογή που διασφαλίζει τη δημιουργική αξιοποίηση του πλειοψηφικού πατριωτικού αιτήματος απέναντι στους παγκοσμιοκράτες, ανοίγοντας έτσι ένα μονοπάτι για την επιβίωση του ελληνισμού στον 21ο αιώνα. Κι αυτό γιατί, πέραν του ότι επιτρέπει την υπέρβαση της διχόνοιας, είναι σε θέση να συσπειρώσει μια ηγεμονική κοινωνική δυναμική, ώστε να προχωρήσει το έργο της γενικής ανασυγκρότησης της χώρας. Μπορεί, δηλαδή, να προσδώσει στον πατριωτισμό το προγραμματικό και οραματικό βάθος για τη διαμόρφωση πολιτικών αντιμετώπισης της δημογραφικής και παραγωγικής συρρίκνωσης, της εκπαιδευτικής και πολιτιστικής κατάρρευσης, του εκσυγχρονισμού του κράτους και των θεσμών, καθώς και της αποκατάστασης του δημοκρατικού ρήγματος που υφίσταται σήμερα μεταξύ ενός πολιτικού συστήματος-καρτέλ της ολιγαρχίας, η οποία έχει υφαρπάξει την λαϊκή βούληση και κυριαρχεί παρασιτικά πάνω σε ολόκληρη την χώρα, δρώντας επί της ουσίας ως δύναμη αποικιοκρατική έναντι του ίδιου του έθνους της.
Η αμφισβήτηση του πολιτικού αποκλεισμού του δημοκρατικού πατριωτισμού ανάγεται έτσι σε μείζον διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών, και ως εκ τούτου θέτει τις δυνάμεις που αναφέρονται σε αυτόν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τίθεται επομένως το ζήτημα της μετωπικής του συσπείρωσης στην ελάχιστη προγραμματική βάση αρχών, ώστε να διατηρήσει ο κόσμος αυτός τον χώρο του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Αυτή θα είναι και η προϋπόθεση που θα κρίνει την ανασύνθεσή του σε ένα πολιτικό υποκείμενο σύγχρονο, το οποίο θα ανταποκρίνεται ως οργανισμός στις ανάγκες και τις απαιτήσεις που θέτει το φουρτουνιασμένο τοπίο που κυριαρχεί στην Ελλάδα τον 21ο αιώνα, στοίχημα το οποίο μετατίθεται όμως σε δεύτερη φάση. Η μεγάλη καταστροφή που προηγήθηκε της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξ. Ελ. καθιστά αδύνατη την επιτάχυνση των εξελίξεων, ώστε τα δυο αυτά βήματα να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα, κάτι που ίσως να βρισκόταν εγγύτερα στον ορίζοντα κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Δυο είναι τα κρίσιμα σημεία στα οποία θα κριθεί η διαμόρφωση ενός δημοκρατικού πατριωτικού μετώπου για την αμφισβήτηση του διπόλου της εμφυλιακής καθίζησης μέσα στην εθνική καταστροφή:
Πρώτον, στο περιεχόμενο μιας προγραμματικής συμφωνίας αρχών: στο αν θα μπορέσει να υπάρξει μια ευρεία συμφωνία γύρω από μια αντιδιχαστική πατριωτική ατζέντα, με συγκεκριμένο περιεχόμενο σε ό,τι αφορά σε όλα τα ζέοντα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα:
Την ανάγκη αποτροπής του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού και του αλυτρωτισμού της Αλβανίας και των Σκοπίων, και την υπεράσπιση του δεύτερου ελληνικού κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, που απειλείται με ολοκληρωτική τουρκοποίηση·
Την αντιμετώπιση της ολοκληρωτικής αποικιοποίησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τη γερμανοκεντρική Ευρώπη·
Την αντιμετώπιση της δημογραφικής βόμβας και της φυγής των νέων που απειλεί με ιστορική έκλειψη τον ίδιο τον ελληνισμό·
Την ανασυγκρότηση της παραγωγής και της οικονομίας, με επιμονή σε παραγωγικές δραστηριότητες απέναντι στον γενικευμένο παρασιτισμό·
Την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και το χτύπημα της επέκτασης των ανισοτήτων που προωθεί το σημερινό παρασιτικό μοντέλο·
Τη χαλιναγώγηση και τον έλεγχο των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών που, μαζί με τη δημογραφική κρίση, απειλούν τη μεταβολή της Ελλάδας σε χώρο μετάβασης από την Ανατολή στη Δύση χωρίς ιδιαίτερο εθνικό χαρακτήρα·
Την ανατροπή της παιδείας της αμάθειας που προωθούν οι κυρίαρχες ελίτ και προπαντός οι εθνομηδενιστές του ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί τους από ένα κομμάτι και της υπόλοιπης Αριστεράς αλλά και της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς·
Την αναγέννηση του πολιτισμού, προς την κατεύθυνση ενός εκσυγχρονισμού στηριγμένου στην παράδοση του λαού μας και των αγώνων του·
Και τέλος την απάντηση στον εκφυλισμό της δημοκρατίας σε κτήμα μιας κλειστής πολιτικής μηντιακής και ακαδημαϊκής ελίτ που μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο και τις θεσμικές θέσεις της Πολιτείας.
Δεύτερον, στη συνειδητοποίηση των κινδύνων που επιφυλάσσει ο αποκλεισμός του δημοκρατικού πατριωτισμού από την κεντρική πολιτική σκηνή, συνειδητοποίηση που θα εξαναγκάσει τις δυνάμεις που δρουν σε αναφορά με αυτόν να εγκαταλείψουν την πεπατημένη του πολυκερματισμού, τον εγκλωβισμό τους σε αναχρονιστικά σχήματα ιδεολογίας και πολιτικής, την προσκόλληση σε παλαιοκομματικές πρακτικές κ.ο.κ.
Το Κίνημα Άρδην, στο πρώτο μέρος της Β΄ Πανελλαδικής του Συνδιάσκεψης (8-9 Δεκεμβρίου 2018), το πρωί του Σαββάτου, 8 Δεκεμβρίου, καλωσορίζει τους προσκεκλημένους του, και τους καλεί να ανταποκριθούν σε έναν γόνιμο διάλογο, με αφετηρία το πλαίσιο προβληματισμού που διατυπώθηκε σε αυτήν τη σύντομη εισαγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου