Η κομμουνιστική εξέγερση τον Δεκέμβριο του 1944 επέτυχε την κατάληψη ολόκληρης σχεδόν της Αθήνας πλην μιας λωρίδας από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια καθώς και απομονωμένων νησίδων αντίστασης. Οι μόνες ελληνικές δυνάμεις ήταν αυτές οι κακά και ελαφρά εξοπλισμένες δυνάμεις της Αστυνομίας Πόλεων και της χωροφυλακής καθώς και η 3η Ορεινή Ταξιαρχία. Οι Βρετανοί διέθεταν 16 λόχους από διάφορες μονάδες και λιγοστά άρματα. Αλλά και αυτές οι δυνάμεις παρέμειναν στο σύνολο σχεδόν της σύγκρουσης αδρανείς, εξασκώντας παθητική άμυνα εκτός ελαχίστων περιπτώσεων. Στις 11 Δεκεμβρίου, που κορυφωνόταν η επίθεση των ΕΛΑΣιτών στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, ο Υποστράτηγος Άρκραϊτ της Βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας πρότεινε την εκκένωση των Αθηνών την σύμπτυξη προς τον Πειραιά ώστε να αποσυρθούν σε βρετανικά πλοία. Ευτυχώς ο διοικητής της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, Συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος, αντέδρασε έντονα με αποτέλεσμα παραμείνουν οι δυνάμεις στις θέσεις τους.
Στις κρίσιμες αυτές ώρες για την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα, τα δύο «φρούρια» της Χωροφυλακής, η Σχολή Χωροφυλακής στην οδό Μεσογείων και το Σύνταγμα Μακρυγιάννη στην ομώνυμη συνοικία, απετέλεσαν τα σημεία στα οποία καταναλώθηκαν και υπέστησαν μεγάλες φθορές οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ με αποτέλεσμα και να εξασθενήσει η ισχύς τους αλλά και να κερδηθεί χρόνος ώστε να συρρεύσουν βαρείες βρετανικές δυνάμεις στην Αθήνα. Τα δύο αυτά κτιριακά συγκροτήματα εμπόδισαν τα σχέδια των κομμουνιστών για ταυτόχρονη προέλαση από βορειοανατολικά μέσω Λεωφόρου Κηφισίας και από νοτιοδυτικά, μέσω Λεωφόρου Συγγρού.
Σκοπός των κομμουνιστών ήταν η κατάληψη του κέντρου των Αθηνών ώστε, αφενός, να εξοντωθεί ή τουλάχιστον να εκδιωχτεί η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και αφ' ετέρου, να εγκατασταθεί κυβέρνηση «συνασπισμού», δηλαδή κομμουνιστική, η οποία θα αναγνωριζόταν από την Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Βουλγαρία αλλά και από την Σοβιετική Ένωση τους υπόλοιπους δορυφόρους της, εφόσον διεβλέπετο η σχετική ευκαιρία παρά τα συμφωνηθέντα. Επιπλέον η κατάληψη του κέντρου των Αθηνών θα σήμαινε αυτόματη αποχώρηση των Βρετανών από αυτό και απόσυρση τους στον Πειραιά.
Γιατί τελικά δεν επέτυχε το σχέδιο των κομμουνιστών εφόσον οι δυνάμεις τους ήταν αριθμητικά και εξοπλιστικά συντριπτικά υπέρτερες έναντι αυτών τω αντιπάλων τους; |
Κατ' αρχάς, οι σχεδιαστές της επιχείρήσης δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της μάχης στην πόλη, όπου η αναγκαία αριθμητική αναλογία επιτιθεμένων κατά αμυνομένων για επιτυχία πολλαπλασιάζεται και ξεπερνά την κλασσική του «3 προς 1» που θεωρείται ικανοποιητική για επιχειρήσεις στην ύπαιθρο. Στην μάχη του Μακρυγιάννη οι κομμουνιστές διέθεταν αυτήν την ποσοτική αναλογία μόνο που αυτή ήταν πλασματική καθώς οι πραγματικά αξιόμαχοι ΕΛΑΣίτες ήταν ελάχιστοι αν όχι ανύπαρκτοι.
Οι χαρακτηρισμοί συνταγμάτων του ΕΛΑΣ ή μονάδων, όπως των γενειοφόρων του Γρίβα, ως «επίλεκτων», ήταν αυθαίρετοι και εσχετίζοντο με την προπαγάνδα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παρά με την πραγματικότητα. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελάχιστα πολέμησαν τους Γερμανούς σε τακτικές μάχες και μάλιστα σε πόλεις, περιοριζόμενες σε σύντομες ενέδρες και επιδρομές. Η θηριωδία κατά των αιχμαλώτων, όπως συνήθιζαν οι ΕΛΑΣίτες, ελάχιστα σημαίνει σκληρότητα χαρακτήρα αλλά περισσότερο σκληρότητα και ποταπότητα ψυχής. Επίσης οι μονάδες αυτές, και ακόμα περισσότερο οι λεγόμενες του «εφεδρικού ΕΛΑΣ», δεν διακρίνονταν από στρατιωτική πειθαρχία, από συνοχή καθώς και από καλή στελέχωση με έμπειρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Ήταν περισσότερο «παρέες» εξοπλισμένων νέων οι οποίες ήταν απείθαρχες και με χαμηλό ηθικό καθώς με την πρώτη αποτυχία ο ενθουσιασμός τους χανόταν και μετατρέπετο σε θυμό ή απελπισία. Δυστυχώς, γι' αυτούς, ο ενθουσιασμός που δίνει η φανατική πίστη σε μια ιδεολογία εξατμίζεται με το θέαμα των πρώτων νεκρών αν δεν συνοδεύεται από στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία.
Οι κομμουνιστές στηρίχθηκαν αρκετά στα βαρέα όπλα τους αλλά λησμόνησαν ότι οι βομβαρδισμοί κάθε είδους στις πόλεις δημιουργούν περισσότερα χαλάσματα, παρά απώλειες, τα οποία κατόπιν χρησιμεύουν ως καλύτερα ακόμη εμπόδια και θέσεις μάχης. Οι όλμοι και τα ορειβατικά πυροβόλα ελάχιστα επέτυχαν τελικά. Μόνον εάν διέθεταν αντιαρματικά όπλα - φορητά ή ρυμουλκούμενα - θα πετύχαιναν, με άμεσες βολές, να εξουδετερώσουν τις θέσεις μάχης των αμυνομένων. Η επιτυχής δράση του ενός μόνον πυροβόλου των 37 χλστ. της Χωροφυλακής αποδεικνύει την χρησιμότητα τέτοιων όπλων. Η έλλειψη άλλωστε αντιαρματικών μέσων στέρησε στους κομμουνιστές την νίκη στις 10 Δεκεμβρίου όταν επενέβησαν τα τρία βρετανικά άρματα.
Ο συντονισμός επίσης των επιθέσεων δεν ήταν ο κατάλληλος όπως επίσης και η χρησιμοποίηση, εάν είχε προβλεφθεί, των εφεδρειών οι οποίες θα εκμεταλλεύοντο τα ρήγματα στην άμυνα και θα συγκέντρωναν την ισχύ της επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Αντίθετα, οι χωροφύλακες ήταν μία έμπειρη δύναμη αποτελούμενη από ώριμους άνδρες, με καλή στρατιωτική εκπαίδευση, συνοχή, πνεύμα μονάδος και καλή ηγεσία, που πολεμούσε οχυρωμένη, βάσει ενός καλού σχεδίου αμύνης. Το δε ηθικό και η πίστη τους στα δικά τους εθνικά ιδανικά ήταν εξίσου ισχυρή με εκείνη των κομμουνιστών στο δικό τους διεθνιστικό — κομμουνιστικό ιδεώδες. Η ηγεσία του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών κατόρθωσε να εμπνεύσει τους άνδρες και να λάβει τις ορθές αποφάσεις, αν και η κατάρτιση της στην μάχη των πόλεων ήταν εξίσου μηδαμινή με εκείνη της κομμουνιστικής πλευράς.
Η δυτική πλευρά του Διοικητηρίου. Ο δεύτερος όροφος είναι διάτρητος. Σε μια φάση του αγώνα όλοι οι υπερασπιστές σε αυτόν τραυματίσθηκαν ή σκοτώθηκαν από τα πυκνά πυρά των ΕΛΑΣιτών.
|
Ένας ακόμη λόγος της αποτυχίας των ΕΛΑΣιτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής, ήταν η κατασπατάληση δυνάμεων για την κατάληψη των διαφόρων αστυνομικών τμημάτων στις διάφορες συνοικίες καθώς και άλλων επουσιωδών στόχων με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εστίαση της προσπάθειας στους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την Σχολή Χωροφυλακής.
sfoulidis
sfoulidis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου