Γράφει ο Μάνος Χατζηδάκης,
Ιστορικός - Ερευνητής,
Πρόεδρος ΔΣ του ΕΠΟΚ,
Παρότι, τό “Βυζάντιο” ὑπῆρξε ἐκείνο πού διέσωσε τόν Ἑλληνισμό, θεμελίωσε τόν Χριστιανισμό καί κωδικοποίησε τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, ἡ σύγχρονη Εὐρώπη θεωρεῖ ὡς ἀπαρχή της τόν Φράγκο ρήγα Κάρολο Α’ (768 - 814) ἐπονομαζόμενο καί “Καρλομάγνο” τόν ὁποῖο βάπτισε "Pater Europae" (Πατέρα τῆς Εὐρώπης). Γιατί ὅμως συνέβη αὐτό;
Ὁ Κάρολος Α’ ἦταν πρωτότοκος υἱός καί ἀπό τό 768 διάδοχος τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Πιπίνου Βραχέως ὁ ὁποῖος -λόγω τῆς ἀδιαφορίας τοῦ Κωνσταντίνου Ε’- κατέκτησε τό Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας καί τό παρεχώρησε στόν πάπα (Πιπίνου δωρεά).
Μέ τήν ὑποστήριξη τῆς παπικῆς Ρώμης ὁ Κάρολος ἦταν ἤδη ἀπό τό 774 βασιλεύς της Ιταλίας καί κατέκτησε τά ἐδάφη τῆς ἄλλοτε Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐπιδιώκοντας νά ἐμφανισθῆ συνεχιστής της.
Ἡ στέψη του ἀπό τόν πάπα Λέοντα ’Γ ὡς «Imperator Romanorum» (Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων) τά Χριστούγεννα τοῦ 800 ἀπετέλεσε τήν πρώτη στροφή τῆς παπικῆς Ρώμης πρός τούς Φράγκους. Ἡ παπική κίνηση ἀμφισβητοῦσε εὐθέως τήν ἀποκλειστική κληρονομιά τῆς ρωμαϊκῆς παραδόσεως ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ στέψη αὐτή ἀποτελεῖ κατά τόν Γερμανό Karl Krumbacher «τεχνητή της ρωμαϊκῆς ἀρχῆς ἀναβίωσι».[«Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 27]. Καί ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἡ οἰκουμένη διασπάσθηκε γλωσσικά, πολιτιστικά, πολιτικά καί θρησκευτικά σέ δύο χωριστά τμήματα». [«Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 57]. Στό ἕνα κυριαρχοῦσε ὁ λατινογερμανικός κόσμος τῆς Δύσεως καί στό ἄλλο ὁ ἑλληνοβυζαντινός τῆς Ἀνατολῆς.
Ὅσον ἀφορά τήν σύντομη περίοδο τῆς λεγομένης Καρολίγγειας “Ἀναγεννήσεως”, κατά τόν Paul Lemerle, «ὑπερτιμάται» ἀφοῦ εἶχε μόνο λατινικό ὑπόβαθρο καί «ἡ ἑλληνική παιδεία δέν εἶχε καμιά συμμετοχή καί δέν ἔπαιξε κανένα ρόλο στή μεταρρύθμιση αὐτή» [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 22].
Πράγματι, μόνο τό ἑλληνικό χειρόγραφό του Ψευδοδιονυσίου Ἀρεοπαγίτου φθάνει τό 827 στήν Δύση ὡς δῶρο τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Τραυλοῦ στόν Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ.
Ἡ Δύση βρίσκεται σέ μία «σκοτεινή ἀκόμα ἐποχή» [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 15,] ἐνῶ στήν Ἀγγλία «τά κάλυψε ὅλα ἡ νορμανδική κατάκτηση καί στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη τό μεγάλο σκοτάδι τοῦ 10ου αἰώνα».[«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 24].
Τό κράτος του ἐπέζησε μόνο μία γενεᾶ. Μέ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ του Λουδοβίκου, διαμελίσθηκε μεταξύ τῶν υἱῶν του, γεγονός πού ὁδήγησε στήν δημιουργία τῶν κρατῶν τῆς Γαλλίας καί τῆς Γερμανίας.
Ὁ Καρλομάγνος θεωρεῖται πώς «ἐνοποίησε τήν γερμανική, τήν ρωμαϊκή καί τήν χριστιανική παράδοση σέ ἔνα οἰκοδόμημα». Πρόκειται ξεκάθαρα γιά ἀνθελληνική γερμανική καπηλεία τοῦ ρωμαϊκοῦ “κεκτημένου” μέ τήν συμπαιγνία τῆς παπικῆς Ρώμης κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἰδού γιατί, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ εἶναι «ἀνιστόρητη τάση» [«Γιατί τό Βυζάντιο» σέλ. 255], νά θεωρεῖται τό κρατικό μόρφωμα τοῦ Καρλομάγνου ὡς ἀρχῆ τῆς Εὐρώπης.
Όρθά γράφει ὁ Ἰωάννης Παναγιωτακόπουλος: «μέ τόν Καρλομάγνο γίνεται ἡ ἀρχή τῆς χωρισμένης -καί ὄχι τῆς ἑνωμένης- Εὐρώπης. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Καρλομάγνου ὡς “πατέρα τῆς Εὐρώπης”, προϋποθέτει τήν κατανόηση ὁλόκληρης τῆς Ἠπείρου ὡς γαλλογερμανικῆς περιφέρειας. Ὡς ἐκ τούτου, μᾶλλον ἀποτελεῖ περισσότερο ἕνα σωβινιστικό-πολιτικό ἀφήγημα παρά ἕνα ἱστορικό συμπέρασμα». [«Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ»].
Τό σκηνικό ἐπαναλήφθηκε τό 962 ὅταν ὁ βασιλεύς τῆς Γερμανίας Ὄθων Α’ ἐστέφθη ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΒ’ ὡς «Imperator Romanorun». Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου «τῶν Ρωμαίων» ἀπηχοῦσε τόν κληρονόμο καί συνεχιστῆ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδέας. Γι’ αὐτό τόν διεκδικοῦσαν οἱ Γερμανοί. Γι’ αὐτό ἔμεναν πεισματικά προσκολημμενοι σέ αὐτόν οἱ βυζαντινοί Ἕλληνες. Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «ἡ ἑλληνική ὑπερηφάνεια δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ αὐτό πού θεωροῦσε σφετερισμό». [«Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 55].
Τήν ἐποχή ἐκείνη Αὐτοκράτωρ στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς. Για να νομιμοποιηθῆ ὁ Ὄθων Α’ τοῦ ἀπέστειλε τό 968 ὡς πρέσβυ τόν Λιουτπράνδο τῆς Κρεμώνας για νά διαπραγματευθῆ συνοικέσιο τοῦ υἱοῦ του μέ μία πορφυρογέννητη πριγκήπισσα. Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα τῆς Ρώμης πού ἔφερε ὁ Λιουτπράνδος, ἔγραφε: «Ad Nicephorum Phocam Graecorum Imperatorem», δηλαδή: «Στόν Νικηφόρο Φωκᾶ Αὐτοκράτορα τῶν Γραικῶν». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «ὁ Πάπας ἄρχισε νά τόν προσφωνεῖ “Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων” δίνοντας τόν τίτλο τοῦ “Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων” -ἐπίσημο τίτλο τῶν Ἀρχόντων τοῦ Βυζαντίου- στόν Ὄθωνα τῆς Γερμανίας». («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 427).
Φυσικά, οὔτε τό συνοικέσιο, οὔτε ὁ χαρακτηρισμός ἔγιναν ἀπόδεκτα στήν Βασιλεύουσα.
Ἀργότερα μάλιστα τό κρατικό αὐτό μόρφωμα μετονομάσθηκε ξεκάθαρα σέ «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους» καί περιελάμβανε κυρίως ἐδάφη τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης διαιρεμένα σέ ἐνίοτε ἄλληλοϋποβλεπομενα κρατίδια, πριγκιπάτα, δουκάτα κ.λπ.
Κατά τόν Paul Lemerle οἱ «Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου» τοῦ 10ου αἰῶνος, μέ τό ἐγκυκλοπαιδικό πάθος τους «νά ξαναβροῦν, νά ἀνακτήσουν νά διασώσουν», διατήρησαν τήν ἑλληνική παιδεία ζωντανή ὅταν ἡ Δύση ταλαντευόταν «ἀνάμεσα σέ τόσους λαούς μισοβάρβαρους ἀκόμα», μέ συνέπεια «ὁ βυζαντινός ἀνθρωπος τοῦ πρωίμου Μεσαίωνα νά εἶναι πολύ πιό κοντά μας ἀπό ὅτι ὁ σύγχρονός του τῆς Δύσης» [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 283, 284].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου