Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν μαζί τους. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη μία χριστουγεννιάτικη ἱστορία.



- Μιὰ φορά κι ἕναν καιρό, ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν καλύβα του γιὰ νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε: - Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος προχωροῦσε κι ὅλο καὶ περισσότερο ξεμάκραινε ἀπὸ τὴν φτωχή του καλύβα. Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρὸ φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα. Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαζε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τὸ λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα τόσο πολύ στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, ποὺ δὲν εἶχε χώρο νὰ πατήση. Ἄρχισε τότε κι αὐτὸς νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε, οὔτε ξύπνησε.




Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Γιαννάκης ρώτησε: - Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι; - Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της: - Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του. Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς ποὺ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε κατὰ πάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ κρότο πολὺ στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.




Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τὴ ρώτησε πάλι: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε: - Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸν βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε: - Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. Ἡ γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκώσουν, τὰ πρόβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε, καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο. - Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! τοῦ εἶπε. Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη μέσα καὶ νὰ τὰ πάη σπίτι του. Ὁ βοσκός, ποὺ τὸ εἶδε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε: - Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις· κι ἀπὸ μέσα του χαίρονταν, πού δὲν θὰ μπορούσε νὰ πάρη φωτιά. Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴν στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ρούχο του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ ρούχο του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.




Σέ αὐτό τό σημεῖο γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά: - Μὰ, γιαγιά, γιατί τὰ κάρβουνα δὲν τὸν ἔκαψαν; - Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε. Ὅταν ὁ κακὸς βοσκός εἶδε ὅλα αὐτὰ, ἀπόρησε. - Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκώνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε; Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε: - Τί νύχτα εἶναι αὐτή ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα; - Ἂν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸν δρόμο του, γιὰ νὰ φτάση γρήγορα στὸ σπίτι του καὶ νὰ ζεστάνη τὴν γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος. Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν’ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Τὸν ἀκολούθησε λοιπὸν ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του. Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Τότε ὁ βοσκὸς σκέφτηκε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴν σπηλιὰ καὶ, ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴν στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.




Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰ ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ· κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση. Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ’ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου εἴχε γεννηθῆ. Καί τότε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο. Καὶ εἶδε, πὼς οἱ ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ’ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Ἡ χαρά ἦταν παντοῦ σκορπισμένη. Τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία ἀκούγονταν παντοῦ. Ὅταν ὁ βοσκὸς εἶδε κι ἄκουσε στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα, ὅλα ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουγε, ἔνιωσε χαρά μεγάλη, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸν Θεό.




Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ἀφοῦ ἡ γιαγιὰ εἶχε πιὰ σταματήσει τὴν διήγησή της, εἶπε: - Τώρα κατάλαβα κι ἐγώ, γιαγιά, γιατὶ ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸν φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιγαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός! Ἔ, γιαγιάκα; - Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. Ἐλᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.




Χριστός ἐτέχθη!

Πηγή: ΠΑΤΡΟΛΟΓΟΣ ελληνομάθεια για ομογενείς και φιλέλληνες


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου