Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου, Συγγραφέως,
Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων καί Παραθρησκειών τῆς Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 28η Απριλίου 2018
Εισήγηση με θέμα: «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» που δόθηκε σε Αντιαιρετική Ημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς την 26η Απριλίου 2018 στην Αίθουσα του «Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιώς» με γενικό θέμα «ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ»
Σεβασμιώτατε ποιμενάρχα μας, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι. Πριν να ξεκινήσω θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Σεραφείμ για την τιμή της αναθέσεως της παρούσης ομιλίας, στα πλαίσια της παρούσης Ημερίδος με γενικό θέμα «Πτυχές του Αποκρυφισμού της Νέας Εποχής». Το θέμα μου έχει τίτλο: «Νέα Εποχή και Οικουμενισμός» και περιλαμβάνει μια σύντομη εισαγωγή, μια συνοπτική παρουσίαση των δύο σπουδαιοτέρων σκοτεινών και αντιχρίστων κινημάτων της εποχής μας, της λεγόμενης Νέας Εποχής και του Οικουμενισμού, την διαλεκτική σχέση μεταξύ Νέας Εποχής και Οικουμενισμού και τέλος κάποια συμπεράσματα.
Εισαγωγικά
Οι αιρέσεις και γενικότερα τα ποικίλα συστήματα των σκοτεινών και αντιχρίστων δυνάμεων πάντοτε υπήρξαν ο μεγαλύτερος εχθρός στη ζωή της Εκκλησίας, το πιο επικίνδυνο όπλο του προαιωνίου αντιδίκου και αντιπάλου της σωτηρίας μας, του διαβόλου. Η αγία μας Εκκλησία κατά την μακραίωνα δισχιλιετή ιστορική πορεία της κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια πλειάδα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, οι οποίες επιχειρούσαν με πολλούς και ποικίλους τρόπους και μεθόδους προσηλυτισμού, να προσελκύσουν τα θύματά τους στην πλάνη και εν τέλει στην απώλεια. Διά των αγίων Πατέρων και με την συγκρότηση Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων αντιμετώπισε με επιτυχία, συνεργούσης της Χάριτος, όλες αυτές τις αιρέσεις. Σήμερα η Εκκλησία μας καλείται κυρίως να αντιμετωπίσει δύο νέες ύπουλες και επικίνδυνες αιρέσεις, δύο πολυκέφαλα θηρία, δύο σκοτεινά, δαιμονικά και αντίχριστα κινήματα παγκοσμίων διαστάσεων, τη λεγόμενη Νέα Εποχή και τον Οικουμενισμό. Τα δύο αυτά κινήματα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή στη ζωή της Εκκλησίας, διότι κινούνται ευέλικτα και παραπλανητικά σε πολλά επίπεδα συγχρόνως, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσει ο ερευνητής τα όριά τους και να αξιολογήσει πλήρως την διαβρωτική τους δράση.
Νέα Εποχή
Έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως στην εισήγησή του ο π. Κυριακός σχετικά με τον όρο Αποκρυφισμός και το νοηματικό περιεχόμενο του κινήματος της Νέας Εποχής και επομένως, θα είμαι πολύ περιληπτικός στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη Νέα Εποχή. Κατ’ αρχήν η Νέα Εποχή είναι ένα παγκόσμιο κίνημα, αντίχριστο ως προς τον χαρακτήρα, αποκρυφιστικό ως προς την προέλευση και πολυσύνθετο ως προς την διάρθρωση. Ο όρος είναι παρμένος από την αστρολογία, σύμφωνα με την οποία, κατά την αντίληψη των αποκρυφιστών και θεοσοφιστών, ο ήλιος γυρίζει γύρω από ένα κεντρικό άξονα και η περιστροφή του διαρκεί χιλιάδες χρόνια. Η τροχιά του διαιρείται σε 12 μέρη και αποτελεί τον ζωδιακό κύκλο. Για να περάσει από το ένα ζώδιο στο άλλο, χρειάζεται γύρω στα δύο χιλιάδες χρόνια. Αυτές είναι οι εποχές. Σε κάθε εποχή κυριαρχεί ένας νέος διδάσκαλος, ένας «αβατάρ»-Μεσσίας, που φέρνει νέες αλήθειες στη γη. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εποχή του Χριστιανισμού, η εποχή των Ιχθύων, πέρασε και μπήκαμε σε μια νέα εποχή, την εποχή του Υδροχόου. Σύμφωνα με την ιδεολογία των οπαδών της Νέας Εποχής, περιμένουμε ένα νέο Μεσσία, τον Μεσσία της Νέας Εποχής, ο οποίος θα είναι συγχρόνως, ένας παγκόσμιος πολιτικός ηγέτης, που θα κυβερνήσει την ανθρωπότητα, αλλά και θρησκευτικός, που θα ενώσει όλες τις θρησκείες. Θα εγκαταστήσει μια νέα τάξη πραγμάτων, τόσο σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο όσο και σε θρησκευτικό. Αυτοί είναι οι δύο κεντρικοί στόχοι της Νέας Εποχής. Στο κίνημα αυτό συστεγάζονται και αλληλοπεριχωρούνται η θεοσοφία και ο αποκρυφισμός με μια ποικιλία εκδηλώσεών του, η μασονία, ο διεθνής σιωνισμός, ο νεογνωστικισμός, και πολλές άλλες αντίχριστες οργανώσεις. Οι ίδιοι οι εκφραστές του κινήματος της Νέας Εποχής αυτοπροσδιορίζονται, σύμφωνα με ένα ελληνικό νεοεποχίτικο περιοδικό[1] ως «ένα δυναμικό ρεύμα πνευματικής αναζήτησης, που αναπροσανατολίζει την ανθρώπινη συνείδηση σε νέες πηγές αληθείας», και που ως γνώρισμα έχει την «πύρινη αγάπη», την «πνευματικότητα» και «την καθολική ελευθερία μέσα στην αναδυόμενη παγκόσμια κοινότητα πέρα από διακρίσεις φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές, ή ιδεολογικές». Οι παρά πάνω θέσεις και απόψεις, φαίνονται βέβαια πολύ ελκυστικές, εντυπωσιάζουν, και γίνονται εύκολα αποδεκτές. Κατά βάθος όμως δεν αποτελούν τίποτε άλλο, παρά το προσωπείο της Νέας Εποχής, στην προσπάθειά της να παραπλανήσει και να διαβρώσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Πίσω από το προσωπείο κρύβεται μια άλλη σκοτεινή και εφιαλτική πραγματικότητα. Διότι τίποτε από όσα επαγγέλλεται και διακηρύσσει η Νέα Εποχή, δεν είναι νέο. Απολύτως τίποτα. Αντιθέτως η Ορθόδοξη Εκκλησία, το μόνο αληθινά νέο και καινό το οποίο βιώνει και ομολογεί από καταβολής κόσμου είναι η ενσάρκωση του Θεού Λόγου, όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, «επιτελείται το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον».[2]
Ιστορική αναδρομή
Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών του φαινομένου της Νέας Εποχής τοποθετούν τις απαρχές της εμφανίσεως και εξαπλώσεως του κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως παρατηρεί σύγχρονος ερευνητής ο πρωτοπρ. π. Βασίλειος Γεωργόπουλος, ως όρος αλλά και ως κίνημα, κυοφορήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στους κόλπους της Θεοσοφίας και του Αποκρυφισμού, έτσι ώστε να μπορούμε να βεβαιώσουμε με σιγουριά, ότι η Θεοσοφία και ο Αποκρυφισμός είναι ο χώρος που γέννησε και τρέφει τη Νέα Εποχή, ή αν θέλετε, η πνευματική μήτρα της Νέας Εποχής. Τούτο αποδεικνύεται πέραν των άλλων και από το γεγονός, ότι οι επιφανέστεροι διεθνώς γνωστοί εκφραστές του κινήματος της Νέας Εποχής, είχαν όλοι τους κάτι κοινό μεταξύ τους. Ήταν όλοι τους βαθιά διαποτισμένοι από την ιδεολογία και τα δόγματα της Θεοσοφίας και του Αποκρυφισμού.
Ήδη έγινε προηγουμένως λόγος για την πρώτη διάσημη θεοσοφίστρια, την ρωσικής καταγωγής Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ, και επομένως δεν θα επεκταθώ στο πρόσωπο και τη δράση της. Το έργο της Μπλαβάτσκυ συνέχισαν οι Henry Olcott, η Annie Besant, και η Αλίκη Μπέϋλη, μεγάλοι θεοσοφιστές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνος. Το γεγονός επίσης ότι τόσο ο Olcott, όσο και η Annie Besant ήταν μασόνοι, μαρτυρεί τη βαθιά ιδεολογική συγγένεια μεταξύ Θεοσοφίας και Μασονίας. Μάλιστα η Annie Besant αργότερα έγινε αρχηγός της γυναικείας Μασονίας στην Αγγλία και στις χώρες που εξηρτώντο από αυτήν, όπως μας πληροφορεί ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, στο έργο του «Ο αποκρυφισμός στο φως της Ορθοδοξίας».[3] Από τους διασημότερους θεοσοφιστές του 20ου αιώνος μνημονεύουμε τον αμερικανό αποκρυφιστή Λήβι Ντόουλιγκ, τον Γάλλο Πολ λε κουρ, τον Πέτερ Κάντυ και τη σύζυγό του Έϊλιν, την ηθοποιό Σίρλεϋ Μακλέϊν, τον Δαυϊδ Σπάνγκλερ, συγγραφέα και εκδότη πολλών νεοεποχίτικων βιβλίων, τον Άγγλο γεωπόνο Τζωρτζ Τρεβαλιάν, μεγάλο θιασώτη και θεωρητικό της Νέας Εποχής, την διάσημη Μάριλιν Γκράσσο Φέρκουσον, πασίγνωστη για το βιβλίο της με τίτλο «Η συνομωσία του Υδροχόου» και θεωρουμένη ως προφήτιδα της Νέας Εποχής κ.α.
Βασικές θεοσοφικές διδασκαλίες
Οι βασικές θεοσοφικές αντιλήψεις της Μπλαβάτσκυ και των διαδόχων της περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου είναι ουσιαστικά ένα συνοθύλευμα γνωστικισμού, πνευματισμού, μεντιουμισμού, ινδουϊσμού, και βουδισμού, ενώ παράλληλα διαφαίνεται στα έργα της, στα οποία αναλύει τις βασικές διδασκαλίες της Θεοσοφίας, α) το φοβερό μίσος της κατά του Χριστιανισμού, και β) η φανερή και δεδηλωμένη προσήλωσή της στην αξία και στις πρακτικές της σατανολατρείας.
Πρώτη βασική αρχή, η αν θέλετε, βασικό δόγμα της Θεοσοφίας είναι ότι δεν υπάρχει θρησκεία ανώτερη από την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, μαζί και ο Χριστιανισμός, έχουν μέρος μόνον της αλήθειας, οπότε όλες θα πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μια να εμπλουτίσει τις άλλες και να εμπλουτιστεί από τις άλλες. Ο αληθινός ερευνητής της αλήθειας οφείλει να χάσει τελείως από τα μάτια του όλες τις δογματικές πίστεις και όλες τις θρησκείες. Συμφιλιώνει όλες τις θρησκείες, αποφλοιώνει την κάθε μια τους από τα εξωτερικά ανθρώπινα ενδύματα και αποκαλύπτει ότι η ρίζα της κάθε μιας ταυτίζεται με τη ρίζα κάθε άλλης μεγάλης θρησκείας. Έχοντας λοιπόν χάσει από τα μάτια του τις πίστεις και τις θρησκείες είναι πλέον οπαδός της παν-ιδεολογίας, της θεοσοφικής, η νεοεποχίτικης πανθρησκείας. Η θεοσοφική διδασκαλία, ισχυρίζεται η Μπλαβάτσκυ, «είναι η αποθήκη από όλες τις αλήθειες, που κήρυξαν όλοι οι μύστες και προφήτες των ιστορικών και προϊστορικών χρόνων…Είναι πάνω στη γη ό,τι το λευκό φως για το ηλιακό φάσμα. Κάθε θρησκεία είναι ένα από τα επτά χρώματα του φάσματος. Κάθε χρωματιστή ακτίνα αγνοεί όλες τις άλλες και τις θεωρεί ψεύτικες, απατηλές. Η ανθρωπότητα δεν θα βασανίζεται στο μέλλον απ’ την κατάρα του χωρισμού της τεχνητής πόλωσης, αλλά θα βυθιστεί μες το αγνό χωρίς απόχρωση λευκό φως της αιώνιας αλήθειας».[4] Περαιτέρω και σαν συνέπεια των προηγουμένων η Μπλαβάτσκυ προτείνει τη συναδέλφωση όλων των λαών, πέρα από διαφορές θρησκείας, χρώματος και φυλής και προβλέπει λαμπρό το μέλλον της Θεοσοφίας. Έτσι θέτει τις βάσεις για την ανοικοδόμηση της πανθρησκείας και τη διάβρωση του χριστιανικού κόσμου.
Μια άλλη βασική αρχή της θεοσοφίας που αποτελεί γνήσια έκφραση του θρησκευτικού συγκρητισμού, είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός, η συνύπαρξη δηλαδή και η αποδοχή διαφορετικών δογμάτων και πίστεων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή όλες οι θρησκείες και όλες οι πίστεις αποτελούν νόμιμες εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου και είναι δρόμοι που οδηγούν στον ίδιο θεό και κατ’ επέκταση όλες οι θρησκείες προσφέρουν λύτρωση και σωτηρία. Επομένως μπορεί κανείς να πιστεύει σε όποια θρησκεία θέλει, αρκεί να μην είναι αποκλειστικός. Για τη Θεοσοφία και τη Νέα Εποχή κάθε αντίληψη περί μοναδικότητος του ευαγγελίου, κάθε αντίληψη που δεν κατανοεί ισοπεδωτικά και εξισωτικά όλες τις πίστεις και τις θρησκείες θεωρείται φανατισμός και μισαλλοδοξία. Το πνεύμα της συγκρητιστικής πανθρησκείας εκφράστηκε άριστα στο «Α΄ Κοινοβούλιο των Θρησκειών του κόσμου», που πραγματοποιήθηκε το 1893 στο Σικάγο στην ομιλία του ινδού Γκουρού Βιβεκανάντα: «…Οι χριστιανοί δεν πρέπει να γίνουν ινδουϊστές, ούτε βουδιστές, ούτε και αυτοί να γίνουν χριστιανοί. Αλλά κάθε θρησκεία θα πρέπει να αφομοιώσει το πνεύμα των άλλων θρησκειών, διατηρώντας ωστόσο τις ιδιαιτερότητές της…».[5]
Επιγραμματικά μόνον μνημονεύουμε ορισμένες ακόμη βασικές διδασκαλίες της θεοσοφίας και της Νέας Εποχής, στις οποίες δεν θα επεκταθούμε λόγω ελλείψεως χρόνου: Την πίστη στη μετενσάρκωση και το κάρμα, την πίστη σε απρόσωπο θεό, την δυνατότητα μετεξελίξεως του ανθρώπου σε κατ’ ουσίαν θεό με τις δικές του μόνο δυνάμεις, κ.α.
Θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό παραθέτοντας μερικά στοιχεία από την «Χριστολογία» της Νέας Εποχής. Όταν ομιλούμε για «Χριστολογία» της Νέας Εποχής βασικά εννοούμε α) ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός κατά την Νέα Εποχή και β) ποιος είναι ο Χριστός της Νέας Εποχής. Όπως αναλύει σε σχετική μελέτη του[6] ο πρωτ. π. Κυριακός Τσουρός Γραμματέας της Σ.Ε. επί των αιρέσεων, «ο υδροχοϊκός Χριστός της Νέας Εποχής δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον Χριστό των ευαγγελίων και της αγίας Γραφής γενικότερα. Κατά τη θεοσοφία ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Χριστός» της εποχής των ιχθύων…Είναι μια ακόμη ενσάρκωση της θείας ουσίας, ένας αβατάρ, όπως πολλοί άλλοι προ αυτού (Ώρος, Βούδας, Κρίσνα, Ιμάμ Μάχντι κ.α.). Ήταν ένας από μια μακρά συνέχεια τελείων θείων ανθρώπων».[7]
Ως προς το δεύτερο ερώτημα: ποιος είναι ο Χριστός της Νέας Εποχής, αναφέρουμε ότι υπάρχει μια πληθώρα «Χριστών», αφού οι πολυάριθμες ομάδες της Νέας Εποχής διεκδικούν η κάθε μια για τον εαυτό της την αυθεντία και ένα δικό της τύπο «Χριστού». Όπως παρατηρεί ο π. Κυριακός «δεν συμφωνεί φερ’ ειπείν ο Χριστός της Θεοσοφίας με τον Χριστό του Υδροχόου, ή ο Χριστός της Ενωτικής Εκκλησίας του Μουν με τον Χριστό του Σάϊ Μπάμπα. Εξ’ άλλου κατά καιρούς εμφανίστηκαν πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδομεσσίες, ιδιαίτερα τα τελευταία έτη της δεύτερης μ. Χ. χιλιετίας».[8] Για παράδειγμα η θεοσοφίστρια Αλίκη Μπέϋλυ μας δίδει την εξής εικόνα περί του Χριστού σε ένα βιβλίο της με τίτλο «Η επανεμφάνισις του Χριστού», το οποίο δημοσίευσε στην Αγγλία το 1948: «Ο Χριστός της Νέας Εποχής έχει να επιτελέσει, κατά την Θεοσοφία, ένα πολύ σημαντικό έργο…Οραματιζόμεθα μιαν νέαν και ζωτικήν παγκόσμιον θρησκείαν… Αυτή η ιδέα μιας παγκόσμιας θρησκείας…βραδέως σήμερον γίνεται ευρέως επιθυμητή και εργασία συντελείται δια την πραγματοποίησίν της. Η συγχώνευσις των πίστεων αποτελεί τώρα έδαφος συζητήσεων. Της νέας παγκοσμίου θρησκείας τα βάθρα θα τα καθορίζουν όσοι εργάζονται εις τον τομέα της θρησκείας».[9] Ωστόσο προς το παρόν κατά την Μπέϋλυ υπάρχουν εμπόδια για την επανεμφάνιση του Χριστού της Νέας Εποχής και κατά συνέπεια για την εγκαθίδρυση της νέας παγκόσμιας θρησκείας. Και το πρώτο και μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο ίδιος ο Χριστιανισμός.
Οικουμενισμός
Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σκέλος της εισηγήσεως μας, που αφορά τον Οικουμενισμό και στα σύντομα χρονικά περιθώρια που έχουμε θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα σπουδαιότερα βασικά γνωρίσματά του, για να δούμε στη συνέχεια, πως τα δύο αυτά μεγέθη, Νέα Εποχή και Οικουμενισμός, συγκλίνουν μεταξύ τους και τελικά υπηρετούν ένα κοινό στόχο, την σταδιακή πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητος, την πραγματοποίηση και εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας. Κατ’ αρχήν ο Οικουμενισμός είναι ένα παγκόσμιο κίνημα, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την οικουμένη. Η όλη διαδικασία αυτής της σταδιακής μεταβολής της ανθρωπότητος λέγεται και παγκοσμιοποίηση.
Το κίνημα αυτό, όπως φάνηκε και από τον ορισμό που δώσαμε, κινείται και δραστηριοποιείται σε τέσσερα κυρίως επίπεδα, (κατ’ επέκταση όμως επηρεάζει όλους τους τομείς της ανθρωπίνης δραστηριότητος): Στο πολιτικό, το οικονομικό, το πολιτισμικό και τέλος το θρησκευτικό.
Και στο μεν πολιτικό επίπεδο προωθούνται όλες εκείνες οι διεργασίες, που είναι απαραίτητες για την δημιουργία όλων εκείνων των προϋποθέσεων και υποδομών, που απαιτούνται για την ανάδειξη μιας παγκόσμιας κυβερνήσεως με ένα παγκόσμιο ηγέτη. Η ιδέα ενός πλανητάρχη, ενός παγκόσμιου ηγέτη που θα λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητος, ήδη καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια και προωθείται από διεθνή σιωνιστικά και μασονικά κέντρα. Η προϊούσα καταστροφή του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο, οι πόλεμοι, οι φυσικές καταστροφές, οι άνωθεν κατευθυνόμενες και προγραμματιζόμενες οικονομικές κρίσεις, οι αθρόες μεταναστεύσεις των λαών κ.λ.π. θα δημιουργήσουν το πρόσφορο εκείνο κλίμα που απαιτείται για να φθάσει κάποτε η ανθρωπότης, ταλαιπωρημένη από τα δεινά και την εξαθλίωση, να αναζητήσει ένα παγκόσμιο κυβερνήτη, ένα σωτήρα, που θα την λυτρώσει από όλα τα κακά. Αυτός ο ηγέτης –πλανητάρχης, όμως όπως γνωρίζουμε από την αγία Γραφή δεν θα είναι άλλος από τον Αντίχριστο. Θα είναι για μεν τους οπαδούς της Νέας Εποχής ο νέος Χριστός –Αβατάρ της εποχής του Υδροχόου, για δε τους Εβραίους Σιωνιστές ο «Μεσσίας», που διακαώς περιμένουν επί αιώνες τώρα, αφού γι’ αυτούς ο Μεσσίας δεν ήταν ο Χριστός, τον οποίο αρνήθηκαν και εσταύρωσαν. Ο αναμενόμενος Μεσσίας των Εβραίων θα είναι ένας επίγειος παγκόσμιος κυβερνήτης με έκτακτα υπερφυσικά χαρίσματα, ο άνθρωπος που δεχθή μέσα του όλη την ενέργεια του σατανά, και ο οποίος θα υπόσχεται ότι θα χαρίσει ευημερία και ειρήνη σ’ όλους τους λαούς της γης.
Στο οικονομικό επίπεδο προωθούνται όλες εκείνες οι διεργασίες που απαιτούνται για τη ανοικοδόμηση και καθιέρωση ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μιας παγκόσμιας οικονομίας. Την διαδικασία αυτή προωθούν εκ του αφανούς τα διεθνή σιωνιστικά κέντρα με την συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια ολίγων οικογενειών, ως επί το πλείστον Εβραίων στην καταγωγή, της λεγομένης ελίτ των μεγαλοκεφαλαιούχων του χρήματος, οι οποίοι σήμερα κατέχουν στα χέρια τους το 90% και πλέον του παγκοσμίου κεφαλαίου, με την δύναμη του οποίου κατορθώνουν να ασκούν στις κυβερνήσεις των λαών ισχυρότατες πιέσεις, ώστε να κατορθώνουν τελικά να επιβάλλουν την θέλησή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μετατοπίζεται η εξουσία από τις κυβερνήσεις στους ισχυρούς του χρήματος, ενώ οι δημοκρατικοί θεσμοί εξασθενούν σταδιακά. Η εξουσία ασκείται τυπικά μόνον από τους ηγέτες των χωρών, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε απλούς υπαλλήλους αυτών, που ελέγχουν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Το χρήμα ανυψώνεται πλέον σε υπέρτατη αξία, γίνεται ο κυρίαρχος προσδιοριστικός παράγων που καθορίζει και διαμορφώνει όλους τους επί μέρους θεσμούς και κρατικές λειτουργίες, όπως η παιδεία, η οικογένεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, η εθνική άμυνα, η εξωτερική πολιτική της χώρας, τα ΜΜΕ, μέσω των οποίων επιδιώκεται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Παράλληλα με κριτήρια καθαρά οικονομικά, με στόχο την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, όπως γνωρίζουμε προωθήθηκε η ίδρυση της Ε.Ε., της Βορειοαμερικανικής Ενώσεως κ.λ.π., ενώ σταδιακά καταργούνται τα εθνικά κράτη, τα οποία παραχωρούν την εξουσία των σε ομοσπονδίες χωρών, οι οποίες όμως ελέγχονται και από τους αριστοκράτες του χρήματος.
Σε πολιτιστικό επίπεδο καλλιεργείται και προωθείται η ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητος. Της διαμορφώσεως δηλαδή και της επιβολής ενός ανανεωμένου Δυτικοευρωπαϊκού-Αμερικανικού πολιτισμού, ο οποίος θα κατασκευάζει πολίτες με μια παγκόσμια πλανητική συνείδηση. Προς επίτευξη του στόχου αυτού καταβάλλεται συντονισμένη προσπάθεια, κυρίως μέσω της παιδείας και των ΜΜΕ, για την αποδυνάμωση της εθνικής αυτοσυνειδησίας των λαών και την ισοπέδωση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των επί μέρους εθνών. Μέσα στα πλαίσια αυτά οι τοπικές παραδόσεις προσβάλλονται ως οπισθοδρομικές, τα ήθη και τα έθιμα των λαών γελοιοποιούνται και συκοφαντούνται ως απηρχαιωμένα, τα ιστορικά γεγονότα διαστρεβλώνονται και παραποιούνται, κάθε έννοια υγιούς φιλοπατρίας διαβάλλεται και υβρίζεται ως ρατσισμός και μισαλοδοξία, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των αλλοδαπών πληθυσμών αποκτούν προνομιακή θέση και προστασία έναντι του υπολοίπου πληθυσμού.
Τέλος σε θρησκευτικό επίπεδο προωθείται μέσω της παναιρέσεως του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού η ανοικοδόμηση μιας παγκόσμιας θρησκείας.
Ιστορική αναδρομή
Ας έλθουμε τώρα να δούμε ειδικότερα τον σύγχρονο Οικουμενισμό σε θρησκευτικό επίπεδο και ας κάνουμε πρώτα μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Ο θρησκευτικός Οικουμενισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παγκοσμιοποίηση σε θρησκευτικό επίπεδο. Η προσπάθεια δηλαδή δημιουργίας μιας παγκόσμιας θρησκείας, η πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Χαρακτηρίζεται έντονα από το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και διακρίνεται α) στον Διαχριστιανικό Οικουμενισμό και β) στον Διαθρησκειακό Οικουμενισμό. Αν δούμε τον Οικουμενισμό από καθαρά εκκλησιολογική άποψη θα τον χαρακτηρίσουμε ασφαλώς ως αίρεση και μάλιστα ως μια από τις φοβερότερες αιρέσεις όλων των αιώνων. Είναι μια «παναίρεση», όπως την χαρακτήρισε μία μεγάλη οσιακή μορφή της εποχής μας ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, η οποία έχει αναπτύξει μέσα στους κόλπους της συγκεκριμένες αιρετικές θεωρίες, οι οποίες, βέβαια είναι τελείως ξένες προς την Ορθόδοξη πίστη και παράδοση.
Διαχριστιανικός Οικουμενισμός
Ως προς το πρώτο σκέλος του Οικουμενισμού τον Διαχριστιανικό Οικουμενισμό πολύ σύντομα αναφέρουμε ότι εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σαν ένα κίνημα μέσα στους κόλπους του Προτεσταντισμού στην εναγώνια προσπάθειά του να ξαναβρεί την ενότητά του μέσα στη διάσπασή του, μετά την συνειδητοποίηση του συνεχώς αυξανόμενου πολυκατακερματισμού του, αλλά και σαν μία αναγκαιότητα των τότε πολιτικών ανακατατάξεων της Ευρώπης. Το 1948 ιδρύεται το γνωστό Π.Σ.Ε., το οποίο αποτέλεσε τον κύριο φορέα και όργανο του Οικουμενισμού για την προώθηση και πραγματοποίηση των σκοπών του. Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, προσκληθέντα να συμμετάσχουν ως μέλη του Π.Σ.Ε., έδειξαν στην αρχή μεγάλη επιφυλακτικότητα. Στην πρώτη Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ το 1948 εκπροσωπήθηκαν μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες της Κύπρου και της Ελλάδος. Στον Ορθόδοξο χώρο ο Οικουμενισμός κάνει την εμφάνισή του στις αρχές του 20ου αιώνος με τις γνωστές πατριαρχικές εγκυκλίους του 1902, 1904 και 1920 που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο προς όλα τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, τις οποίες προσκαλεί σε διάλογο και προσέγγιση με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Είναι άξιον προσοχής, ότι στην Εγκύκλιο του 1920 για πρώτη φορά χαρακτηρίζονται επισήμως οι αιρετικοί, (Παπικοί και Προτεστάντες), ως Εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την (Ορθόδοξη), Εκκλησία, αλλά «συγκληρονόμοι» των υποσχέσεων του Θεού εν Χριστώ. Είναι γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αρνείται, ούτε φοβάται τον διάλογο προς πάντας, είτε ετεροδόξους είτε ετεροθρήσκους, ακολουθώντας τον θεόπνευστο λόγο του απ. Πέτρου «έτοιμοι προς απολογίαν παντί τω αιτούντι…». Ωστόσο από την εμπειρία των μέχρι σήμερα γενομένων διαλόγων, (με τους προτεστάντες επί 70 χρόνια ενώ με τους Ρωμαιοκαθολικούς επί 38), διαπιστώθηκε το αμετακίνητο της γνώμης και η πεισματώδης επιμονή τους στις ποικίλες αιρετικές διδασκαλίες τους. Γι’ αυτό όπως ήταν αναμενόμενο οι διάλογοι έφθασαν σε αδιέξοδο. Το δε πλέον τραγικό είναι το γεγονός, ότι όχι μόνο δεν κατορθώσαμε μέσω των διαλόγων να επαναφέρουμε τους ετεροδόξους στην Ορθοδοξία, αλλά τελικά έγινε το ακριβώς αντίθετο. Φθάσαμε στο σημείο, μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, να αναγνωρίσουμε τους ετεροδόξους ως Εκκλησίες. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πλέον πρώτον μεν από τα κείμενα κοινής αποδοχής, τα οποία υπέγραψαν Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι στα παγκόσμια συνέδρια και στις μικτές θεολογικές επιτροπές επί των θεολογικών διαλόγων, όπως για παράδειγμα του Πόρτο Αλέγκρε, του Μπουσάν, του Μπαλαμάντ και της Ραβέννας. Και δεύτερον από τις επίσημες συνοδικές αποφάσεις της ψευδοσυνόδου της Κρήτης, (Ιούνιος 2016).
Γνήσια έκφραση του θρησκευτικού συγκρητιστικού πνεύματος, που κυριαρχεί στον Οικουμενισμό αποτελούν οι αιρετικές θεωρίες, τις οποίες ανέπτυξε. Αναφέρουμε επιγραμματικά τις κυριώτερες από αυτές, χωρίς να προχωρούμε σε αναλύσεις, διότι δεν μας παίρνει ο χρόνος. Την θεωρία των κλάδων, του δογματικού μινιμαλισμού, της περιεκτικότητος, της βαπτισματικής ενότητος, των αδελφών Εκκλησιών, των δύο πνευμόνων, της μεταπατερικής θεολογίας κ.α.
Διαθρησκειακός Οικουμενισμός
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Οικουμενισμός δεν περιορίστηκε μόνο σε διαχριστιανικό επίπεδο, αλλά σύντομα επεκτάθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, και σε διαθρησκειακό. Το πρώτο επίσημο άνοιγμα προς τις άλλες θρησκείες πραγματοποιεί ο Παπισμός κατά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, (1962-1965), με την γνωστή Συνοδική Εγκύκλιο Nostra Aetate, όπου διακηρύσσεται: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό τον ζώντα… τον εύσπλαγχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους».[10] Προς τον σκοπό αυτό μάλιστα διοργάνωσε Διαθρησκειακές Συναντήσεις στην Ασσίζη (1986, 1994, 2002, 2011 κ.α.) και Διαθρηκειακές Συνελεύσεις στη Ρώμη, όπως αυτή που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, με εκπροσώπους όλων των θρησκειών. Ο διάλογος και η προσέγγιση κατ’ αρχήν με τις δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, (για τις οποίες έγινε γενικά παραδεκτό, ότι πιστεύουν στον ίδιο Θεό), θεωρήθηκε ως έκφραση αγάπης, ως «αγαπητική έξοδος» προς τον πλησίον προς μετάδοση του μηνύματος της χριστιανικής πίστεως. Θεωρήθηκε ακόμη ως μία αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού και ιδιαίτερα του ισλαμικού φανατισμού, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, των ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες και την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών. Στην πραγματικότητα όμως εξυπηρετεί και προωθεί τα σκοτεινά σχέδια του Διεθνούς Σιωνισμού και της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου.
Το παράδειγμα του Βατικανού ακολούθησε στη συνέχεια το Π.Σ.Ε. και η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ 1976), «εκφράζουσα την επιθυμίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας να συμβάλη εις την διαθρησκειακήν συννενόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των ιδεωδών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, απεφάσισεν, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία συνεργασθή προς τούτο μετά των άλλων, εκτός του Χριστιανισμού θρησκευμάτων».[11] Την ίδια αυτή απόφαση επανέλαβε και η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ το 1986.[12]
Με βάση τις προαναφερθείσες Πανορθόδοξες Διασκέψεις το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοργάνωσε αφ’ ενός μεν διμερείς Ακαδημαϊκές Διασκέψεις με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ και αφ’ ετέρου Διαθρησκειακά Συνέδρια και Συναντήσεις ηγετών και εκπροσώπων των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, όπως το Συνέδριο στις Βρυξέλλες το 2001, στη Θεσσαλονίκη το 2003, στην Αθήνα το 2004 κ.α. Σ’ όλα αυτά τα Διαθρησκειακά Συνέδρια και Διαλόγους έγινε προσπάθεια να ευρεθούν κοινά σημεία πίστεως με τις άλλες θρησκείες, διακηρύχθηκε μάλιστα, ότι και οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό (κατά το παράδειγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου) και επομένως και σ’ αυτές υπάρχει σωτηρία.
Νέα Εποχή και Οικουμενισμός
Όπως τονίσαμε και προηγουμένως η Νέα Εποχή και ο Οικουμενισμός, οι δύο αυτές σκοτεινές και αντίχριστες δυνάμεις αλληλοπεριχωρούνται, συγκλίνουν μεταξύ τους και τελικά υπηρετούν ένα κοινό στόχο, τη σταδιακή πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική ενοποίηση της ανθρωπότητος και την πραγματοποίηση και εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας θρησκείας. Πιο συγκεκριμένα μεταξύ του Οικουμενισμού και της «Νέας Εποχής» υπάρχει μια πολύ βαθιά και στενή ιδεολογική συγγένεια και μία αιτιώδης σχέση.
Αναφέραμε προηγουμένως ότι βασική αρχή της Θεοσοφίας και της Νέας Εποχής είναι ο λεγόμενος δογματικός πλουραλισμός. Την ίδια όμως αυτή αντίληψη και αρχή, την ομολογούν επίσης πολλοί εκπρόσωποι του Οικουμενισμού. Αναφέρουμε αποκαλυπτικές δηλώσεις ορισμένων εξ’ αυτών: α) του Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού: «Όλες οι θρησκείες θεωρούνται ηθελημέναι οδοί από τον Θεόν για την δόξαν του Θεού και την σωτηρίαν των πιστών τους».[13] «Κατά βάθος μία εκκλησία, η ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».[14] «Η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται πέραν αυτής και σε μια θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνησίας δυνατότητος συναντήσεως με το ιερό».[15] β) του πρώην Πατριάρχου Αλεξανδρείας κυρού Παρθενίου: «Για μένα το θέμα της γνώσεως αν το Ισλάμ είναι, ή δεν είναι μια εμπνευσμένη θρησκεία δεν τίθεται: Είναι βεβαίως εμπνευσμένη…Ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεόν, ικανούς να νηστεύουν, να προσεύχονται, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα».[16] γ) του καθηγητού κ. Σάβα Αγουρίδη «Ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία, και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα όπως η Ορθοδοξία».[17]
Επίσης όπως αναφέραμε παρά πάνω κύριος στόχος της Νέας Εποχής είναι ομογενοποίηση και ο συγκερασμός όλων των θρησκειών του κόσμου και η συναδέλφωση όλων των λαών, πέρα από διαφορές θρησκείας, χρώματος και φυλής. Αυτήν όμως την ανάγκη συναδελφώσεως και περαιτέρω συνεργασίας όλων των λαών και θρησκειών διακήρυξε, όπως είδαμε παρά πάνω η Α΄ και η Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τα Διαθρησκειακά Συνέδρια και Συναντήσεις που διοργανώθηκαν στη συνέχεια μεταξύ της Ορθοδοξίας και των άλλων θρησκευμάτων, βάδισαν με συνέπεια και πιστότητα πάνω στη γραμμή αυτή που χάραξε η Α΄ και η Γ΄ Προσυνοδική. Καλλιέργησαν την ιδέα ότι η προσέγγιση και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες, αποτελεί μία αναγκαιότητα προκειμένου έτσι να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή μαρτυρία για το καλό του κόσμου. Για να καταπολεμίσουν, όπως ισχυρίζονται, τα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα, όπως ο πόλεμος, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η φτώχεια, κ.λ.π. Για να προωθήσουν την παγκόσμια ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των θρησκειών στις σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες, την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών. Είναι αποκαλυπτικές οι δηλώσεις ορισμένων κυρίων εκπρόσωπων του Οικουμενισμού, που εκφράζουν ακριβώς αυτή την ιδεολογία: α) του πρώην Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κυρού Ιακώβου, ο οποίος διετέλεσε για ένα διάστημα συμπρόεδρος του Π.Σ.Ε.: «…Το Π.Σ.Ε. προχωρεί προς πραγματοποίηση του σκοπού του δια του συγκερασμού πολιτισμών, θρησκειών και λαών».[18] β) Ορθοδόξου Πατριάρχου ο οποίος στην Παγκόσμια Διάσκεψη Θρησκείας και Ειρήνης στην Riva del Garda της Ιταλίας στις 4 Νοεμβρίου 1994 διεκήρυξε ότι: «…Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάντες και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδιστές και Κομφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια προς τον σκοπόν της καθοδηγήσεως του κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητών του εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας».[19]
Συμπεράσματα
Με βάση τα όσα παρά πάνω ελέχθησαν, το πρώτο που θα πρέπει να τονίσουμε, σαν γενικό συμπέρασμα, είναι ότι η ανθρωπότητα σήμερα βιώνει μια πρωτοφανή πνευματική σύγχυση, που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Ζούμε σε μια εποχή που έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εσχάτων χρόνων, όπως αυτά έχουν προφητευθεί από το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας, από τους ιερούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής και από αγίους και χαρισματούχους Γέροντες, που ομίλησαν προφητικά για τα έσχατα. Κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την πρωτοφανή αποστασία των ημερών μας παίζουν τα δύο πολυκέφαλα θηρία της πλάνης, η Νέα Εποχή και ο Οικουμενισμός. Και τα δύο εργάζονται παράλληλα, υπηρετούν με συνέπεια το πανθρησκειακό όραμα και προετοιμάζουν με γοργούς ρυθμούς την εφιαλτική πανθρησκεία, η οποία θα στρώσει το χαλί για την έλευση του αντιχρίστου.
Ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού βρίσκεται ήδη αναπόφευκτα αντιμέτωπος με τα δύο αυτά πολυκέφαλα θηρία, τα οποία αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή και τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ζωή της Εκκλησίας. Απέναντι στην διπλή αυτή απειλή καλείται να θωρακιστεί με την παντοδύναμο Χάρη του Θεού, με την πνευματική εκείνη πανοπλία, για την οποία κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολή του, (6,10-17). Προ πάντων καλείται σήμερα η Εκκλησία δια του κλήρου και του πιστού λαού της, να επαγρυπνεί και να διακρίνει τα «σημεία των καιρών» (Ματθ.16,3). Να υπερασπιστεί την ακεραιότητα του δόγματός της και να διακηρύξει την σταθερή και αταλάντευτη πεποίθησή της, ότι αυτή μόνη παραμένει η Εκκλησία των αγίων αποστόλων και των θεοφόρων Πατέρων, η Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία, εντός της οποίας και μόνον ο άνθρωπος πραγματοποιεί την σωτηρία και την θέωσή του.
[1] «Δώρα για τη ζωή», τευχ.13, Σεπτ.-Οκτ. 2004, εξώφυλλο
[2] Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως, Γ΄1, PG. 94,984.
[3] Ο αποκρυφισμός στο φως της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1996, τομ, Ε΄, σελ.113.
[4] The Secret Doctrine, Έκδοση- ανατύπωση του 1974, από το Theosophical University Press, Pasadena Kalifornia, σελ. ΧΧ.
[5] Βλ. περιοδ. «Διάλογος» του «Διορθοδόξου Συνδέσμου πρωτοβουλιών Γονέων», τευχ. 1, σελ.16.
[6] «Ο Χριστός της Νέας Εποχής», στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Πτυχές της Νέας Εποχής. Απειλή αλλοιώσεως του Ορθοδόξου φρονήματος από το πνεύμα της Νέας Εποχής», Πρακτικά ΙΖ΄ Πανορθοδόξου Συνδιασκέψεως Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα Αιρέσεων και Παραθρησκείας, Κλάδος Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2007, σελ. 163-198
[7] Από τη βηθλεέμ στο Γολγοθά, σελ. 211.
[8] Ο.π. σελ. 177.
[9] Αλίκη Μπέϊλυ, Η επανεμφάνιση του Χριστού, σελ. 169.
[10] Βλ. Διάταγμα Β΄ Συνόδου του Βατικανού, τευχ. 7, Εκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου, Αθήνα, σελ. 43-44
[11] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα καὶ προοπτικαί, Ἀθῆναι 1990, σελ. 29.
[12] Βλ. Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, «Η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πιστή διάκονος του παναιρετικού Οικουμενισμού, Πειραιεύς 2015, σελ. 22.
[13] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού Λόγος Διαλόγου, σελ. 16
[14] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν «Ορθοδοξία και Ισλάμ», εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ.17.
[15] Μητρ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αριθ. 426/1.10.1989, σελ. 6.
[16] Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19.
[17] Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, « Διαλογισμός και Προσευχή, Ορθόδοξη θεώρηση», Αθήναι 1993, σελ. 236.
[18] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού , Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο», Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σ. 4-5
[19] Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ.511/30.11.1994, σελ. 28.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου