Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1069
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1069
Τοῦ ἁγίου Γεωργίου
23 Ἀπριλίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
23 Ἀπριλίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ὁμολογοῦμε Χριστόν;
Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον» (Λουκ. 21,13)
EΟΡΤΗ καὶ πανήγυρις σήμερα. Ὁ ἅγιος Γεώργιος εἶνε ἀπὸ τοὺς πλέον δημοφιλεῖς ἁγίους. Τὸν ἀγαπάει πολὺ ὁ λαός μας. Πολλοὶ ἄντρες ἔχουν τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες παίρνουν τὸ ὄνομα Γεωργία. Ἐκκλησίες ὑπάρχουν παντοῦ στὴν πατρίδα μας ἐπ᾿ ὀνόματί του. Χωριὰ φέρουν τὸ ὄνομα Ἅγιος Γεώργιος. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἔνδοξο ἑλληνικὸ στρατὸ τὸ πεζικό, ἡ βάσις τοῦ στρατεύματος, αὐτὸν ἔχει προστάτη καὶ τὸν τιμᾷ. Καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ Ῥουμᾶνοι καὶ οἱ Ῥῶσοι· παντοῦ στὴν Ὀρθοδοξία τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Γεωργίου τιμᾶται πολύ. Τὸ περίεργο εἶνε, ὅτι ἀκόμα καὶ ἀλλόδοξοι τὸν τιμοῦν. Ἀπόδειξις ἡ Ἀγγλία, καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἐθνικό της νόμισμα, τὴ λίρα. Αὐτὸ ἐγὼ δὲν τὸ ἤξερα, στὴν Κοζάνη τὸ ἔμαθα. Ἐκεῖ ἄκουσα δύο ἀνθρώπους ποὺ κουβέντιαζαν, καὶ λέει ὁ ἕνας· ―Ἔχεις Ἁϊγιώργηδες καβαλλάρηδες;… Ἐγὼ δὲν καταλάβαινα. ―Τί ἐννοεῖς; λέω. ―Ἐννοῶ λίρες· ἡ λίρα στὸ πίσω μέρος ἔχει ζωγραφισμένο τὸν ἅϊ-Γιώργη… Καὶ πέραν τοῦ Ἀτλαντικοῦ, ὁ πρῶτος πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ὠνομάζετο Γεώργιος Οὐάσιγκτων. Παντοῦ λοιπόν.
* * *
Ποιός ἦτο ὁ ἅγιος Γεώργιος; Γεννήθηκε στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὸ λίκνο τῆς Ὀρθοδοξίας, στὰ εὐλογημένα μέρη τῆς Καππαδοκίας· εἶνε συμπατριώτης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε σὲ σπίτι χριστιανικό. Ὁ πατέρας του, κατὰ τὴν παράδοσι, ἦταν μάρτυρας. Ἡ μητέρα του εὐσεβεστάτη. Αὐτὴ φύτεψε στὴν καρδιά του τὴν πίστι. Καὶ ὅ,τι φυτεύει ἡ μάνα, δὲν τὸ ξερριζώνουν χίλιοι δαίμονες.
Ὅταν ἔγινε δεκαοχτὼ χρονῶν ὁ ἅγιος Γεώργιος κατετάγη στὸ στρατό. Ῥωμαλέος στὸ ἀνάστημα, γενναῖος στὸ φρόνημα, χαλύβδινος στὰ νεῦρα, ἐνωρὶς διέπρεψε σὲ μάχες σκληρὲς ἐναντίον τῶν Περσῶν καὶ ἄλλων βαρβάρων. Ἔτσι ἀπὸ βαθμὸ σὲ βαθμὸ προαγόμενος ἔφθασε μὲ τὴν ἀξία του στὸν ἀνώτερο βαθμό, τοῦ στρατηγοῦ σχεδόν, καὶ τέλος τοῦ κόμητος. Ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα στελέχη τῶν λεγεώνων τῆς αὐτοκρατορίας.
Κανείς δὲν γνώριζε ὅτι εἶνε Χριστιανός. Ἦρθε ὅμως ἡ στιγμὴ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του. Στὸ θρόνο τῆς Ῥώμης ἀνέβηκε τότε ὁ Διοκλητιανός (284-304). Αὐτὸς εἶπε· Θὰ ξερριζώσω κάθε ἴχνος χριστιανισμοῦ· ἐντὸς ὀλίγου δὲ᾿ θὰ ὑπάρχῃ Χριστιανός… Διέταξε γενικὸ διωγμό. Ἔπιαναν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ μόνη κατηγορία τὴν πίστι τους. Ὅταν ὁ Γεώργιος εἶδε νὰ ὁδηγοῦνται στὰ κριτήρια καὶ νὰ καταδικάζωνται ἄνθρωποι ἀθῷοι, ἐμφανίστηκε στὰ δικαστήρια συνήγορος τῶν Χριστιανῶν. Ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς τοῦ ἔθεσε τὸ κρίσιμο ἐρώτημα· ―Εἶσαι Χριστιανός; ―Εἶμαι. ―Καὶ κρυβόσουν τόσον καιρὸ σύ, ἀνώτερος ἀξιωματικός, στὸν ὁποῖον ἡ Ῥώμη ἐμπιστεύθηκε τέτοιο ἀξίωμα;… Εἶνε στιγμὲς ποὺ ἀπαιτοῦν θυσία. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει περισσότερο δὲν εἶνε τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ ἡ πίστι καὶ ἡ συνείδησι. ―Εἶμαι Χριστιανός… Ἀμέσως τὸν ἅρπαξαν, τοῦ ἀφαίρεσαν τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀξιώματος καὶ τὸν ὡδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐκεῖ πάλι ὡμολόγησε τὴν πίστι στὸ Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξεπλάγη. Τότε ἄρχισε τὸ φρικτὸ μαρτύριο. Ἀφοῦ τὸν φυλάκισαν, τὸν ἔρριξαν σὲ καμίνι μὲ ἀσβέστη. Ἔβαλαν πάνω στὸ στῆθος του βαρειὰ πέτρα. Τοῦ φόρεσαν σιδερένια παπούτσια πυρακτωμένα στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ περπατήσῃ. Τέλος τὸν ἔβαλαν στὸν τροχό, ἀπαίσιο βασανιστήριο ποὺ κομμάτιαζε τὶς σάρκες.
Ἔμεινε σταθερός. Προσποιήθηκε ὅμως, ὅτι θέλει νὰ προσκυνήσῃ τὰ εδωλά τους. Χάρηκαν ἐκεῖνοι καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ ναὸ ὅπου ὑπῆρχε χρυσὸ παρακαλῶ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος. Οἱ σαλπιγκταὶ σάλπισαν καὶ μαζεύτηκε κόσμος. Ἐκεῖνος γονάτισε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κι ἀμέσως ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε―, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀγάλματα· ἔγιναν κομμάτια, κονιορτοποιήθηκαν.
Τότε ὁ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες πίστεψαν στὸ Χριστό. Πίστεψε μάλιστα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Ἀλεξάνδρα, μαζὶ μὲ τρεῖς ὑπηρέτες της. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ μαρτύρησαν. Ὁ ἕνας ἔφερε στὴν πίστι πολλούς. Τέλος ἕνα ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα τὸν ὡδήγησε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ ἄστραψε τὸ ξίφος τοῦ δημίου. Καὶ ἡ μὲν κεφαλή του ἔπεσε αἱμόφυρτος στὴ γῆ, γιὰ νὰ γίνῃ πηγὴ θαυμάτων, ἡ δὲ ψυχή του, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι καὶ σὰν τὸ περιστέρι, ἀνέβηκε στὰ δώματα τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ὅταν ἔγινε δεκαοχτὼ χρονῶν ὁ ἅγιος Γεώργιος κατετάγη στὸ στρατό. Ῥωμαλέος στὸ ἀνάστημα, γενναῖος στὸ φρόνημα, χαλύβδινος στὰ νεῦρα, ἐνωρὶς διέπρεψε σὲ μάχες σκληρὲς ἐναντίον τῶν Περσῶν καὶ ἄλλων βαρβάρων. Ἔτσι ἀπὸ βαθμὸ σὲ βαθμὸ προαγόμενος ἔφθασε μὲ τὴν ἀξία του στὸν ἀνώτερο βαθμό, τοῦ στρατηγοῦ σχεδόν, καὶ τέλος τοῦ κόμητος. Ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα στελέχη τῶν λεγεώνων τῆς αὐτοκρατορίας.
Κανείς δὲν γνώριζε ὅτι εἶνε Χριστιανός. Ἦρθε ὅμως ἡ στιγμὴ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του. Στὸ θρόνο τῆς Ῥώμης ἀνέβηκε τότε ὁ Διοκλητιανός (284-304). Αὐτὸς εἶπε· Θὰ ξερριζώσω κάθε ἴχνος χριστιανισμοῦ· ἐντὸς ὀλίγου δὲ᾿ θὰ ὑπάρχῃ Χριστιανός… Διέταξε γενικὸ διωγμό. Ἔπιαναν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ μόνη κατηγορία τὴν πίστι τους. Ὅταν ὁ Γεώργιος εἶδε νὰ ὁδηγοῦνται στὰ κριτήρια καὶ νὰ καταδικάζωνται ἄνθρωποι ἀθῷοι, ἐμφανίστηκε στὰ δικαστήρια συνήγορος τῶν Χριστιανῶν. Ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς τοῦ ἔθεσε τὸ κρίσιμο ἐρώτημα· ―Εἶσαι Χριστιανός; ―Εἶμαι. ―Καὶ κρυβόσουν τόσον καιρὸ σύ, ἀνώτερος ἀξιωματικός, στὸν ὁποῖον ἡ Ῥώμη ἐμπιστεύθηκε τέτοιο ἀξίωμα;… Εἶνε στιγμὲς ποὺ ἀπαιτοῦν θυσία. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει περισσότερο δὲν εἶνε τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ ἡ πίστι καὶ ἡ συνείδησι. ―Εἶμαι Χριστιανός… Ἀμέσως τὸν ἅρπαξαν, τοῦ ἀφαίρεσαν τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀξιώματος καὶ τὸν ὡδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐκεῖ πάλι ὡμολόγησε τὴν πίστι στὸ Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξεπλάγη. Τότε ἄρχισε τὸ φρικτὸ μαρτύριο. Ἀφοῦ τὸν φυλάκισαν, τὸν ἔρριξαν σὲ καμίνι μὲ ἀσβέστη. Ἔβαλαν πάνω στὸ στῆθος του βαρειὰ πέτρα. Τοῦ φόρεσαν σιδερένια παπούτσια πυρακτωμένα στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ περπατήσῃ. Τέλος τὸν ἔβαλαν στὸν τροχό, ἀπαίσιο βασανιστήριο ποὺ κομμάτιαζε τὶς σάρκες.
Ἔμεινε σταθερός. Προσποιήθηκε ὅμως, ὅτι θέλει νὰ προσκυνήσῃ τὰ εδωλά τους. Χάρηκαν ἐκεῖνοι καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ ναὸ ὅπου ὑπῆρχε χρυσὸ παρακαλῶ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος. Οἱ σαλπιγκταὶ σάλπισαν καὶ μαζεύτηκε κόσμος. Ἐκεῖνος γονάτισε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κι ἀμέσως ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε―, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀγάλματα· ἔγιναν κομμάτια, κονιορτοποιήθηκαν.
Τότε ὁ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες πίστεψαν στὸ Χριστό. Πίστεψε μάλιστα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Ἀλεξάνδρα, μαζὶ μὲ τρεῖς ὑπηρέτες της. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ μαρτύρησαν. Ὁ ἕνας ἔφερε στὴν πίστι πολλούς. Τέλος ἕνα ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα τὸν ὡδήγησε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ ἄστραψε τὸ ξίφος τοῦ δημίου. Καὶ ἡ μὲν κεφαλή του ἔπεσε αἱμόφυρτος στὴ γῆ, γιὰ νὰ γίνῃ πηγὴ θαυμάτων, ἡ δὲ ψυχή του, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι καὶ σὰν τὸ περιστέρι, ἀνέβηκε στὰ δώματα τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
* * *
Αὐτὸς εἶνε μὲ λίγα λόγια ὁ βίος τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Γεωργίου. Καὶ ἂν θέλουμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ τὸν τιμοῦμε, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ ἀσπαζώμεθα τὴν εἰκόνα του καὶ ν᾿ ἀνάβουμε κερὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του. Αὐτὸ εἶνε εὔκολο. Κάτι ἄλλο χρειάζεται. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε· «Τιμὴ μάρτυρος μίμησις μάρτυρος». Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ βαδίσουμε στὰ χνη του.
Δὲν ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος διαφορετικὸς ἀπὸ μᾶς. Σάρκα καὶ ὀστᾶ εἶχε κ᾿ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸ διο φύραμα ἦταν. Ἂν σᾶς πῶ νὰ μιμηθῆτε ἕναν ἄγγελο, θὰ πῆτε Μὰ εμαστε ἄνθρωποι… Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο Γεώργιο, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτός, τέκνον τῆς γῆς, παιδὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καὶ ὅμως ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος. Νὰ τὸν μιμηθοῦμε ὄχι στὰ θαύματα βεβαίως· ἐκεῖ δὲ᾿ μποροῦμε λόγῳ ἐλλείψεως πίστεως. Ἂς τὸν μιμηθοῦμε ἐκεῖ ποὺ μποροῦμε. Καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ὁμολογία. Ὅπως ἐκεῖνος ὡμολόγησε τὸ Χριστό, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ εμεθα θαρραλέοι ὁμολογηταὶ τῆς πίστεώς μας.
Οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ δὲ᾿ μιλᾶνε δυστυχῶς. Ἐγὼ πιστεύω, σοῦ λέει. Πιστεύει, ἀλλὰ ποτέ του δὲν ὁμολογεῖ. Ὁ χιλιαστὴς ἢ ὁ μαρξιστὴς καὶ ὁ ἄθεος μιλοῦν· οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἔχουν τὴν ἀλήθεια, εἶνε μουγγοθόδωροι· λὲς καὶ δὲν τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς οὔτε νοῦ οὔτε γλῶσσα. Ἐὰν ὁ ἅγιος Γεώργιος δὲν ὡμολογοῦσε Χριστόν, θὰ ἔσῳζε τὴ ζωή του, δὲν θὰ ἦταν ὅμως ἅγιος· ἐὰν δὲν ὡμολογοῦσε, θὰ προωθεῖτο ἀκόμη περισσότερο, θὰ γινόταν στρατάρχης, μετὰ ὅμως τὸ ὄνομά του θὰ ἔσβηνε, ὅπως ἔσβησαν τὰ ὀνόματα τόσων στραταρχῶν, Ναπολεόντων καὶ καισάρων. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Ἔμεινε ἀλησμόνητος καὶ τιμᾶται, γιατὶ ὡμολόγησε Χριστόν. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ὡμολόγησε ἐνώπιον τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας μὲ κίνδυνο, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. ―Μὰ ποῦ νὰ ὁμολογοῦμε;… Δίδονται εὐκαιρίες. Ἂς ὑπενθυμίσω μερικές.
Κάθεσαι στὸ τραπέζι σὲ ἑστιατόριο καὶ κανείς δὲν κάνει σταυρό. Ἐσὺ σήκω καὶ κάνε τὸ σταυρό σου. Μειδιάματα θὰ σὲ ὑποδεχθοῦν ἀπὸ τὰ γύρω τραπέζια. Ἀλλ᾿ ἐὰν δὲν κάνῃς σταυρό, εἶσαι ψεύτικος χριστιανός. Ὁ Χριστὸς γιὰ σένα ἀνέβηκε γυμνὸς στὸ σταυρό· ἐσὺ δὲν ἔχεις τὸ θάρρος νὰ τὸν ὁμολογήσῃς;
Ἄλλη εὐκαιρία ὁμολογίας εἶνε, νὰ διαφωτίζῃς τοὺς ἄλλους γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς σου.
Θέλεις κι ἄλλη εὐκαιρία; Βαδίζεις στὸ δρόμο καὶ ἀκοῦς μιὰ βλασφημία. Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη συμφορά. Ἔλεγξε λοιπὸν τὸ βλάσφημο ὅποιος καὶ ἂν εἶνε. Μὲ συγχωρεῖτε, ἀγαπητοί· ὑπηρέτησα τρία χρόνια στὸ στρατὸ καὶ ἔχω πολλὰ ἐπεισόδια τέτοια, ποὺ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐλέγξω ταγματάρχας, συνταγματάρχας, στρατηγούς· διότι καλοὶ μὲν καὶ γενναῖοι ἀξιωματικοί, ἀλλὰ μερικοὶ εἶχαν τὴν κακὴ συνήθεια, ἐν ὥρᾳ πολέμου, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ ἱερεὺς μὲ τὸ σταυρὸ ἀνέβαινε τὰ ὕψη τῶν ὀρέων καὶ φώναζε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, αὐτοὶ δυστυχῶς, ἀπὸ κακὴ συνήθεια ἢ καὶ ἐκ προθέσεως, βλαστημοῦσαν καπηλικῶς τὰ θεῖα. Ἀκοῦς λοιπὸν τὸ συστρατιώτη σου ἢ τὸ συμμαθητή σου ἢ τὸ συνάδελφό σου στὸ γραφεῖο καὶ βλαστημάει; Στόπ! φώναξε. Εἶνε ἡ στιγμὴ γιὰ ὁμολογία. Καὶ λέει ὁ Χρυσόστομος, ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπίσκοπος· Ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ; μαρτύρησον ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί νὰ κάνῃς· συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς φορές. Δὲν ἀκούει; Ἔχεις γλῶσσα; Ἔλεγξέ τον. Ἔχεις χέρι; Χτύπησέ τον. Χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Δὲν εἶνε ἄξιοι τιμωρίας μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν· εμεθα κ᾿ ἐμεῖς ποὺ ἀπαθῶς τοὺς ἀκοῦμε.
Σᾶς εἶπα μερικὲς εὐκαιρίες ὁμολογίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ· ὄχι στὴν κλίμακα ποὺ τὸ ἔκανε ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀλλὰ σὲ μικροτέρα. Κι ὅταν μάθουμε σὲ μικρὰ κλίμακα, τότε θὰ γίνουμε ὁμολογηταὶ καὶ σὲ μεγαλυτέρα.
Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ μᾶς ἀναδείξῃ ὁμολογητάς, μιμητὰς τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου· ἀμήν.
Δὲν ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος διαφορετικὸς ἀπὸ μᾶς. Σάρκα καὶ ὀστᾶ εἶχε κ᾿ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸ διο φύραμα ἦταν. Ἂν σᾶς πῶ νὰ μιμηθῆτε ἕναν ἄγγελο, θὰ πῆτε Μὰ εμαστε ἄνθρωποι… Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο Γεώργιο, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτός, τέκνον τῆς γῆς, παιδὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καὶ ὅμως ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος. Νὰ τὸν μιμηθοῦμε ὄχι στὰ θαύματα βεβαίως· ἐκεῖ δὲ᾿ μποροῦμε λόγῳ ἐλλείψεως πίστεως. Ἂς τὸν μιμηθοῦμε ἐκεῖ ποὺ μποροῦμε. Καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ὁμολογία. Ὅπως ἐκεῖνος ὡμολόγησε τὸ Χριστό, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς νὰ εμεθα θαρραλέοι ὁμολογηταὶ τῆς πίστεώς μας.
Οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ δὲ᾿ μιλᾶνε δυστυχῶς. Ἐγὼ πιστεύω, σοῦ λέει. Πιστεύει, ἀλλὰ ποτέ του δὲν ὁμολογεῖ. Ὁ χιλιαστὴς ἢ ὁ μαρξιστὴς καὶ ὁ ἄθεος μιλοῦν· οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἔχουν τὴν ἀλήθεια, εἶνε μουγγοθόδωροι· λὲς καὶ δὲν τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς οὔτε νοῦ οὔτε γλῶσσα. Ἐὰν ὁ ἅγιος Γεώργιος δὲν ὡμολογοῦσε Χριστόν, θὰ ἔσῳζε τὴ ζωή του, δὲν θὰ ἦταν ὅμως ἅγιος· ἐὰν δὲν ὡμολογοῦσε, θὰ προωθεῖτο ἀκόμη περισσότερο, θὰ γινόταν στρατάρχης, μετὰ ὅμως τὸ ὄνομά του θὰ ἔσβηνε, ὅπως ἔσβησαν τὰ ὀνόματα τόσων στραταρχῶν, Ναπολεόντων καὶ καισάρων. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Ἔμεινε ἀλησμόνητος καὶ τιμᾶται, γιατὶ ὡμολόγησε Χριστόν. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ὡμολόγησε ἐνώπιον τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας μὲ κίνδυνο, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. ―Μὰ ποῦ νὰ ὁμολογοῦμε;… Δίδονται εὐκαιρίες. Ἂς ὑπενθυμίσω μερικές.
Κάθεσαι στὸ τραπέζι σὲ ἑστιατόριο καὶ κανείς δὲν κάνει σταυρό. Ἐσὺ σήκω καὶ κάνε τὸ σταυρό σου. Μειδιάματα θὰ σὲ ὑποδεχθοῦν ἀπὸ τὰ γύρω τραπέζια. Ἀλλ᾿ ἐὰν δὲν κάνῃς σταυρό, εἶσαι ψεύτικος χριστιανός. Ὁ Χριστὸς γιὰ σένα ἀνέβηκε γυμνὸς στὸ σταυρό· ἐσὺ δὲν ἔχεις τὸ θάρρος νὰ τὸν ὁμολογήσῃς;
Ἄλλη εὐκαιρία ὁμολογίας εἶνε, νὰ διαφωτίζῃς τοὺς ἄλλους γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς σου.
Θέλεις κι ἄλλη εὐκαιρία; Βαδίζεις στὸ δρόμο καὶ ἀκοῦς μιὰ βλασφημία. Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη συμφορά. Ἔλεγξε λοιπὸν τὸ βλάσφημο ὅποιος καὶ ἂν εἶνε. Μὲ συγχωρεῖτε, ἀγαπητοί· ὑπηρέτησα τρία χρόνια στὸ στρατὸ καὶ ἔχω πολλὰ ἐπεισόδια τέτοια, ποὺ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐλέγξω ταγματάρχας, συνταγματάρχας, στρατηγούς· διότι καλοὶ μὲν καὶ γενναῖοι ἀξιωματικοί, ἀλλὰ μερικοὶ εἶχαν τὴν κακὴ συνήθεια, ἐν ὥρᾳ πολέμου, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ ἱερεὺς μὲ τὸ σταυρὸ ἀνέβαινε τὰ ὕψη τῶν ὀρέων καὶ φώναζε ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, αὐτοὶ δυστυχῶς, ἀπὸ κακὴ συνήθεια ἢ καὶ ἐκ προθέσεως, βλαστημοῦσαν καπηλικῶς τὰ θεῖα. Ἀκοῦς λοιπὸν τὸ συστρατιώτη σου ἢ τὸ συμμαθητή σου ἢ τὸ συνάδελφό σου στὸ γραφεῖο καὶ βλαστημάει; Στόπ! φώναξε. Εἶνε ἡ στιγμὴ γιὰ ὁμολογία. Καὶ λέει ὁ Χρυσόστομος, ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπίσκοπος· Ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ βλαστημάῃ; μαρτύρησον ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί νὰ κάνῃς· συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς φορές. Δὲν ἀκούει; Ἔχεις γλῶσσα; Ἔλεγξέ τον. Ἔχεις χέρι; Χτύπησέ τον. Χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Δὲν εἶνε ἄξιοι τιμωρίας μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν· εμεθα κ᾿ ἐμεῖς ποὺ ἀπαθῶς τοὺς ἀκοῦμε.
Σᾶς εἶπα μερικὲς εὐκαιρίες ὁμολογίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ· ὄχι στὴν κλίμακα ποὺ τὸ ἔκανε ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀλλὰ σὲ μικροτέρα. Κι ὅταν μάθουμε σὲ μικρὰ κλίμακα, τότε θὰ γίνουμε ὁμολογηταὶ καὶ σὲ μεγαλυτέρα.
Εἴθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ μᾶς ἀναδείξῃ ὁμολογητάς, μιμητὰς τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου